Anonymous

εὐπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. , ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπρόσωπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]], ο [[ευπαρουσίαστος]] («ὁ [[νεανίσκος]] οὐκ [[εὐπρόσωπος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευχάριστος]] στην [[εμφάνιση]], [[ικανοποιητικός]] στην [[παρουσίαση]] (α. «ευπρόσωπο [[μάθημα]]» β. «ευπρόσωπη [[παράσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει φαιδρό, γελαστό [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> ο φαινομενικά [[καλός]], [[προσποιητός]], [[πλαστός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει νομική [[υπόσταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπροσώπως</i> (Α εὐπροσώπως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με ευπρόσωπο τρόπο, με [[αξιοπρέπεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />προσποιητά, με τρόπο επιφανειακά καλό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με φιλικό τρόπο, φιλικά<br /><b>2.</b> με [[ορθό]], ταιριαστό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>προσωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[πρόσωπος]], <i>δι</i>-[[πρόσωπος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπρόσωπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]], ο [[ευπαρουσίαστος]] («ὁ [[νεανίσκος]] οὐκ [[εὐπρόσωπος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευχάριστος]] στην [[εμφάνιση]], [[ικανοποιητικός]] στην [[παρουσίαση]] (α. «ευπρόσωπο [[μάθημα]]» β. «ευπρόσωπη [[παράσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει φαιδρό, γελαστό [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> ο φαινομενικά [[καλός]], [[προσποιητός]], [[πλαστός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει νομική [[υπόσταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπροσώπως</i> (Α εὐπροσώπως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με ευπρόσωπο τρόπο, με [[αξιοπρέπεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />προσποιητά, με τρόπο επιφανειακά καλό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με φιλικό τρόπο, φιλικά<br /><b>2.</b> με [[ορθό]], ταιριαστό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>προσωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), [[πρβλ]]. [[απρόσωπος]], [[διπρόσωπος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm