Anonymous

κληρονόμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. , ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM [[κληρονόμος]], ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος)<br /><b>1.</b> το [[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] που πήρε ή που δικαιούται να πάρει [[κληρονομιά]] (α. «[[είναι]] ο [[μοναδικός]] [[κληρονόμος]] του θείου του» β. «κληρονόμους τών αὑτοῦ καταστήσας», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο μεταβιβάζεται [[ιδιότητα]], σωματική ή ψυχική, από τους γονείς ή από τους προγόνους του («κληρονόμον γάρ σε καθίστησιν ὁ [[νόμος]] τῆς ἀτιμίας τῆς τοῦ πατρός», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τέκνο]], [[απόγονος]] («καλούς κληρονόμους» — [[ευχή]] [[προς]] νεονύμφους για να αποκτήσουν καλά [[τέκνα]])<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κληρονόμοι</i><br />οι απόγονοι, οι επίγονοι, οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενεές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῆρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[μοιράζω]], [[διοικώ]]»), [[πρβλ]]. <i>αστυ</i>-[[νόμος]], <i>παιδο</i>-[[νόμος]].
|mltxt=και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM [[κληρονόμος]], ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος)<br /><b>1.</b> το [[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] που πήρε ή που δικαιούται να πάρει [[κληρονομιά]] (α. «[[είναι]] ο [[μοναδικός]] [[κληρονόμος]] του θείου του» β. «κληρονόμους τών αὑτοῦ καταστήσας», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο μεταβιβάζεται [[ιδιότητα]], σωματική ή ψυχική, από τους γονείς ή από τους προγόνους του («κληρονόμον γάρ σε καθίστησιν ὁ [[νόμος]] τῆς ἀτιμίας τῆς τοῦ πατρός», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τέκνο]], [[απόγονος]] («καλούς κληρονόμους» — [[ευχή]] [[προς]] νεονύμφους για να αποκτήσουν καλά [[τέκνα]])<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κληρονόμοι</i><br />οι απόγονοι, οι επίγονοι, οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενεές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῆρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[μοιράζω]], [[διοικώ]]»), [[πρβλ]]. [[αστυνόμος]], [[παιδονόμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm