3,274,216
edits
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - " 2/3" to " ⅔") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[ξύλον]], Α αττ. τ. σύλον)<br /><b>1.</b> [[συμπαγής]] σκληρή [[ινώδης]] κυτταρική [[ουσία]] που αποτελεί [[κατά]] κύριο λόγο τον κορμό, τους κλάδους και τις ρίζες τών δένδρων και τών θάμνων και, γενικότερα, τών λεγόμενων ξυλωδών [[φυτών]]<br /><b>2.</b> [[τεμάχιο]] κορμού ή [[κλαδί]] δένδρου κομμένο και έτοιμο για [[κατεργασία]] ή [[καύση]] («ξύλα ναυπηγήσιμα... κατέκαυσαν» <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ρόπαλο]], [[ραβδί]] («διώξε με [[μάννα]], διώξε με, με ξύλα, με λιθάρια», Πολίτ.)<br /><b>4.</b> [[δοκός]], [[πάσσαλος]]<br /><b>5.</b> [[πλοίο]], [[καράβι]] (α. «και πλέωσι γέμοντα έρωτος και φωνών μουσικών θαλάσσια ξύλα», Κάλβ.<br />β. «ποῡ δ' ἔστιν Ἀργοῡς ἱερὸν αὔδασον [[ξύλον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ. για πρόσ.</b> [[βλάκας]], [[ηλίθιος]], [[ξυλοκέφαλος]] («λίθοι δὲ καὶ ξύλα οἱ ἄφρονες», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ξύλο]](ν) ζωής» — το [[δένδρο]] της ζωής, το οποίο θεωρείται ως [[πηγή]] αθανασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δαρμός]], το [[ξυλοκόπημα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ξύλα</i><br />α) καύσιμη ύλη, καυσόξυλα<br />β) τα κέρατα τών κερασφόρων ζώων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «απολιθωμένο» [[ξύλο]]»<br /><b>(παλαιοντ.)</b> [[απολίθωμα]] που έχει δημιουργηθεί με την [[αντικατάσταση]] τών φυσικών ινών του ξύλου από ανόργανα συστατικά, [[κυρίως]] από [[διοξείδιο]] του πυριτίου<br />β) «[[δίνω]] [[ξύλο]]» — [[δέρνω]]<br />γ) «[[σαπίζω]] στο [[ξύλο]]» ή «[[μαυρίζω]] στο [[ξύλο]]» ή «[[σπάω]] στο [[ξύλο]]» — [[δέρνω]] αλύπητα, [[ξυλοφορτώνω]]<br />δ) «τρώ(γ)ω [[ξύλο]]» — δέρνομαι<br />ε) «πέφτει [[ξύλο]]» — γίνεται ξυλοδαρμός, γίνεται [[ξυλοκόπημα]]<br />στ) «[[ξύλο]] αντικόλλητό» — [[κοντραπλακέ]]<br />ζ) «τίμιο [[ξύλο]]» — μικρό [[κομμάτι]] από τον σταυρό στον οποίο σταυρώθηκε ο [[Χριστός]], το οποίο θεωρείται ως [[φυλακτό]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[άνθρωπος]] [[αγράμματος]] [[ξύλο]] απελέκητο» — ο [[αμόρφωτος]] [[άνθρωπος]] δεν μπορεί να αξιοποιήσει τις ικανότητές του<br />β) «το [[ξύλο]] βγήκε απ' τον παράδεισο» — με τον δαρμό σωφρονίζονται οι άτακτοι<br /><b>μσν.</b><br />ξύλινο [[σήμαντρο]] που το χτυπούσαν ρυθμικά για να συναθροίζονται οι πιστοί και οι μοναχοί στην [[εκκλησία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σταυρός]] («[[σήμερον]] κρεμᾱται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας», Ακολουθ. Μ. Πέμπτης)<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] επιφάνειας το οποίο ισοδυναμούσε με 3 ή 2 | |mltxt=το (ΑΜ [[ξύλον]], Α αττ. τ. σύλον)<br /><b>1.</b> [[συμπαγής]] σκληρή [[ινώδης]] κυτταρική [[ουσία]] που αποτελεί [[κατά]] κύριο λόγο τον κορμό, τους κλάδους και τις ρίζες τών δένδρων και τών θάμνων και, γενικότερα, τών λεγόμενων ξυλωδών [[φυτών]]<br /><b>2.</b> [[τεμάχιο]] κορμού ή [[κλαδί]] δένδρου κομμένο και έτοιμο για [[κατεργασία]] ή [[καύση]] («ξύλα ναυπηγήσιμα... κατέκαυσαν» <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ρόπαλο]], [[ραβδί]] («διώξε με [[μάννα]], διώξε με, με ξύλα, με λιθάρια», Πολίτ.)<br /><b>4.</b> [[δοκός]], [[πάσσαλος]]<br /><b>5.</b> [[πλοίο]], [[καράβι]] (α. «και πλέωσι γέμοντα έρωτος και φωνών μουσικών θαλάσσια ξύλα», Κάλβ.<br />β. «ποῡ δ' ἔστιν Ἀργοῡς ἱερὸν αὔδασον [[ξύλον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ. για πρόσ.</b> [[βλάκας]], [[ηλίθιος]], [[ξυλοκέφαλος]] («λίθοι δὲ καὶ ξύλα οἱ ἄφρονες», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ξύλο]](ν) ζωής» — το [[δένδρο]] της ζωής, το οποίο θεωρείται ως [[πηγή]] αθανασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δαρμός]], το [[ξυλοκόπημα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ξύλα</i><br />α) καύσιμη ύλη, καυσόξυλα<br />β) τα κέρατα τών κερασφόρων ζώων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «απολιθωμένο» [[ξύλο]]»<br /><b>(παλαιοντ.)</b> [[απολίθωμα]] που έχει δημιουργηθεί με την [[αντικατάσταση]] τών φυσικών ινών του ξύλου από ανόργανα συστατικά, [[κυρίως]] από [[διοξείδιο]] του πυριτίου<br />β) «[[δίνω]] [[ξύλο]]» — [[δέρνω]]<br />γ) «[[σαπίζω]] στο [[ξύλο]]» ή «[[μαυρίζω]] στο [[ξύλο]]» ή «[[σπάω]] στο [[ξύλο]]» — [[δέρνω]] αλύπητα, [[ξυλοφορτώνω]]<br />δ) «τρώ(γ)ω [[ξύλο]]» — δέρνομαι<br />ε) «πέφτει [[ξύλο]]» — γίνεται ξυλοδαρμός, γίνεται [[ξυλοκόπημα]]<br />στ) «[[ξύλο]] αντικόλλητό» — [[κοντραπλακέ]]<br />ζ) «τίμιο [[ξύλο]]» — μικρό [[κομμάτι]] από τον σταυρό στον οποίο σταυρώθηκε ο [[Χριστός]], το οποίο θεωρείται ως [[φυλακτό]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[άνθρωπος]] [[αγράμματος]] [[ξύλο]] απελέκητο» — ο [[αμόρφωτος]] [[άνθρωπος]] δεν μπορεί να αξιοποιήσει τις ικανότητές του<br />β) «το [[ξύλο]] βγήκε απ' τον παράδεισο» — με τον δαρμό σωφρονίζονται οι άτακτοι<br /><b>μσν.</b><br />ξύλινο [[σήμαντρο]] που το χτυπούσαν ρυθμικά για να συναθροίζονται οι πιστοί και οι μοναχοί στην [[εκκλησία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σταυρός]] («[[σήμερον]] κρεμᾱται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας», Ακολουθ. Μ. Πέμπτης)<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] επιφάνειας το οποίο ισοδυναμούσε με 3 ή 2 ⅔ πήχεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όργανο βασανισμού, [[ξύλινος]] [[κλοιός]] [[μέσα]] στον οποίο δέσμευαν τον αυχένα τών δούλων<br /><b>2.