3,273,136
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το και [[κάρδαμος]], ο (AM [[κάρδαμον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών σταυρανθών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως [[σήμερα]] το [[σινάπι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βλέπω]] κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει [[κάρδαμο]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το [[κράδος]] «[[κλαδάκι]]» και με το [[σκόροδον]] δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. [[λέξη]] <i>kardamah</i>, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο [[φυτό]], [[οπότε]] η [[σύνδεση]] της με το [[κάρδαμον]] παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες [[φυτών]] σε -<i>άμον</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=το και [[κάρδαμος]], ο (AM [[κάρδαμον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών σταυρανθών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως [[σήμερα]] το [[σινάπι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βλέπω]] κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει [[κάρδαμο]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το [[κράδος]] «[[κλαδάκι]]» και με το [[σκόροδον]] δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. [[λέξη]] <i>kardamah</i>, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο [[φυτό]], [[οπότε]] η [[σύνδεση]] της με το [[κάρδαμον]] παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες [[φυτών]] σε -<i>άμον</i> ([[πρβλ]]. [[δίκταμον]], [[σήσαμον]]). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του πληθ. <i>kadamija</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρδαμίνη]], [[καρδαμίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμάλη]], [[καρδάμη]], [[καρδαμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρδαμούρα]], [[καρδαμώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καρδαμόσπορο]](<i>ν</i>), [[καρδάμωμον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμογλύφος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |