Anonymous

ἐπέτειος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπέτειος]], -ον και -ος, -ία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ημέρα]] [[κατά]] την οποία συμπληρώνεται [[χρόνος]] ή [[αριθμός]] ετών από [[τότε]] που συνέβη σημαντικό [[γεγονός]] («εθνική [[επέτειος]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται [[κάθε]] χρόνο («τήν ἐπέτειον ἐπικαρπίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει, διαρκεί ένα [[έτος]] («ἐπέτεια τὰ πολλὰ τῶν ἐντόμων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφετινός]]<br /><b>2.</b> [[ευμετάβολος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπέτεια</i><br />οι ετήσιες εισπράξεις της αθηναϊκής πολιτείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>έτ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. <i>αέτ</i>-<i>ειος</i>, <i>άρκτ</i>-<i>ειος</i>). Η νεοελληνική σημ. της λ. προήλθε από την αρχαιότερη «[[κάτι]] που επαναλαμβάνεται [[κάθε]] χρόνο»].
|mltxt=η (AM [[ἐπέτειος]], -ον και -ος, -ία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ημέρα]] [[κατά]] την οποία συμπληρώνεται [[χρόνος]] ή [[αριθμός]] ετών από [[τότε]] που συνέβη σημαντικό [[γεγονός]] («εθνική [[επέτειος]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται [[κάθε]] χρόνο («τήν ἐπέτειον ἐπικαρπίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει, διαρκεί ένα [[έτος]] («ἐπέτεια τὰ πολλὰ τῶν ἐντόμων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφετινός]]<br /><b>2.</b> [[ευμετάβολος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπέτεια</i><br />οι ετήσιες εισπράξεις της αθηναϊκής πολιτείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>έτ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[αέτειος]], [[άρκτειος]]). Η νεοελληνική σημ. της λ. προήλθε από την αρχαιότερη «[[κάτι]] που επαναλαμβάνεται [[κάθε]] χρόνο»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm