3,277,002
edits
(33) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. .") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η, Ν<br /><b>(νομ.)</b> τρίτο [[πρόσωπο]], [[ειδικός]], [[επιστήμονας]] ή [[τεχνικός]], στον οποίο ανατίθεται από δικαστή ή από αντιδίκους να γνωματεύσει, ύστερα από [[έρευνα]], για ένα [[ζήτημα]] που έχει [[σχέση]] με την ειδικότητά του και για το οποίο το δικαστήριο και οι διάδικοι δεν έχουν τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πράγμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμονας]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), | |mltxt=ο, η, Ν<br /><b>(νομ.)</b> τρίτο [[πρόσωπο]], [[ειδικός]], [[επιστήμονας]] ή [[τεχνικός]], στον οποίο ανατίθεται από δικαστή ή από αντιδίκους να γνωματεύσει, ύστερα από [[έρευνα]], για ένα [[ζήτημα]] που έχει [[σχέση]] με την ειδικότητά του και για το οποίο το δικαστήριο και οι διάδικοι δεν έχουν τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πράγμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμονας]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. [[ισχυρογνώμονας]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>πραγματογνώμων</i>, μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>]. | ||
}} | }} |