3,277,119
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σκέψις]], εως, [[σκέπτομαι]]<br /><b class="num">I.</b> a viewing, [[perception]] by the senses, Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[speculation]], [[consideration]], Plat.; νέμειν σκέψιν to [[take]] [[thought]] of a [[thing]], Eur.; ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ σκέψιν Ar.; σκ. [[περί]] τινος or τι [[inquiry]] [[into]], [[speculation]] on a [[thing]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> [[hesitation]], [[doubt]] (v. [[σκεπτικός]]), Anth. | |mdlsjtxt=[[σκέψις]], εως, [[σκέπτομαι]]<br /><b class="num">I.</b> a viewing, [[perception]] by the senses, Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[speculation]], [[consideration]], Plat.; νέμειν σκέψιν to [[take]] [[thought]] of a [[thing]], Eur.; ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ σκέψιν Ar.; σκ. [[περί]] τινος or τι [[inquiry]] [[into]], [[speculation]] on a [[thing]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> [[hesitation]], [[doubt]] (v. [[σκεπτικός]]), Anth. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[σκέψις]], -εως, ΝΜΑ [[σκέπτομαι]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκέπτομαι]], το να διανοείται, να στοχάζεται, να συλλογίζεται [[κανείς]] [[κάτι]], [[καθώς]] και το [[αντικείμενο]] του συλλογισμού του, [[στοχασμός]], [[διαλογισμός]], [[ιδέα]], [[διανόημα]] (α. «[[κάθε]] τόσο έγερνε το [[κεφάλι]] και βυθιζόταν στις σκέψεις του» β. «μού ήλθε [[ξαφνικά]] η [[σκέψη]] να φύγω από [[εκεί]]» γ. «τὸ [[εὕρημα]] πολλῆς σκέψεως», Ιπποκρ.<br />δ. «ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ σκέψιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μελέτη]], [[διερεύνηση]], [[αναζήτηση]] με τον νου (α. «η [[απόφαση]] αυτή πάρθηκε [[έπειτα]] από πολλή [[σκέψη]]» β. «ταῦτα ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σχέδιο]], [[τρόπος]] ενέργειας (α. «έγιναν και συζητήθηκαν πολλές σκέψεις για την [[αντιμετώπιση]] του προβλήματος, [[αλλά]] [[ακόμη]] δεν προκρίθηκε [[καμιά]]» β. «τὴν σκέψιν τῆς ἐπιβουλῆς μελετήσαντες», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (βιολ.-ψυχολ.) το [[σύνολο]] τών έμμεσων συμβολικών αντιδράσεων σε εσωτερικά, [[δηλαδή]] εκείνα που προέρχονται από [[μέσα]] μας, και εξωτερικά, [[δηλαδή]] εκείνα που προέρχονται από το [[περιβάλλον]], ερεθίσματα<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) ([[κατά]] τον <b>Πλάτ.</b>) διεργασία [[κατά]] την οποία ο [[άνθρωπος]] θέτει ερωτήματα στον εαυτό του<br />β) ([[κατά]] τον <b>Αριστοτ.</b>) η [[ικανότητα]] [[χάρη]] στην οποία ο [[άνθρωπος]] συλλαμβάνει, γενικά, την [[ουσία]] τών πραγμάτων, σε [[αντιπαράθεση]] με την [[αίσθηση]], που [[είναι]] η [[ικανότητα]] μέσω της οποίας συλλαμβάνει την ενσωματωμένη στην ύλη [[ουσία]]<br />γ) ([[κατά]] τον Καρτέσιο) η [[αρχή]] [[κάθε]] αλήθειας και [[κάθε]] γνώσης, η οποία παρουσιάζεται ως [[αποτέλεσμα]] της πράξης του σκέπτεσθαι, που [[είναι]] [[ιδιότητα]] της ψυχής, [[δηλαδή]] ως [[κατάδειξη]] τών αποσαφηνισμένων ιδεών μέσω τών οποίων διασφαλίζεται η νοητική [[σύλληψη]] τών οντοτήτων της πλάσης<br />δ) ([[κατά]] τον Σπινόζα) ένα από τα δύο κατηγορήματα του θεού, ο [[οποίος]] αποτελεί το [[αντικείμενο]] της ανθρώπινης γνώσης και που ταυτίζεται με τη [[φύση]] ως [[ολότητα]], [[μέτοχος]] της οποίας [[είναι]] ο [[άνθρωπος]], [[πράγμα]] που σημαίνει ότι ο [[θεός]] [[είναι]] σκεπτόμενη ύπαρξη και, [[συνεπώς]], [[σκέψη]] και [[θεός]] [[είναι]] έννοιες συνυφασμένες<br />ε) ([[κατά]] τον Καντ) [[αρχή]] που επιτρέπει τη [[γνώση]], και όχι [[απλώς]] μία [[καθαρά]] υποκειμενική [[πραγματικότητα]], και [[είναι]] επιφορτισμένη με την [[ερμηνεία]] τών φαινομένων, τα οποία [[ωστόσο]] δεν παράγει η [[ίδια]]<br />στ) ([[κατά]] τον Χέγκελ) [[δραστηριότητα]] που δεν υποδεικνύει μια ενδόμυχη και [[καθαρά]] νοητική [[πραγματικότητα]] αντιπαρατιθέμενη στην εξωτερική [[πραγματικότητα]], [[αλλά]] η οποία αποτελεί την [[απόδειξη]] της ανακλαστικής ταυτότητας [[μεταξύ]] υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας<br />ζ) ([[κατά]] τη μαρξ. φιλοσ.) διεργασία γενικευμένης ανάκλασης της αντικειμενικής πραγματικότητας διαμεσολαβούμενη από την αισθητηριακή [[γνώση]] και θεμελιούμενη στην πρακτική [[δραστηριότητα]] τών ανθρώπων, διεργασία η οποία αποτελεί [[λειτουργία]] της σε υψηλότατο βαθμό οργανωμένης ύλης, [[δηλαδή]] του ανθρώπινου εγκεφάλου, που εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε ως [[προϊόν]] της κοινωνικής ζωής και της κοινωνικο-ιστορικής εξέλιξης του ανθρώπου<br /><b>3.</b> [[μέριμνα]], [[φροντίδα]], [[έγνοια]] («η [[σκέψη]] της γυρίζει διαρκώς στο [[παιδί]] της»)<br /><b>4.</b> [[δισταγμός]], [[ανησυχία]] (α. «μού τά περιέγραψε [[έτσι]] ώστε μέ έβαλε σε [[σκέψη]] αν θα [[πρέπει]] να προχωρήσω»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «νόμοι της σκέψης» — οι [[τρεις]] παραδοσιακοί θεμελιακοί νόμοι της λογικής, που [[είναι]] α) η [[αρχή]] της ταυτότητας<br />β) ο [[νόμος]] της αντιφατικότητας<br />και γ) ο [[νόμος]] του αποκλειόμενου τρίτου<br /><b>μσν.</b><br />[[συνωμοσία]] («συνῄδει τῇ ἐπιβουλῆ... καὶ... ἐγίνωσκον τὴν σκέψιν», Θεοφάν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η διά μέσου τών αισθήσεων [[παρατήρηση]] («ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων [[σκέψις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στους σοφιστές και στους σκεπτικούς φιλοσόφους) [[αμφιβολία]], [[σκεπτικισμός]]<br /><b>3.</b> η [[φιλοσοφία]] τών Σκεπτικών<br /><b>4.</b> [[επαγρύπνηση]], [[διαφύλαξη]]<br /><b>5.</b> [[απόφαση]], [[ψήφισμα]] («ἥ τε [[σκέψις]] ἀπεδοκιμάσθη», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «oἱ ἀπὸ τῆς σκέψεως» — οι σκεπτικοί φιλόσοφοι (Σέξτ. Εμπ.)<br />β) «σκέψιν νέμειν» — [[σκέπτομαι]] για [[κάτι]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «[[σκέψις]] [[περί]] τίνος» — [[εξέταση]] [[γύρω]] από [[κάτι]] (<b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[consideration]], [[examination]], [[review]], [[survey]], [[mental contemplation]] | |woodrun=[[consideration]], [[examination]], [[review]], [[survey]], [[mental contemplation]] | ||
}} | }} |