νομιμόφρων: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[νομιμόφρων]], -ον, αρσ. και νομιμόφρονας<br />αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νομιμοφρόνως</i><br />με [[νομιμοφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>φρων</i>. Η λ. [[είναι]] πιθ. [[απόδοση]] στην ελλ. του γαλλ. <i>legitimiste</i> και μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκαρλάτου Βυζαντίου].
|mltxt=-[[νομιμόφρων]], -ον, αρσ. και [[νομιμόφρονας]]<br />αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νομιμοφρόνως</i><br />με [[νομιμοφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>φρων</i>. Η λ. [[είναι]] πιθ. [[απόδοση]] στην ελλ. του γαλλ. <i>legitimiste</i> και μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκαρλάτου Βυζαντίου].
}}
}}