Anonymous

ἀπόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόπληκτος]], -ον (Α) [[αποπλήσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από [[αποπληξία]], [[παράλυτος]], [[ανάπηρος]]<br /><b>2.</b> [[εμβρόντητος]]<br /><b>3.</b> [[ανόητος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀπόπληκτος]] τὰς γνάθους» — [[άλαλος]], [[μουγγός]]<br /><b>5.</b> «ἀπόπληκτοι» — νόσοι που προκαλούν [[αποπληξία]].
|mltxt=[[ἀπόπληκτος]], -ον (Α) [[αποπλήσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από [[αποπληξία]], [[παράλυτος]], [[ανάπηρος]]<br /><b>2.</b> [[εμβρόντητος]]<br /><b>3.</b> [[ανόητος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀπόπληκτος]] τὰς γνάθους» — [[άλαλος]], [[μουγγός]]<br /><b>5.</b> «ἀπόπληκτοι» — νόσοι που προκαλούν [[αποπληξία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm