3,251,689
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κάλυξ]], ὁ, ἡ)<br />το ατελές [[ακόμη]] μισοανοιγμένο [[άνθος]] που [[είναι]] κλεισμένο εν μέρει [[μέσα]] στα σέπαλα, το [[μπουμπούκι]] («τοῖς τῶν ῥόδων [φύλλοις], [[ὅταν]] ἐν κάλυξιν ὦσι», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το πράσινο εξωτερικό [[περίβλημα]] του άνθους, που αποτελείται από ένα ή περισσότερα σέπαλα και περικλείει τη [[στεφάνη]] και τα άλλα όργανά του<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> η μετάλλινη [[θήκη]] του φυσιγγίου τών όπλων και της οβίδας τών πυροβόλων, στην οποία μπαίνει η [[βολίδα]] και η [[γόμωση]]<br /><b>3.</b> <b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> α) «γευστικοί κάλυκες» — καλυκοειδή επιθηλιακά μορφώματα της γλώσσας και της πρόσθιας υπερώας, στα οποία απολήγουν οι ίνες τών νεύρων της γεύσεως<br />β) «νεφρικοί κάλυκες» — σωληνοειδή αγγεία του εσωτερικού του νεφρού με τα οποία αποχετεύονται τα [[ούρα]] από τις νεφρικές θηλές στην [[κοιλότητα]] της νεφρικής πυέλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άνθη]] και καρπούς) η [[θήκη]] τών σπόρων, το [[περίβλημα]] του καρπού («ἐξ ὧν ὁ [[καρπὸς]] ἐν ἄλλη κάλυκι περιφυομένῃ ἐκ τῆς ῥίζης γίνεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ., ποιητ.) (για τη [[νεότητα]]) το [[άνθος]], το [[μπουμπούκι]] («[[σταθερά]]... [[κάλυξ]] νεαρᾶς ἥβης», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] άγχουσα<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ</i>, <i>αἱ κάλυκες</i><br />διάφορα κοσμήματα [[γυναικών]] (πόρπες, ενώτια <b>κ.λπ.</b>) με [[σχήμα]] κάλυκα άνθους<br /><b>5.</b> [[εφιελίς]]<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[καλύκων]]<br />ὀμματοφύλλων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>υξ</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=ο (Α [[κάλυξ]], ὁ, ἡ)<br />το ατελές [[ακόμη]] μισοανοιγμένο [[άνθος]] που [[είναι]] κλεισμένο εν μέρει [[μέσα]] στα σέπαλα, το [[μπουμπούκι]] («τοῖς τῶν ῥόδων [φύλλοις], [[ὅταν]] ἐν κάλυξιν ὦσι», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το πράσινο εξωτερικό [[περίβλημα]] του άνθους, που αποτελείται από ένα ή περισσότερα σέπαλα και περικλείει τη [[στεφάνη]] και τα άλλα όργανά του<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> η μετάλλινη [[θήκη]] του φυσιγγίου τών όπλων και της οβίδας τών πυροβόλων, στην οποία μπαίνει η [[βολίδα]] και η [[γόμωση]]<br /><b>3.</b> <b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> α) «γευστικοί κάλυκες» — καλυκοειδή επιθηλιακά μορφώματα της γλώσσας και της πρόσθιας υπερώας, στα οποία απολήγουν οι ίνες τών νεύρων της γεύσεως<br />β) «νεφρικοί κάλυκες» — σωληνοειδή αγγεία του εσωτερικού του νεφρού με τα οποία αποχετεύονται τα [[ούρα]] από τις νεφρικές θηλές στην [[κοιλότητα]] της νεφρικής πυέλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άνθη]] και καρπούς) η [[θήκη]] τών σπόρων, το [[περίβλημα]] του καρπού («ἐξ ὧν ὁ [[καρπὸς]] ἐν ἄλλη κάλυκι περιφυομένῃ ἐκ τῆς ῥίζης γίνεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ., ποιητ.) (για τη [[νεότητα]]) το [[άνθος]], το [[μπουμπούκι]] («[[σταθερά]]... [[κάλυξ]] νεαρᾶς ἥβης», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] άγχουσα<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ</i>, <i>αἱ κάλυκες</i><br />διάφορα κοσμήματα [[γυναικών]] (πόρπες, ενώτια <b>κ.λπ.</b>) με [[σχήμα]] κάλυκα άνθους<br /><b>5.</b> [[εφιελίς]]<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[καλύκων]]<br />ὀμματοφύλλων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>υξ</i> ([[πρβλ]]. [[ἄμπυξ]], [[θρῆνυξ]]) και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>kalik</i><i>ā</i> «[[μπουμπούκι]]»]. | ||
}} | }} |