Anonymous

καρπάλιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. , ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρπάλιμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ταχύς]] («ποσὶ καρπαλίμοισι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανυπόμονος]] («ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων» — από τα βιαστικά, [[γρήγορα]] σαγόνια, <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καρπαλίμως</i> (Α)<br />[[ταχέως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με [[ανομοίωση]] από αμάρτυρο τ. <i>καλπάλιμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάλπη]] «[[καλπασμός]], [[τρέξιμο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άλιμος]] ([[πρβλ]]. <i>ειδ</i>-[[άλιμος]], <i>κυδ</i>-[[άλιμος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], προέρχεται από [[καρπός]] (II) «[[καρπός]] χεριού» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. <i>huerban</i> «[[στρίβω]]»].
|mltxt=[[καρπάλιμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ταχύς]] («ποσὶ καρπαλίμοισι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανυπόμονος]] («ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων» — από τα βιαστικά, [[γρήγορα]] σαγόνια, <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καρπαλίμως</i> (Α)<br />[[ταχέως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με [[ανομοίωση]] από αμάρτυρο τ. <i>καλπάλιμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάλπη]] «[[καλπασμός]], [[τρέξιμο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άλιμος]] ([[πρβλ]]. [[ειδάλιμος]], [[κυδάλιμος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], προέρχεται από [[καρπός]] (II) «[[καρπός]] χεριού» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. <i>huerban</i> «[[στρίβω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm