Anonymous

γονατίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=gonati/zw
|Beta Code=gonati/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thrust with the knee]], <span class="bibl">Cratin.399</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[bend the knee]], Aq.<span class="title">Ge.</span>24.11,41.43. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">σφυγμὸς γονατίζων</b>, term coined by Archig. ap. Gal.8.665.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thrust with the knee]], <span class="bibl">Cratin.399</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[bend the knee]], Aq.<span class="title">Ge.</span>24.11,41.43. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">σφυγμὸς γονατίζων</b>, term coined by Archig. ap. Gal.8.665.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=(γονᾰτίζω) <b class="num">1</b> [[golpear con la rodilla]] Cratin.432, Phryn.<i>PS</i> 56.<br /><b class="num">2</b> [[doblar la rodilla]] Aq.<i>Ge</i>.24.11, 41.43<br /><b class="num">•</b>ref. a un hipotético nombre de movimiento reflejo σφυγμὸς γονατίζων Gal.8.665.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''γονᾰτίζω''': ἀόρ. ἐγονάτῐσα, κτυπῶ ἢ ὠθῶ διὰ τοῦ γόνατος, Α. Β. 31, πιθ. ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν Ἀδήλ. 101. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ γονατίσῃ, Ἀκύλ. Π. Δ. (Γεν. κδ΄, 11). ΙΙΙ. ἀμτβ., γονυπετῶ, [[πίπτω]] εἰς τὰ γόνατα, [[γονατίζω]], Ὠριγ. 2, 1.36α.
|lstext='''γονᾰτίζω''': ἀόρ. ἐγονάτῐσα, κτυπῶ ἢ ὠθῶ διὰ τοῦ γόνατος, Α. Β. 31, πιθ. ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν Ἀδήλ. 101. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ γονατίσῃ, Ἀκύλ. Π. Δ. (Γεν. κδ΄, 11). ΙΙΙ. ἀμτβ., γονυπετῶ, [[πίπτω]] εἰς τὰ γόνατα, [[γονατίζω]], Ὠριγ. 2, 1.36α.
}}
{{DGE
|dgtxt=(γονᾰτίζω) <b class="num">1</b> [[golpear con la rodilla]] Cratin.432, Phryn.<i>PS</i> 56.<br /><b class="num">2</b> [[doblar la rodilla]] Aq.<i>Ge</i>.24.11, 41.43<br /><b class="num">•</b>ref. a un hipotético nombre de movimiento reflejo σφυγμὸς γονατίζων Gal.8.665.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[γονατίζω]]) [[γόνυ]]<br /><b>1.</b> [[γονυπετώ]], [[πέφτω]] στα γόνατα, [[στηρίζω]] το [[βάρος]] του σώματος μου στα γόνατα σε [[ένδειξη]] σεβασμού, ικεσίας, υποταγής<br /><b>2.</b> [[αναγκάζω]] ή [[κάνω]] κάποιον να γονατίσει («ἐγονάτισε τὸν Ἰσαὰκ τὸν [[υἱόν]] του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] στα γόνατα από [[πίεση]] ή πόνο («κι από το [[σφίγμα]] τών ποδιώ τ' άλογα γονατίσα»)<br /><b>2.</b> [[εξασθενώ]] ή συντρίβομαι από βάσανα, κακουχίες κ.λπ.<br /><b>3.</b> [[τιμωρώ]] κάποιον αναγκάζοντάς τον να γονατίσει [[πάνω]] σε χαλίκια<br /><b>αρχ.</b><br />[[χτυπώ]] ή [[σπρώχνω]] κάποιον με το [[γόνατο]].
|mltxt=(AM [[γονατίζω]]) [[γόνυ]]<br /><b>1.</b> [[γονυπετώ]], [[πέφτω]] στα γόνατα, [[στηρίζω]] το [[βάρος]] του σώματος μου στα γόνατα σε [[ένδειξη]] σεβασμού, ικεσίας, υποταγής<br /><b>2.</b> [[αναγκάζω]] ή [[κάνω]] κάποιον να γονατίσει («ἐγονάτισε τὸν Ἰσαὰκ τὸν [[υἱόν]] του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] στα γόνατα από [[πίεση]] ή πόνο («κι από το [[σφίγμα]] τών ποδιώ τ' άλογα γονατίσα»)<br /><b>2.</b> [[εξασθενώ]] ή συντρίβομαι από βάσανα, κακουχίες κ.λπ.<br /><b>3.</b> [[τιμωρώ]] κάποιον αναγκάζοντάς τον να γονατίσει [[πάνω]] σε χαλίκια<br /><b>αρχ.</b><br />[[χτυπώ]] ή [[σπρώχνω]] κάποιον με το [[γόνατο]].
}}
}}