3,274,917
edits
m (Text replacement - " esp. in " to " especially in ") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύς''': εῖα, ύ· Ἰων. θηλ. [[ὀξέα]], Ἡρόδ., Ἱππ., (ἐν τοῖς ἀντιγράφ. [[συχνάκις]] φέρεται ὀξέη, [[ὅπερ]] ὁ Βάβρ. 73. 1 ἀπεδέξατο [[χάριν]] τοῦ μέτρου)· ― [[ὀξεῖα]], ποιητ. ἀντὶ τοῦ οὐδ. πληθ. [[ὀξέα]]. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 348· (ἴδε ἐν τέλ.) Ὀξύς, «μυτερός», κοπτερός, [[εἴτε]] επὶ πράγματος εἰς [[λεπτὸν]] [[ἄκρον]] ἀπολήγοντος, [[εἴτε]] ἐπὶ ἀκμῆς ἢ «κόψεως» ἐργαλείου, κτλ., παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ὡς ἐπὶ ὅπλων ἢ ἄλλων πραγμάτων ἐκ μετάλλου κατεσκευασμένων, [[αἰχμή]], [[ἄκων]], ἆορ, [[βέλος]], [[δόρυ]], [[δρεπάνη]], [[ξίφος]], ὄγκοι, [[πέλεκυς]], [[φάσγανον]], [[χαλκός]]· [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ πραγμάτων οὐχὶ ἐκ μετάλλου, [[λᾶας]], [[μοχλός]], σκόλοπες, κτλ.· [[ὀξεῖα]] [[κορυφή]], ἐπὶ τῆς κορυφῆς ὄρους, Ὀδ. Μ. 72· οὕτω, πάγοι ὀξέες Ε. 411· [[λίθος]] ὀξὺς πεποιημένος, ὠξυμμένος [[οὕτως]], [[ὥστε]] νὰ χρησιμεύῃ ἀντὶ μαχαίρας, Ἡρόδ. 7. 69, πρβλ. 3. 8· ὀξυτέρῳ χαλινῷ Σοφ. Ἀντ. 108· κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας, ἀποληγούσας εἰς ὀξὺ [[ἄκρον]], Ἡρόδ. 7. 64· [[οὔρεα]] ἐς ὀξὺ τὰς κορυφὰς ἀπ. ὁ αὐτ. 2. 28· τὸ ὀξύ, ἐπὶ τῆς κορυφῆς τριγώνου, ὁ αὐτ. 3. 16· τὸ ὀξὺ τῆς καρδίας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 16, 3· τὸ ὀξὺ τοῦ ᾠοῦ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2· 6· ὀξ. [[γωνία]] ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 15, 13· κ ἀλλ.· ἐπὶ προσώπου, Χρόνος ὀξὺς ὀδόντας Σιμωνίδ. 90. ΙΙ. ἐν σχέσει πρὸς τὰς αἰσθήσεις, 1) διαπεραστικός, [[καυστικός]], [[καυστηρός]], ὀδύναι Ἰλ. Λ. 268· ὀξὺς ἡέλιος, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rapidus sol, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 374· ὀξεῖαι ἀκτῖνες Πινδ. Ο. 7. 128· Σείριος ὀξὺς ἐλλάμπων Ἀρχίλοχ. 42· ὀξὺ πῦρ Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 12· οὕτω, χιὼν [[ὀξεῖα]], ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου gelu acutum, Πινδ. Π. 1. 36 ὀξ. [[νότος]] Σοφ. Αἴ. 258· ― οὕτω καὶ ἐπὶ λύπης καὶ τῶν ὁμοίων, [[ἄχος]] Ἰλ. Τ. 125· μελεδῶνες Ὀδ. Τ. 517· καὶ [[καθόλου]], «[[ἰσχυρός]]» , [[μέγας]], [[μάχη]] [[ὀξέα]] ... γίγνεται, «πεισματώδης», Ἡρόδ. 9. 23· ὁ πυρετὸς Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· νόσοι, μανίαι Πινδ. Ο. 8. 111, Ν. 11, ἐν τέλ., πρβλ. Π. 3. 172· ἐπιμομφὰ ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10 (11). 11, κλ. 2) ἐπὶ τῆς ὄψεως, ὀξύτατον [[ὄμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 117· [[ὄψις]] ... ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος ... αἰσθήσεων Πλάτ. Φαῖδρ. 250D· ― [[συχν]]. κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. ὀξύτατον δέρκεσθαι, ἔχειν ὀξυτάτην τὴν ὅρασιν, Ἰλ. Ρ. 675 ὀξύτατα ὁρ. Πλάτ. Πολ. 516C· [[οὕτως]], ὀξὺ νοεῖν, παρατηρεῖν τι [[ταχέως]], Ἰλ. Γ. 374· ὀξὺ προϊδεῖν Ὀδ. Ε. 393· ὀξύτερον βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 1048, Λυσ. 1202· παροιμ., ὀξύτερον τοῦ Λυγκέως βλέπειν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 210, Παροιμιογρ.· [[ὡσαύτως]], ὀξὺ ἀκούειν. ἔχειν ὀξεῖαν ἀκοήν, Ἰλ. Ρ. 256. β) ἐπὶ πραγμάτων προσβαλλόντων [[ὀξέως]] τὴν ὅρασιν, [[λαμπρός]], αὐγὴ Ἠελίοιο Ρ. 372· ἠελίου .. ὀξύτατον .. [[φάος]] εἰσοράασθαι Ξ. 345· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ χρωμάτων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1173 (ἴδε φοινικὶς 2)· αἱ ὀξεῖαι χροιαὶ Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 4· [[πορφύρα]] Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 6· [ἐσθὴς] ὀξυτέρα καὶ τηλαυγεστέρα Αἰλ. π. Ζ. 4. 46. 3) ἐπὶ ἤχου, [[ὀξύς]], [[ὑψηλός]], διαπεραστικός, ἀϋτὴ Ἰλ. Ο. 313· καὶ ἐπὶ φωνῆς, ὀξὺ βοήσσας Ρ. 89 ὀξὺ δὲ κωκύσασα Σ. 71· ὀξὺ λεληκὼς Χ. 141· [[ὀξέα]] κεκληγὼς Ρ. 88, κτλ.· ἐπὶ ἵππων χρεμετιζόντων, [[ὀξεῖα]] χρέμισαν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 348· ἐπὶ χοιριδίων, ὀξὺ κεκραγέναι Ἀριστοφ. Ἀχ. 804· ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῶν ἁρπακτικῶν ὀρνέων, [[ὀξέα]] κλάζων Σοφ. Ἀντ. 112· ἐπὶ μεταλλικῶν οὐσιῶν κρουομένων, [[ὀξέα]] καὶ λιγέως ἰάχεσκε [[σάκος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 233· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τοῦ θρήνου τῆς ἀηδόνος (πρβλ. [[ὀξύφωνος]]). Σοφ. Ἀντ. 424· οὕτω, ἐπηλάλαξαν τὸν ὀξὺν νόμον, ἐκραύγασαν τὸ ὀξὺ ᾆσμά των, Αἰσχύλ. Θήβ. 954· ὀξὺ [[μέλος]], ἐπὶ τοῦ τέτιγγος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1095. β) ἐπὶ μουσικῶν τόνων, [[ὀξύς]], [[ὑψηλός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[βαρύς]], Πλάτ. Τίμ. 80Α, Ξεν. Κυν. 6. 20· ὀξυτάτη χορδὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 268D· φωνὴ [[ὀξεῖα]], βαρεῖα, [[μέση]] Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 4· τῷ ὀξεῖ ἐν φωνῇ μὲν [[ἐναντίον]] τὸ [[βαρύ]], ἐν ὄγκῳ δὲ τὸ ἀμβλὺ ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 13, 3. γ) ἡ [[ὀξεῖα]] (ἐξυπ. [[προσῳδία]]), ὁ ὀξὺς [[τόνος]], Γραμμ. 4) ἐπὶ γεύσεως, [[δριμύς]], ’ξινός, [[φακῆ]] Ξεν. Κύρ. 6. 2, 31· [[ὄξος]] Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· [[οἶνος]] Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 12· ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνθεὶς [[ζύμωμα]] Πλάτ. Τίμ. 74C. 5) ἐπὶ ὀσμῆς, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 5· ὀξύτατον ὄζειν τινὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 193. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ τῆς ἐσωτερικῆς αἰσθήσεως, [[ὀξύς]], [[ταχύς]], ἰδίως ταχὺς εἰς ὀργήν, [[πλήρης]] ὁρμητικοῦ πάθους, [[ὁρμητικός]], ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, [[συχν]]. ἐν Ἰλ. ὀξὺ [[μένος]] Ὁμ. Ὕμν. 7. 14· καρδίη ὀξυτέρη Θέογν. 364· θυμὸς ὀξὺς Σοφ. Ο. Κ. 1193· [[νέος]] καὶ ὀξὺς Πλάτ. Γοργ. 463Ε· οἱ ἀκρόχολοι ὀξεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 4. 5, 9· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας οἱ Ἀττικ. χρῶνται τῇ λέξει [[μάλιστα]] ἐν ἀντιθέσει. 2) [[ταχύς]], ὁ [[ταχέως]] ἀντιλαμβανόμενός τινος, ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, εὐφυής, δεινοὶ καὶ ὀξεῖς Πλάτ. Ἀπολ. 39Β· μετ’ ἀπαρ., ὀξ. ἐπινοῆσαι Θουκ. 1. 70· γνῶναι .. ὀξύτατοι τὰ ῥυθέντα Δημ. 32. 24· [[ὡσαύτως]], ὀξὺς εἰς πάντα τὰ μαθήματα Πλάτ. Πολ. 526Β· τὰς ἐνθυμήσεις ὀξὺς Λουκ. π. Ὀρχ. 81. IV. ἐπὶ κινήσεως, [[ταχύς]], [[εὐκίνητος]], ἐκ τοῦ τρόπου καθ’ ὃν τὰ [[ὀξέα]] σώματα διαπερῶσι τὸν ἀέρα, μεθ’ Ὅμ., ὀξυτάτους ἵππους Ἡρόδ. 5. 9 (ἀλλὰ μετὰ διαφόρου γραφ. ὠκυτάτους)· [[ἱερακίσκος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1112· [ἡ [[νόσος]]] [[ὀξεῖα]] φοιτᾷ καὶ ταχεῖ ἀπέρχεται Σοφ. Φιλ. 808· ἐπὶ φήμης, [[ὀξεῖα]] ... διῆλθ’ Ἀχαιοὺς Σοφ. Αἴ. 998· ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοήν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀποθνήσκοντος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1238, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1389· ἄξας ὀξὺς [[νότος]] ὣς Σοφ. Αἴ. 258· ὀξεῖαν ἀκοὴν ... λόγοις διδούς, ταχεῖαν, πρόθυμον προσοχήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 30· τὸ εὔψυχον ... ὀξεῖς ἐνδείκνυνται, [[εἶναι]] ταχεῖς εἰς τὸ δεικνύειν αὐτό, Θουκ. 4. 126· ἀντίθετον τῷ [[βραδύς]], ὁ αὐτ. 8. 96, Πλάτ. Θεαίτ. 190Α· τῷ [[ῥᾴθυμος]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 7, 12· ἰδίως ἐν τῷ ἐπιρρήματι· ἴδε κατωτ. V. ὁμαλὸν ἐπίρρ. [[ὀξέως]], [[ταχέως]], ἐν τάχει, [[εὐθύς]], ἀμέσως, Θουκ, 6. 10, 12, Πλάτ. κλ.· μετὰ ταχύτητος, ὁρᾶν, αἰσθάνεσθαι Πλάτ. Πολ. 567Β, Φαῖδρ. 263C· ποιητ. ὀξείως, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 9. 6, 3· ― συγκρ. ὀξυτέρως Ἱππ. 1096F· ὀξ. ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. 1. 939· ― [[ἀλλά]], 2) ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ οὐδ. ὀξὺ καὶ πληθ. [[ὀξέα]] ὡς ἐπίρρ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2, 3· ― συγκρ. ὀξύτερον Θουκ. 2. 8, Πλάτ., κλ· ὑπερθ. ὀξύτατον Ἰλ. Ρ. 675, Πλάτ. Νόμ. 741D· ἢ ὀξύτατα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 401Ε. κ. ἀλλ. (Ὡς τὸ ὠκὺς παράγεται ἐκ τῆς √ΑΚ, ἀκωκή, [[οὕτως]] ἐξ ἐπιτεταμένης √ΑΚΣ παράγεται τὸ ὀξύς ἴδε Κούρτ. ἀρ. 2). | |lstext='''ὀξύς''': εῖα, ύ· Ἰων. θηλ. [[ὀξέα]], Ἡρόδ., Ἱππ., (ἐν τοῖς ἀντιγράφ. [[συχνάκις]] φέρεται ὀξέη, [[ὅπερ]] ὁ Βάβρ. 73. 