Anonymous

ἀλεκτρυών: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " ," to ","
mNo edit summary
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλεκτρυών]] (-όνος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[πετεινός]], [[κόκορας]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> όρνιθα, [[κότα]]<br /><b>3.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα <i>Ἀλεκτρυών</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. της λ. [[ἀλέκτωρ]] που σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] λ. όπως [[ἀλκυών]] , <i>Γηρυών</i> κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτρύαινα]], [[ἀλεκτρυόνειος]], <i>ἀλεκτρυόνιο</i>, [[ἀλεκτρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλεκτρυονίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτρυονοπώλης]], <i>ἀλεκτρυονοπωλητήριον</i>. [[ἀλεκτρυονοτρόφος]], [[ἀλεκτρυοφώνιον]]<br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) <i>ἀλεκτρυομαντεία</i>].
|mltxt=[[ἀλεκτρυών]] (-όνος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[πετεινός]], [[κόκορας]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> όρνιθα, [[κότα]]<br /><b>3.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα <i>Ἀλεκτρυών</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. της λ. [[ἀλέκτωρ]] που σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] λ. όπως [[ἀλκυών]], <i>Γηρυών</i> κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτρύαινα]], [[ἀλεκτρυόνειος]], <i>ἀλεκτρυόνιο</i>, [[ἀλεκτρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλεκτρυονίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτρυονοπώλης]], <i>ἀλεκτρυονοπωλητήριον</i>. [[ἀλεκτρυονοτρόφος]], [[ἀλεκτρυοφώνιον]]<br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) <i>ἀλεκτρυομαντεία</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm