Anonymous

γονατίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " ," to ","
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γονᾰτίζω''': ἀόρ. ἐγονάτῐσα, κτυπῶ ἢ ὠθῶ διὰ τοῦ γόνατος, Α. Β. 31, πιθ. ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν Ἀδήλ. 101. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ γονατίσῃ, Ἀκύλ. Π. Δ. (Γεν. κδ΄ , 11). ΙΙΙ. ἀμτβ., γονυπετῶ, [[πίπτω]] εἰς τὰ γόνατα, [[γονατίζω]], Ὠριγ. 2, 1.36α.
|lstext='''γονᾰτίζω''': ἀόρ. ἐγονάτῐσα, κτυπῶ ἢ ὠθῶ διὰ τοῦ γόνατος, Α. Β. 31, πιθ. ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν Ἀδήλ. 101. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ γονατίσῃ, Ἀκύλ. Π. Δ. (Γεν. κδ΄, 11). ΙΙΙ. ἀμτβ., γονυπετῶ, [[πίπτω]] εἰς τὰ γόνατα, [[γονατίζω]], Ὠριγ. 2, 1.36α.
}}
}}
{{DGE
{{DGE