1 ἀπεδέξατο [[χάριν]] τοῦ μέτρου)· ― [[ὀξεῖα]], ποιητ. ἀντὶ τοῦ οὐδ. πληθ. [[ὀξέα]]. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 348· (ἴδε ἐν τέλ.) Ὀξύς, «μυτερός», κοπτερός, [[εἴτε]] επὶ πράγματος εἰς [[λεπτὸν]] [[ἄκρον]] ἀπολήγοντος, [[εἴτε]] ἐπὶ ἀκμῆς ἢ «κόψεως» ἐργαλείου, κτλ., παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ὡς ἐπὶ ὅπλων ἢ ἄλλων πραγμάτων ἐκ μετάλλου κατεσκευασμένων, [[αἰχμή]], [[ἄκων]], ἆορ, [[βέλος]], [[δόρυ]], [[δρεπάνη]], [[ξίφος]], ὄγκοι, [[πέλεκυς]], [[φάσγανον]], [[χαλκός]]· [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ πραγμάτων οὐχὶ ἐκ μετάλλου, [[λᾶας]], [[μοχλός]], σκόλοπες, κτλ.· [[ὀξεῖα]] [[κορυφή]], ἐπὶ τῆς κορυφῆς ὄρους, Ὀδ. Μ. 72· οὕτω, πάγοι ὀξέες Ε. 411· [[λίθος]] ὀξὺς πεποιημένος, ὠξυμμένος [[οὕτως]], [[ὥστε]] νὰ χρησιμεύῃ ἀντὶ μαχαίρας, Ἡρόδ. 7. 69, πρβλ. 3. 8· ὀξυτέρῳ χαλινῷ Σοφ. Ἀντ. 108· κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας, ἀποληγούσας εἰς ὀξὺ [[ἄκρον]], Ἡρόδ. 7. 64· [[οὔρεα]] ἐς ὀξὺ τὰς κορυφὰς ἀπ. ὁ αὐτ. 2. 28· τὸ ὀξύ, ἐπὶ τῆς κορυφῆς τριγώνου, ὁ αὐτ. 3. 16· τὸ ὀξὺ τῆς καρδίας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 16, 3· τὸ ὀξὺ τοῦ ᾠοῦ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2· 6· ὀξ. [[γωνία]] ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 15, 13· κ ἀλλ.· ἐπὶ προσώπου, Χρόνος ὀξὺς ὀδόντας Σιμωνίδ. 90. ΙΙ. ἐν σχέσει πρὸς τὰς αἰσθήσεις, 1) διαπεραστικός, [[καυστικός]], [[καυστηρός]], ὀδύναι Ἰλ. Λ. 268· ὀξὺς ἡέλιος, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rapidus sol, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 374· ὀξεῖαι ἀκτῖνες Πινδ. Ο. 7. 128· Σείριος ὀξὺς ἐλλάμπων Ἀρχίλοχ. 42· ὀξὺ πῦρ Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 12· οὕτω, χιὼν [[ὀξεῖα]], ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου gelu acutum, Πινδ. Π. 1. 36 ὀξ. [[νότος]] Σοφ. Αἴ. 258· ― οὕτω καὶ ἐπὶ λύπης καὶ τῶν ὁμοίων, [[ἄχος]] Ἰλ. Τ. 125· μελεδῶνες Ὀδ. Τ. 517· καὶ [[καθόλου]], «[[ἰσχυρός]]», [[μέγας]], [[μάχη]] [[ὀξέα]] ... γίγνεται, «πεισματώδης», Ἡρόδ. 9. 23· ὁ πυρετὸς Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· νόσοι, μανίαι Πινδ. Ο. 8. 111, Ν. 11, ἐν τέλ., πρβλ. Π. 3. 172· ἐπιμομφὰ ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10 (11). 11, κλ. 2) ἐπὶ τῆς ὄψεως, ὀξύτατον [[ὄμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 117· [[ὄψις]] ... ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος ... αἰσθήσεων Πλάτ. Φαῖδρ. 250D· ― [[συχν]]. κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. ὀξύτατον δέρκεσθαι, ἔχειν ὀξυτάτην τὴν ὅρασιν, Ἰλ. Ρ. 675 ὀξύτατα ὁρ. Πλάτ. Πολ. 516C· [[οὕτως]], ὀξὺ νοεῖν, παρατηρεῖν τι [[ταχέως]], Ἰλ. Γ. 374· ὀξὺ προϊδεῖν Ὀδ. Ε. 393· ὀξύτερον βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 1048, Λυσ. 1202· παροιμ., ὀξύτερον τοῦ Λυγκέως βλέπειν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 210, Παροιμιογρ.· [[ὡσαύτως]], ὀξὺ ἀκούειν. ἔχειν ὀξεῖαν ἀκοήν, Ἰλ. Ρ. 256. β) ἐπὶ πραγμάτων προσβαλλόντων [[ὀξέως]] τὴν ὅρασιν, [[λαμπρός]], αὐγὴ Ἠελίοιο Ρ. 372· ἠελίου .. ὀξύτατον .. [[φάος]] εἰσοράασθαι Ξ. 345· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ χρωμάτων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1173 (ἴδε φοινικὶς 2)· αἱ ὀξεῖαι χροιαὶ Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 4· [[πορφύρα]] Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 6· [ἐσθὴς] ὀξυτέρα καὶ τηλαυγεστέρα Αἰλ. π. Ζ. 4. 46. 3) ἐπὶ ἤχου, [[ὀξύς]], [[ὑψηλός]], διαπεραστικός, ἀϋτὴ Ἰλ. Ο. 313· καὶ ἐπὶ φωνῆς, ὀξὺ βοήσσας Ρ. 89 ὀξὺ δὲ κωκύσασα Σ. 71· ὀξὺ λεληκὼς Χ. 141· [[ὀξέα]] κεκληγὼς Ρ. 88, κτλ.· ἐπὶ ἵππων χρεμετιζόντων, [[ὀξεῖα]] χρέμισαν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 348· ἐπὶ χοιριδίων, ὀξὺ κεκραγέναι Ἀριστοφ. Ἀχ. 804· ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῶν ἁρπακτικῶν ὀρνέων, [[ὀξέα]] κλάζων Σοφ. Ἀντ. 112· ἐπὶ μεταλλικῶν οὐσιῶν κρουομένων, [[ὀξέα]] καὶ λιγέως ἰάχεσκε [[σάκος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 233· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τοῦ θρήνου τῆς ἀηδόνος (πρβλ. [[ὀξύφωνος]]). Σοφ. Ἀντ. 424· οὕτω, ἐπηλάλαξαν τὸν ὀξὺν νόμον, ἐκραύγασαν τὸ ὀξὺ ᾆσμά των, Αἰσχύλ. Θήβ. 954· ὀξὺ [[μέλος]], ἐπὶ τοῦ τέτιγγος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1095. β) ἐπὶ μουσικῶν τόνων, [[ὀξύς]], [[ὑψηλός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[βαρύς]], Πλάτ. Τίμ. 80Α, Ξεν. Κυν. 6. 20· ὀξυτάτη χορδὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 268D· φωνὴ [[ὀξεῖα]], βαρεῖα, [[μέση]] Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 4· τῷ ὀξεῖ ἐν φωνῇ μὲν [[ἐναντίον]] τὸ [[βαρύ]], ἐν ὄγκῳ δὲ τὸ ἀμβλὺ ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 13, 3. γ) ἡ [[ὀξεῖα]] (ἐξυπ. [[προσῳδία]]), ὁ ὀξὺς [[τόνος]], Γραμμ. 4) ἐπὶ γεύσεως, [[δριμύς]], ’ξινός, [[φακῆ]] Ξεν. Κύρ. 6. 2, 31· [[ὄξος]] Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· [[οἶνος]] Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 12· ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνθεὶς [[ζύμωμα]] Πλάτ. Τίμ. 74C. 5) ἐπὶ ὀσμῆς, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 5· ὀξύτατον ὄζειν τινὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 193. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ τῆς ἐσωτερικῆς αἰσθήσεως, [[ὀξύς]], [[ταχύς]], ἰδίως ταχὺς εἰς ὀργήν, [[πλήρης]] ὁρμητικοῦ πάθους, [[ὁρμητικός]], ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, [[συχν]]. ἐν Ἰλ. ὀξὺ [[μένος]] Ὁμ. Ὕμν. 7. 14· καρδίη ὀξυτέρη Θέογν. 364· θυμὸς ὀξὺς Σοφ. Ο. Κ. 1193· [[νέος]] καὶ ὀξὺς Πλάτ. Γοργ. 463Ε· οἱ ἀκρόχολοι ὀξεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 4. 5, 9· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας οἱ Ἀττικ. χρῶνται τῇ λέξει [[μάλιστα]] ἐν ἀντιθέσει. 2) [[ταχύς]], ὁ [[ταχέως]] ἀντιλαμβανόμενός τινος, ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, εὐφυής, δεινοὶ καὶ ὀξεῖς Πλάτ. Ἀπολ. 39Β· μετ’ ἀπαρ., ὀξ. ἐπινοῆσαι Θουκ. 1. 70· γνῶναι .. ὀξύτατοι τὰ ῥυθέντα Δημ. 32. 24· [[ὡσαύτως]], ὀξὺς εἰς πάντα τὰ μαθήματα Πλάτ. Πολ. 526Β· τὰς ἐνθυμήσεις ὀξὺς Λουκ. π. Ὀρχ. 81. IV. ἐπὶ κινήσεως, [[ταχύς]], [[εὐκίνητος]], ἐκ τοῦ τρόπου καθ’ ὃν τὰ [[ὀξέα]] σώματα διαπερῶσι τὸν ἀέρα, μεθ’ Ὅμ., ὀξυτάτους ἵππους Ἡρόδ. 5. 9 (ἀλλὰ μετὰ διαφόρου γραφ. ὠκυτάτους)· [[ἱερακίσκος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1112· [ἡ [[νόσος]]] [[ὀξεῖα]] φοιτᾷ καὶ ταχεῖ ἀπέρχεται Σοφ. Φιλ. 808· ἐπὶ φήμης, [[ὀξεῖα]] ... διῆλθ’ Ἀχαιοὺς Σοφ. Αἴ. 998· ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοήν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀποθνήσκοντος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1238, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1389· ἄξας ὀξὺς [[νότος]] ὣς Σοφ. Αἴ. 258· ὀξεῖαν ἀκοὴν ... λόγοις διδούς, ταχεῖαν, πρόθυμον προσοχήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 30· τὸ εὔψυχον ... ὀξεῖς ἐνδείκνυνται, [[εἶναι]] ταχεῖς εἰς τὸ δεικνύειν αὐτό, Θουκ. 4. 126· ἀντίθετον τῷ [[βραδύς]], ὁ αὐτ. 8. 96, Πλάτ. Θεαίτ. 190Α· τῷ [[ῥᾴθυμος]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 7, 12· ἰδίως ἐν τῷ ἐπιρρήματι· ἴδε κατωτ. V. ὁμαλὸν ἐπίρρ. [[ὀξέως]], [[ταχέως]], ἐν τάχει, [[εὐθύς]], ἀμέσως, Θουκ, 6. 10, 12, Πλάτ. κλ.· μετὰ ταχύτητος, ὁρᾶν, αἰσθάνεσθαι Πλάτ. Πολ. 567Β, Φαῖδρ. 263C· ποιητ. ὀξείως, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 9. 6, 3· ― συγκρ. ὀξυτέρως Ἱππ. 1096F· ὀξ. ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. 1. 939· ― [[ἀλλά]], 2) ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ οὐδ. ὀξὺ καὶ πληθ. [[ὀξέα]] ὡς ἐπίρρ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2, 3· ― συγκρ. ὀξύτερον Θουκ. 2. 8, Πλάτ., κλ· ὑπερθ. ὀξύτατον Ἰλ. Ρ. 675, Πλάτ. Νόμ. 741D· ἢ ὀξύτατα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 401Ε. κ. ἀλλ. (Ὡς τὸ ὠκὺς παράγεται ἐκ τῆς √ΑΚ, ἀκωκή, [[οὕτως]] ἐξ ἐπιτεταμένης √ΑΚΣ παράγεται τὸ ὀξύς ἴδε Κούρτ. ἀρ. 2). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |