Anonymous

ὕψωμα: Difference between revisions

From LSJ
247 bytes removed ,  5 November 2021
m
no edit summary
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsoma
|Transliteration C=ypsoma
|Beta Code=u(/ywma
|Beta Code=u(/ywma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[elevation]], [[height]], οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] <span class="bibl">Ps.-Phoc.73</span>; ὕ. τοῦ ἀέρος <span class="bibl">Ph.2.408</span>; <b class="b3">τὸ ὕ. τῆς ῥινός</b> the [[bridge]] of the nose, Gal.18(1).796,806. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Astrol., [[exaltation]] of a heavenly body, opp. [[ταπείνωμα]], Plu.2.149a, 782d, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>5.33</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span> 37</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[exaltation]], <span class="bibl">Vett.Val.92.29</span>.</span>
|Definition=ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[elevation]], [[height]], οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] Ps.-Phoc.73; ὕψωμα τοῦ ἀέρος Ph.2.408; τὸ ὕψωμα τῆς ῥινός the [[bridge]] of the [[nose]], Gal.18(1).796,806.<br><span class="bld">2</span> Astrol., [[exaltation]] of a [[heavenly]] [[body]], opp. [[ταπείνωμα]], Plu.2.149a, 782d, S.E.M.5.33, Ptol.Tetr. 37.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[exaltation]], Vett.Val.92.29.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώματος, το / [[ὕψωμα]], ΝΜΑ [[ὑψῶ</i>/ -<i>ώνω]]<br />υψωμένο [[μέρος]] του εδάφους, [[ψήλωμα]], [[λόφος]] (α. «ο [[στρατός]] κατέλαβε τα [[γύρω]] από την [[πόλη]] υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ύψωση, [[ανύψωση]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> ενσφράγιστο [[τεμάχιο]] από τα πρόσφορα που χρησιμοποιήθηκαν υψωμένα στην [[προσκομιδή]], το οποίο δίνεται [[συνήθως]] ως [[αντίδωρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ύψωμα διαλογής» — [[τμήμα]] τών σιδηροδρομικών [[σταθμών]] σχηματισμού αμαξοστοιχιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> η υψηλή [[στάση]] ενός αστέρα στον ορίζοντα («[[ὅταν]] [[ὕψωμα]] λάβῃ μέγιστον ὁ [[ἥλιος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].
|mltxt=-ώματος, το / [[ὕψωμα]], ΝΜΑ [[ὑψῶ]] / [[υψώνω]]<br />υψωμένο [[μέρος]] του εδάφους, [[ψήλωμα]], [[λόφος]] (α. «ο [[στρατός]] κατέλαβε τα [[γύρω]] από την [[πόλη]] υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ύψωση, [[ανύψωση]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> ενσφράγιστο [[τεμάχιο]] από τα πρόσφορα που χρησιμοποιήθηκαν υψωμένα στην [[προσκομιδή]], το οποίο δίνεται [[συνήθως]] ως [[αντίδωρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ύψωμα διαλογής» — [[τμήμα]] τών σιδηροδρομικών [[σταθμών]] σχηματισμού αμαξοστοιχιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> η υψηλή [[στάση]] ενός αστέρα στον ορίζοντα («[[ὅταν]] [[ὕψωμα]] λάβῃ μέγιστον ὁ [[ἥλιος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].
}}
}}
{{elru
{{elru