</b> ξύλινα ποδόδεσμα, η [[ποδοκάκκη]] ή [[ποδοστράβη]], στην οποία δέσμευαν τα πόδια τών φυλακισμένων («ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς [[πόδας]] αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ [[ξύλον]]», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[αγχόνη]] («τὸν [[βασιλέα]] τῆς Γαὶ ἐκρέμασεν ἐπι [[ξύλον]] διδύμου», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[τραπέζι]] αργυραμοιβού για τις οικονομικές συναλλαγές<br /><b>5.</b> το [[θρανίο]] του Ιπποκράτους<br /><b>6.</b> ο [[δούρειος]] [[ίππος]] («ἵπποιο κακὸν [[ξύλον]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>7.</b> το [[δένδρο]] («δασὺ [[ὄρος]] πολλοῑς καὶ παντοδαποῑς καὶ μεγάλοις ξύλοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ. για πρόσ.</b> [[ισχυρογνώμων]], [[άκαμπτος]], [[σκληρός]]<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> [[τόπος]] αγοράς ξύλων («ἐπὶ ξύλα ἰέναι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «πεντεσύριγγον [[ξύλον]]» — όργανο βασανισμού το οποίο είχε οπές για [[δέσμευση]] του τραχήλου, τών χεριών και τών ποδιών<br />β) «πρῶτον [[ξύλον]]» — η πρώτη [[σειρά]] τών καθισμάτων του θεάτρου στην Αθήνα, όπου κάθονταν οι πρυτάνεις<br />γ) «οὑπὶ ξύλων» — [[υπάλληλος]] που είχε την [[επιμέλεια]] τών καθισμάτων του θεάτρου<br />δ) (στην ΚΔ) i) «ὑγρὸν [[ξύλον]]» — ο [[Χριστός]]<br />ii) «ξηρὸν [[ξύλον]]» — οι Ιουδαίοι<br /><b>11.</b> <b>παροιμ.</b> «ἐξ ἀξίου τοῦ ξύλου κἄν ἀπάγξασθαι» — αν [[είναι]] [[ανάγκη]] να απαγχονιστεί [[κάποιος]], [[τουλάχιστον]] ας απαγχονιστεί από αξιόλογο [[δένδρο]], δηλ. από αξιόλογο άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ξύλον]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ksulo</i>- και συνδέεται με ρωσ. <i>šulo</i> «[[πάσσαλος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>s</i><i>ū</i><i>l</i> «[[πάσσαλος]], [[κολόνα]]» κ.ά. Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. <i>ξύω</i> θεωρείται παρετυμολογική. Ο πληθ. της λ. <i>ξύλεα</i> έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά [[προς]] το <i>δένδρεα</i>, ενώ ο μτγν. αττ. τ. <i>σύλον</i> εμφανίζει μια [[εναλλαγή]] -<i>ξ</i>- και -<i>σ</i>-αντίστοιχη με εκείνην τών <i>ξύν</i> / <i>σύν</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>συν</i>). Η λ. [[ξύλον]] με τη [[μορφή]] <i>ξύλ</i>(<i>ο</i>)- εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πολύ μεγάλο αριθμό συνθ. όλων τών περιόδων της Ελληνικής.Παρ. και συνθ. του [[ξύλο]](<i>ν</i>)<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ξυλάριο]](<i>ν</i>), [[ξυλεύω]], [[ξυλίζω]], [[ξυλικός]], [[ξύλινος]], [[ξυλίτης]], [[ξυλώδης]], [[ξυλών]](<i>ας</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξυλεύς]], [[ξυληρός]], [[ξύλιον]], [[ξυλώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξυλάφιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξυλάκι]], [[ξυλαράκι]], [[ξυλάρας]], [[ξυλαράς]], [[ξυλάς]], [[ξυλένιος]], [[ξυλιά]], [[ξυλιάζω]], [[ξυλίκι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ξυλέμπορος]], [[ξυλογραφώ]], [[ξυλοειδής]], [[ξυλόκολλα]], [[ξυλοκόπος]], [[ξυλοπαγής]], [[ξυλοπόδης]], [[ξυλοσοφία]], [[ξυλοσχίστης]], [[ξυλοτόμος]], [[ξυλοτρόφος]], [[ξυλουργός]], [[ξυλοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξυλάνηθον]], [[ξυληβόρος]], [[ξυληγός]], [[ξυλογλύφος]], [[ξυλοθήκη]], [[ξυλοκάρυον]], [[ξυλοκατασκεύαστος]], [[ξυλολεπής]], [[ξυλολογεία]], [[ξυλολογώ]], [[ξυλολυχνούχος]], [[ξυλόλωτος]], [[ξυλομέτρης]], [[ξυλομιγής]], [[ξυλομυρσίνη]], [[ξυλοναΐσκιον]], [[ξυλόξεσις]], [[ξυλοπάκτων]], [[ξυλοπέταλον]], [[ξυλοποιός]], [[ξυλοπριστικός]], [[ξυλοπύλιον]], [[ξυλοπύριος]], [[ξυλοπώλης]], [[ξυλοσπόγγιον]], [[ξυλοτρώκτης]], [[ξυλοφανής]], [[ξυλοφθόρος]], [[ξυλοφόρος]], [[ξυλοφορτηγός]], [[ξυλόφρακτος]], [[ξυλόφυτον]], [[ξυλώροφον]] <b>αρχ.-μσν.</b> <i>ξυλάδιον</i>, [[ξυλομάκερ]], [[ξυλόμοχλον]], [[ξυλοπέδη]], [[ξυλοστεγής]], [[ξυλοχάρτια]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξυλεργάτης]], [[ξυλοβάμων]], [[ξυλόθεος]], [[ξυλοκεραία]], [[ξυλοκλασίαι]], [[ξυλοκονταρίζω]], [[ξυλοκράμβη]], [[ξυλολάτρης]], [[ξυλολόφιον]], [[ξυλοπάνδουρον]], [[ξυλοπομπός]], [[ξυλοποτήριον]], [[ξυλοπρατικός]], [[ξυλόπυργος]], [[ξυλόσκαμνον]], [[ξυλοσοφώ]], [[ξυλόστομος]], [[ξυλουργής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ξυλόγλυπτος]], [[ξυλόκαστρον]], [[ξυλόκερκος]], [[ξυλόσφυρο]](<i>ν</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξυλάγγουρο]], [[ξυλάγκαθο]], [[ξυλαέριο]], [[ξυλάλευρο]], [[ξυλάνθρακας]], [[ξυλαποθήκη]], [[ξυλάρμενος]], [[ξυλαρμογή]], [[ξυλέλαιο]], <i>ξυλόδιδα</i>, <i>ξυλοδιομηχανία</i>, [[ξυλογαϊδάρα]], [[ξυλόγατα]], [[ξυλογλυπτική]], [[ξυλογνωσία]], [[ξυλογράφος]], [[ξυλόδεμα]], [[ξυλόδεσμος]], [[ξυλοδέτης]], [[ξυλόδρομος]], [[ξυλοθραύστης]], [[ξυλοκαΐνη]], <i>ξυλοκάρδουνο</i>, <i>ξυλοκάρφι</i>, [[ξυλοκέφαλος]], [[ξυλοκοπανίζω]], [[ξυλόκοτα]], <i>ξυλοκρέδατο</i>, [[ξυλόλιθος]], [[ξυλομετρία]], [[ξύλοξος]], [[ξυλοπάλιος]], [[ξυλοπάπουτσο]], [[ξυλοπέδιλο]], [[ξυλοπερήφανος]], [[ξυλοπετεινός]], [[ξυλοπινάκα]], [[ξυλόπισσα]], [[ξυλόπνευμα]], [[ξυλοπόδαρος]], [[ξυλοποίηση]], [[ξυλοποικιλτική]], [[ξυλόπορτα]], [[ξυλοπυρίτιδα]], [[ξυλόρνιθα]], [[ξυλοσάκχαρο]], [[ξυλοσκέπαστος]], [[ξυλοσκεπή]], [[ξυλοσουπιά]], [[ξυλόσοφος]], [[ξυλόσπιτο]], [[ξυλοστάτης]], [[ξυλόστρωση]], [[ξυλόστρωτος]], [[ξυλόσφυρα]], [[ξυλότοιχος]], [[ξυλοτρύπανο]], [[ξυλοφορτώνω]], [[ξυλόφωνο]], [[ξυλοχάλαση]], [[ξυλοχέρης]], [[ξυλόχορτο]], [[ξυλοχρωστικός]], [[ξυλόψειρα]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[διάξυλον]], [[επίξυλον]], <i>ερεόξυλον</i>, [[εριόξυλον]], [[χρυσόξυλον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αιματόξυλο</i>, <i>αμυγδαλόξυλο</i>, [[δρυόξυλο]], <i>εβενόξυλο</i>, [[ελατόξυλο]], [[ερυθρόξυλο]], [[καυσόξυλο]], [[κεδρόξυλο]], [[κυπαρισσόξυλο]], <i>μονόξυλο</i>, [[ροδόξυλο]]]. | ||
}} | }} |