3,274,916
edits
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μειοδότης]], ο, θηλ. [[μειοδότις]] και [[μειοδότρια]]<br />αυτός που μειοδοτεί, αυτός που προσφέρει μικρότερη [[τιμή]] σε [[δημοπρασία]], προκειμένου να αναλάβει την [[εκτέλεση]] ενός έργου ή την [[προμήθεια]] ενός προϊόντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (<b>βλ. λ.</b> [[μείων]]) <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[ | |mltxt=[[μειοδότης]], ο, θηλ. [[μειοδότις]] και [[μειοδότρια]]<br />αυτός που μειοδοτεί, αυτός που προσφέρει μικρότερη [[τιμή]] σε [[δημοπρασία]], προκειμένου να αναλάβει την [[εκτέλεση]] ενός έργου ή την [[προμήθεια]] ενός προϊόντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (<b>βλ. λ.</b> [[μείων]]) <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[αιμοδότης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην <i>Εφημερίδα της Κυβερνήσεως</i>]. | ||
}} | }} |