Anonymous

κομήτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κομήτης]])<br />νεφελώδες [[ουράνιο]] [[σώμα]] με μικρή [[μάζα]] που κινείται [[γύρω]] από τον ήλιο διαγράφοντας πολύ ελλειπτική [[τροχιά]]<br /><b>νεοελ.</b> <b>φρ.</b> «έρχεται σαν [[κομήτης]]» ή «τον βλέπουμε σαν κόμήτη» — εμφανίζεται πολύ σπάνια και φεύγει [[γρήγορα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τρίχες]] στο [[κεφάλι]] του, σε [[αντιδιαστολή]] με τον φαλακρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τους Πέρσες) αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά<br /><b>2.</b> [[ακόλαστος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κομήτης]] ἰός» — [[βέλος]] με φτερά (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[λειμών]] [[κομήτης]]» — [[λιβάδι]] με [[πρασινάδα]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήτης</i> ([[πρβλ]]. <i>λιμν</i>-<i>ήτης</i>, <i>πρυμν</i>-<i>ήτης</i>). Η ονομ. προήλθε [[προφανώς]] από την [[ομοιότητα]] της ουράς του κομήτη με μαλλιά. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cometa</i>, <i>cometes</i> και στη [[συνέχεια]] η [[διεθνής]] [[ορολογία]] της αστρονομίας ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>comet</i>)].
|mltxt=ο (Α [[κομήτης]])<br />νεφελώδες [[ουράνιο]] [[σώμα]] με μικρή [[μάζα]] που κινείται [[γύρω]] από τον ήλιο διαγράφοντας πολύ ελλειπτική [[τροχιά]]<br /><b>νεοελ.</b> <b>φρ.</b> «έρχεται σαν [[κομήτης]]» ή «τον βλέπουμε σαν κόμήτη» — εμφανίζεται πολύ σπάνια και φεύγει [[γρήγορα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τρίχες]] στο [[κεφάλι]] του, σε [[αντιδιαστολή]] με τον φαλακρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τους Πέρσες) αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά<br /><b>2.</b> [[ακόλαστος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κομήτης]] ἰός» — [[βέλος]] με φτερά (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[λειμών]] [[κομήτης]]» — [[λιβάδι]] με [[πρασινάδα]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήτης</i> ([[πρβλ]]. [[λιμνήτης]], [[πρυμνήτης]]). Η ονομ. προήλθε [[προφανώς]] από την [[ομοιότητα]] της ουράς του κομήτη με μαλλιά. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cometa</i>, <i>cometes</i> και στη [[συνέχεια]] η [[διεθνής]] [[ορολογία]] της αστρονομίας ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>comet</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm