Anonymous

κατήγορος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κατήγορος]])<br /><b>1.</b> αυτός που διατυπώνει [[κατηγορία]], που καταγγέλλει αξιόποινη [[πράξη]] υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές [[μήνυση]] [[εναντίον]] του δράστη, ο [[μηνυτής]], ο [[ενάγων]] (α. «οι συκοφαντίες του κατηγόρου μου έπεσαν στο [[κενό]]» β. «φησὶ δὲ ὁ [[κατήγορος]]... σηκὸν ὑπ' ἐμοῡ ἐκκεκόφθαι», Λυσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που κατηγορεί, που κατακρίνει κάποιον, ο [[επικριτής]] (α. «ο [[κακός]] [[οπού]] ωφελέσεις θα γενεί κατήγορός σου», παροιμ.<br />β. «ἐν βάρει τοῦ πικροῡ κατηγόρου τῆς συνειδήσεως», Σάθ.)<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>φρ.</b> «[[δημόσιος]] [[κατήγορος]]» — η κατηγορούσα [[αρχή]], ο [[δικαστικός]] [[υπάλληλος]] που διατυπώνει την [[κατηγορία]] εξ ονόματος του κράτους, του δημοσίου, ο [[εισαγγελέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποκαλύπτει, που προδίδει [[κάτι]] [[κακό]], ο [[καταδότης]] («φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται [[κατήγορος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), [[πρβλ]]. <i>παρ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i><br />το -<i>η</i> οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει [[σχέση]] με τη σημ. της λ. [[ἀγορά]] «[[συνάθροιση]]» [[αλλά]] γενικά με τη σημ. «[[μιλώ]]», [[πρβλ]]. [[δικηγόρος]], [[ετυμηγόρος]], [[παρήγορος]], <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>].
|mltxt=ο (AM [[κατήγορος]])<br /><b>1.</b> αυτός που διατυπώνει [[κατηγορία]], που καταγγέλλει αξιόποινη [[πράξη]] υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές [[μήνυση]] [[εναντίον]] του δράστη, ο [[μηνυτής]], ο [[ενάγων]] (α. «οι συκοφαντίες του κατηγόρου μου έπεσαν στο [[κενό]]» β. «φησὶ δὲ ὁ [[κατήγορος]]... σηκὸν ὑπ' ἐμοῡ ἐκκεκόφθαι», Λυσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που κατηγορεί, που κατακρίνει κάποιον, ο [[επικριτής]] (α. «ο [[κακός]] [[οπού]] ωφελέσεις θα γενεί κατήγορός σου», παροιμ.<br />β. «ἐν βάρει τοῦ πικροῡ κατηγόρου τῆς συνειδήσεως», Σάθ.)<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>φρ.</b> «[[δημόσιος]] [[κατήγορος]]» — η κατηγορούσα [[αρχή]], ο [[δικαστικός]] [[υπάλληλος]] που διατυπώνει την [[κατηγορία]] εξ ονόματος του κράτους, του δημοσίου, ο [[εισαγγελέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποκαλύπτει, που προδίδει [[κάτι]] [[κακό]], ο [[καταδότης]] («φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται [[κατήγορος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), [[πρβλ]]. [[παρήγορος]], [[συνήγορος]]<br />το -<i>η</i> οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει [[σχέση]] με τη σημ. της λ. [[ἀγορά]] «[[συνάθροιση]]» [[αλλά]] γενικά με τη σημ. «[[μιλώ]]», [[πρβλ]]. [[δικηγόρος]], [[ετυμηγόρος]], [[παρήγορος]], <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm