3,274,915
edits
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
|||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=organon | |Transliteration C=organon | ||
|Beta Code=o)/rganon | |Beta Code=o)/rganon | ||
|Definition=τό, ([[ἔργον]], [[ἔρδω]]) < | |Definition=τό, ([[ἔργον]], [[ἔρδω]])<br><span class="bld">A</span> [[instrument]], [[implement]], [[tool]], for making or doing a thing, S.''Tr.''905, cf. [[ἀθηρόβρωτος]]; λογχοποιῶν ὄργανα E. ''Ba.''1208, cf. ''Ion''1030; πολεμικὰ ὅπλα τε καὶ ὄργανα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 374d, cf. ''Lg.'' 956a; ὄργανον without any Adj., [[engine of war]], Ctes.''Fr.''81; τὰ ναυτικὰ ὄργανα = [[tackle]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 298d; ὄ. ὅσα περὶ γεωργίαν Id.''R.''370d; ὄνομα ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄ. Id.''Cra.''388b; ὄργανα χρόνων or χρόνου, of the [[star]]s, Id.''Ti.''41e,42d; ὄργανα κυβευτικά Aeschin.1.59; of a person, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄ. [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''380 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> [[organ]] of [[sense]] or [[apprehension]], τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις ὄργανα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 508b; τὸ ὄ. ᾧ καταμανθάνει [[ἕκαστος]] ib.518c, cf. ''Tht.''185c, al.; δι' ἀμυδρῶν ὀ. θεᾶσθαί τι Id.''[[Phaedrus|Phdr.]]''250b, cf. ''Ti.''45b, Epicur.''Nat.''11.6,7.<br><span class="bld">b</span> of the body and its different parts, [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]'' 642a11, 645b14, ''GA''716a24, Phld.''Mus.''pp.71,96 K., Gal.10.47; the [[hand]] is called ὄργανον ὀργάνων or ὄργανον πρὸ ὀργάνων, Arist.''de An.''432a2, ''PA''687a21; τὰ πορευτικὰ ὄ. the [[organ]]s of [[locomotion]], Id.''GA''732b28; ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς = the [[digestive]] [[organ]]s, ib.788b24; τὸ ὄργανον τὸ περὶ τὴν [[ἀναπνοή]]ν = the [[respiratory]] [[organ]], Id.''PA''664a29; τὰ ὄ. τὰ χρήσιμα πρὸς τὴν ὀχείαν Id.''HA''500a15; of plants, Id.''de An.''412b1, ''PA'' 656a2.<br><span class="bld">3</span> [[musical]] [[instrument]], Simon.31, [[falsa lectio|f.l.]] in A.''Fr.''57.1; ὁ μὲν δι' ὀργάνων ἐκήλει ἀνθρώπους, of [[Marsyas]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 215c; ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις ibid., cf. ''Plt.''268b; ὄ. πολύχορδα Id.''R.''399c, al.; μετ' ᾠδῆς καί τινων ὀργάνων Phld.''Mus.''p.98K.; of the pipe, Melanipp.2, Telest.1.2.<br><span class="bld">4</span> [[surgical]] [[instrument]], Hp.''Off.''2, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.3.47, Pl. ''Plt.''298c.<br><span class="bld">II</span> concrete, [[work]] or [[product]], μελίσσης [[κηρόπλαστος|κηρόπλαστον]] ὄ. [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''398.5; λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀ., of the [[wall]]s of [[Thebes]], E.''Ph.''115 (lyr.).<br><span class="bld">III</span> of logic as an [[instrument]] of [[philosophy]], ἡ λογικὴ [[πραγματεία]] ὀργάνου χώραν ἔχει ἐν φιλοσοφίᾳ Alex.Aphr.''in Top.''74.29, cf. Phlp.''in APr.''6.23; πᾶσα τεχνικὴ [[διδασκαλία]] ὑπὸ τὸ λογικὸν ὄ. ἀνάγεται Sch.D.T.p.161 H.; but τὸ ὄργανον as title of [[Aristotle]]'s collected [[logical]] [[writing]]s lacks authority.<br><span class="bld">IV</span> [[instrument]] or [[table]] of [[calculation]]s, εἰσῆλθον εἰς τὸ [[προκείμενον]] ὄργανον Vett.Val.20.12.<br><span class="bld">V</span> ὄργανον [[χλούνιον]], = [[ἠρύγγιον]], Ps.-Dsc.3.21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0368.png Seite 368]] τό (εργ), das [[Werkzeug]], das, womit man Etwas ins Werk setzt; [[ἀθηρόβρωτον]], Soph. frg. 404, der auch κλᾶε δ' ὀργάνων ὅτου ψαύσειεν οἷς ἐχρῆτο, Trach. 901, von dem vergifteten Gewande sagt; λογχοποιῶν ὄργανα Eur. Bacch. 1206, λαϊνέοις Ἀμφίονος ὀργάνοις Phoen. 116; ἔχων τι τοιοῦτον [[ὄργανον]], οἷον οἱ σκυτοτόμοι, Plat. Conv. 191 a; ὁπόσα ἄλλα ὄργανα τῆς περὶ τὰ ἀμφιέσματα γενέσεως κοινωνεῖ, Polit. 281 e; [[σίδηρος]] καὶ χαλκὸς πολέμων ὄργανα, Legg. XII, 956 a, öfter; auch sogar [[ὄργανον]] ἐν ὄρεσιν, von Baumholz, Legg. 678 d; κυβευτικά, Aesch. 1, 59; Xen. u. Folgde, bes. von Maschinen, z. B. im Kriege; vgl. Pol. 1, 23, 5. 8, 7, 2; Arist. eth. 8, 11 nennt [[ὄργανον]] einen δοῦλον ἄψυχον, wie [[δοῦλος]] ein [[ὄργανον]] ἔμψυχον. Auch ὄργανα δι' ὧν αἰσθάνεται ἡμῶν τὸ αἰσθανόμενον ἕκαστον, Plat. Theaet. 185 c; dah. unser »Organ«. – Von musikalischen Instrumenten, πολύχορδα, πολυαρμόνια, Plat. Rep. III, 399 c; Arist. u. A. – Soph. brauchte es auch = [[ἔργον]], das Werk selbst, μελίσσης κηρόπλαστον [[ὄργανον]], frg. 464; vgl. Valcken. zum Schol. Eur. Phoen. 115. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0368.png Seite 368]] τό (εργ), das [[Werkzeug]], das, womit man Etwas ins Werk setzt; [[ἀθηρόβρωτον]], Soph. frg. 404, der auch κλᾶε δ' ὀργάνων ὅτου ψαύσειεν οἷς ἐχρῆτο, Trach. 901, von dem vergifteten Gewande sagt; λογχοποιῶν ὄργανα Eur. Bacch. 1206, λαϊνέοις Ἀμφίονος ὀργάνοις Phoen. 116; ἔχων τι τοιοῦτον [[ὄργανον]], οἷον οἱ σκυτοτόμοι, Plat. Conv. 191 a; ὁπόσα ἄλλα ὄργανα τῆς περὶ τὰ ἀμφιέσματα γενέσεως κοινωνεῖ, Polit. 281 e; [[σίδηρος]] καὶ χαλκὸς πολέμων ὄργανα, Legg. XII, 956 a, öfter; auch sogar [[ὄργανον]] ἐν ὄρεσιν, von Baumholz, Legg. 678 d; κυβευτικά, Aesch. 1, 59; Xen. u. Folgde, bes. von Maschinen, z. B. im Kriege; vgl. Pol. 1, 23, 5. 8, 7, 2; Arist. eth. 8, 11 nennt [[ὄργανον]] einen δοῦλον ἄψυχον, wie [[δοῦλος]] ein [[ὄργανον]] ἔμψυχον. Auch ὄργανα δι' ὧν αἰσθάνεται ἡμῶν τὸ αἰσθανόμενον ἕκαστον, Plat. Theaet. 185 c; dah. unser »Organ«. – Von musikalischen Instrumenten, πολύχορδα, πολυαρμόνια, Plat. Rep. III, 399 c; Arist. u. A. – Soph. brauchte es auch = [[ἔργον]], das Werk selbst, μελίσσης κηρόπλαστον [[ὄργανον]], frg. 464; vgl. Valcken. zum Schol. Eur. Phoen. 115. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[instrument de travail]], [[outil]];<br /><b>2</b> [[instrument de musique]].<br />'''Étymologie:''' R. Ϝεργ, travailler ; cf. [[ἔργον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄργᾰνον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[орудие]], [[средство]], [[инструмент]], [[прибор]], [[приспособление]]: πολεμικὰ ὄργανα Plat. военное снаряжение; τὰ ἰατρικὰ ὄργανα Plat. врачебные инструменты; τὰ ναυτικὰ ὄργανα Plat. мореходные принадлежности; ὄργανα περὶ γεωργίαν Plat. земледельческие орудия; ὄργανα χρόνου Plat. (о небесных светилах) орудия времени; ἁπάντων κακῶν ὄ. Soph. (об Одиссее) орудие всяческих преступлений;<br /><b class="num">2</b> [[музыкальный инструмент]] (δι᾽ ὀργάνων κηλεῖν ἀνθρώπους Plat.);<br /><b class="num">3</b> анат. [[орган]] (τὰ πορευτικὰ ὄργανα, ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς, τὸ ὄ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[материал]]: ὄ. ἐν [[ὄρεσι]] Plat. материал в горах, т. е. лес;<br /><b class="num">5</b> [[произведение]]: λαΐνεα Ἀμφίονος ὄργανα Eur. каменные творения Амфиона, т. е. стены Фив. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄργᾰνον''': τό, (*[[ἔργω]]) [[ἐργαλεῖον]], τὸ δι’ οὗ ἐργαζόμεθα ἢ κατασκευάζομέν τι, Σοφ. Τρ. 905, πρβλ. [[ἀθηρόβρωτος]]· λογχοποιῶν ὄργανα Εὐρ. Βάκχ. 1208, πρβλ. Ἴωνα 1030· πολεμικὰ ὅπλα τε καὶ ὄργανα Πλάτ. Νόμ. 374D, πρβλ. 956Α· τὰ ἰατρικά, τὰ ναυτικὰ ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 298C· ὄργ. οἷα περὶ γεωργίαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 370D [[ὄνομα]] ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388Β· οἱ ἀστέρες καλοῦνται ὄργανα χρόνων ἢ χρόνου ὀ αὐτ. ἐν Τιμ. 41Ε, 42D· ὄργ. κυβευτικὰ Αἰσχίν. 9. 9· - ἐπὶ προσώπων, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄργ. Σοφ. Αἴ. 380. 2) [[αἰσθητήριον]] ἢ [[μέσον]] δι’ οὗ ἀντιλαμβάνεταί τις, τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις ὄργ. Πλάτ. Πολ. 580Β· τὸ ὄργ. ᾧ καταμανθάνει [[ἕκαστος]] [[αὐτόθι]] 518C πρβλ. Θεαίτ. 185C, κ. ἀλλ.· δι’ ἀμυδρῶν ὀργ. θεᾱσθαί τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Β, πρβλ. Τίμ. 45Β· - ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν διαφόρων [[αὐτοῦ]] μερῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 41., 1. 5, 12, π. Ζ. Γενέσ. 1. 2, 5· τὰ πορευτικὰ ὄργ., τὰ τῆς κινήσεως ὄργ., [[αὐτόθι]] 2. 1, 15· ὄργ. πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς, τὰ τῆς πέψεως ὄργ., [[αὐτόθι]] 5. 8, 4· τὸ ὄργ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν, τὰ ἀναπνευστικὰ ὄργανα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 4· τὰ ὄργ. τὰ πρὸς ὀχείαν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 38· ἡ χεὶρ καλεῖται [[ὄργανον]] ὀργάνων ἢ ὄργ. πρὸ ὀργάνων ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 8, 3, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 21· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3. 3) μουσικὸν [[ὄργανον]], Σιμωνίδ. 38, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ὁ μὲν δι’ ὀργάνων ἐκήλει ἀνθρώπους, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλάτ. Συμπ. 215C· [[ἄνευ]] ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις [[αὐτόθι]], πρβλ. Πολιτικ. 268Β· ὄργ. πολύχορδα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 399C, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Μελανιππίδ. 2, Τελέστ. 1. 2. 4) χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 46. ΙΙ. τὸ πρὸς ἐργασίαν ὑλικόν, [[ὄργανον]] ἐν ὄρεσι ἡ ξυλική, Πλάτ. Νόμ. 678D. ΙΙΙ. αὐτὸ τὸ παραχθὲν ἢ ποιηθέν, ὡς τὸ [[ἔργον]], μελίσσης κηρόπλαστον ὄργ. Σοφ. Ἀποσπ. 464· λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀργ., ἐπὶ τῶν τειχῶν τῶν Θηβῶν, Εὐρ. Φοίν. 115. IV. Τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ λογικὰ συγγράμματα συνελέγησαν ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] [[ὄργανον]], οἱονεὶ [[ὄργανον]] τοῦ διανοεῖσθαι, Ἀμμων. Ἑρμην. εἰς τὰς Κατηγ. 1. α, πρβλ. Trendelenb. Elem. Log. σ. 48 (ἔκδ. 2), Πλάτ. Σοφιστ. 235Β. | |lstext='''ὄργᾰνον''': τό, (*[[ἔργω]]) [[ἐργαλεῖον]], τὸ δι’ οὗ ἐργαζόμεθα ἢ κατασκευάζομέν τι, Σοφ. Τρ. 905, πρβλ. [[ἀθηρόβρωτος]]· λογχοποιῶν ὄργανα Εὐρ. Βάκχ. 1208, πρβλ. Ἴωνα 1030· πολεμικὰ ὅπλα τε καὶ ὄργανα Πλάτ. Νόμ. 374D, πρβλ. 956Α· τὰ ἰατρικά, τὰ ναυτικὰ ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 298C· ὄργ. οἷα περὶ γεωργίαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 370D [[ὄνομα]] ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388Β· οἱ ἀστέρες καλοῦνται ὄργανα χρόνων ἢ χρόνου ὀ αὐτ. ἐν Τιμ. 41Ε, 42D· ὄργ. κυβευτικὰ Αἰσχίν. 9. 9· - ἐπὶ προσώπων, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄργ. Σοφ. Αἴ. 380. 2) [[αἰσθητήριον]] ἢ [[μέσον]] δι’ οὗ ἀντιλαμβάνεταί τις, τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις ὄργ. Πλάτ. Πολ. 580Β· τὸ ὄργ. ᾧ καταμανθάνει [[ἕκαστος]] [[αὐτόθι]] 518C πρβλ. Θεαίτ. 185C, κ. ἀλλ.· δι’ ἀμυδρῶν ὀργ. θεᾱσθαί τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Β, πρβλ. Τίμ. 45Β· - ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν διαφόρων [[αὐτοῦ]] μερῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 41., 1. 5, 12, π. Ζ. Γενέσ. 1. 2, 5· τὰ πορευτικὰ ὄργ., τὰ τῆς κινήσεως ὄργ., [[αὐτόθι]] 2. 1, 15· ὄργ. πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς, τὰ τῆς πέψεως ὄργ., [[αὐτόθι]] 5. 8, 4· τὸ ὄργ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν, τὰ ἀναπνευστικὰ ὄργανα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 4· τὰ ὄργ. τὰ πρὸς ὀχείαν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 38· ἡ χεὶρ καλεῖται [[ὄργανον]] ὀργάνων ἢ ὄργ. πρὸ ὀργάνων ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 8, 3, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 21· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3. 3) μουσικὸν [[ὄργανον]], Σιμωνίδ. 38, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ὁ μὲν δι’ ὀργάνων ἐκήλει ἀνθρώπους, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλάτ. Συμπ. 215C· [[ἄνευ]] ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις [[αὐτόθι]], πρβλ. Πολιτικ. 268Β· ὄργ. πολύχορδα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 399C, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Μελανιππίδ. 2, Τελέστ. 1. 2. 4) χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 46. ΙΙ. τὸ πρὸς ἐργασίαν ὑλικόν, [[ὄργανον]] ἐν ὄρεσι ἡ ξυλική, Πλάτ. Νόμ. 678D. ΙΙΙ. αὐτὸ τὸ παραχθὲν ἢ ποιηθέν, ὡς τὸ [[ἔργον]], μελίσσης κηρόπλαστον ὄργ. Σοφ. Ἀποσπ. 464· λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀργ., ἐπὶ τῶν τειχῶν τῶν Θηβῶν, Εὐρ. Φοίν. 115. IV. Τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ λογικὰ συγγράμματα συνελέγησαν ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] [[ὄργανον]], οἱονεὶ [[ὄργανον]] τοῦ διανοεῖσθαι, Ἀμμων. Ἑρμην. εἰς τὰς Κατηγ. 1. α, πρβλ. Trendelenb. Elem. Log. σ. 48 (ἔκδ. 2), Πλάτ. Σοφιστ. 235Β. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὄργᾰνον | |sltr=<b>ὄργᾰνον</b> [[instrument]] Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ' [[ὄργανον]] Μολοσσόν (a [[kind]] of [[flute]]?) *fr. 107b. 2.* | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄργᾰνον:''' τό (*[[ἔργω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> όργανο, [[εργαλείο]], [[σύνεργο]] για την [[κατασκευή]] ή την [[επίτευξη]] κάποιου πράγματος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν [[ὄργανον]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αισθητήριο]] όργανο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μουσικό όργανο, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[έργο]], παράγωγο, <i>λαΐνεα Ἀμφίονος ὄργανα</i>, τα λίθινα έργα του Αμφίωνα, δηλ. τα τείχη των Θηβών, σε Ευρ. | |lsmtext='''ὄργᾰνον:''' τό (*[[ἔργω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> όργανο, [[εργαλείο]], [[σύνεργο]] για την [[κατασκευή]] ή την [[επίτευξη]] κάποιου πράγματος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν [[ὄργανον]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αισθητήριο]] όργανο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μουσικό όργανο, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[έργο]], παράγωγο, <i>λαΐνεα Ἀμφίονος ὄργανα</i>, τα λίθινα έργα του Αμφίωνα, δηλ. τα τείχη των Θηβών, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[implement]], [[tool]], [[instrument]], [[sense organ]], [[organ]] (Hp., Ctes., Att., Arist.).<br />Compounds: Few compp. as <b class="b3">ὀργανο-ποιός</b> m. [[instrument maker]] (D. S.).<br />Derivatives: <b class="b3">ὀργάν-ιον</b> dimin. (AP, M. Ant.), <b class="b3">-ικός</b> [[instrumental]], [[operative]], [[practical]] (Arist.), <b class="b3">-ίτης</b> m. [[engineer]] (pap. IVp; Redard 36), <b class="b3">-ιστής</b> m. [[waterworks engineer]] (pap. IIp), unattested <b class="b3">*ὀργανίζω</b>, but <b class="b3">δι-</b>, <b class="b3">κατ-οργανίζω</b> (AP, Alchem.); [[ὀργανάριος]] = [[fistularius]] (Gloss.); <b class="b3">-όομαι</b>, also w. <b class="b3">δι-</b>, [[organised]], [[to be provided with organs]] (S. E., Iamb.) with (<b class="b3">δι-)-ωσις</b> f. [[organisation]] (Iamb.). -- Besides [[Όργάνη]] f. surn. of Athena (Thasos Va, Athens; v. Wilamowitz Glaube 2, 164), cf. [[Ἐργάνη]]; as adj. [[ὀργάνα]] [[operative]], [[formative]] ([[χείρ]]; E. Andr. 1014, not quite certain).<br />Origin: IE [Indo-European] [1168] <b class="b2">*u̯erǵ-</b> [[work]]<br />Etymology: Formation like [[ξόανον]] (: [[ξέω]], <b class="b3">-ξοος</b>), [[ὄχανον]] (: [[ἔχω]], [[ὄχος]], <b class="b3">-οχος</b>), [[πλόκανον]] (: [[πλέκω]], [[πλόκος]]), [[ὁρκάνη]] (: [[ὅρκος]], [[ἕρκος]]) a.o. (Chantraine Form. 198, Schwyzer 489 f.); similarly [[ὄργανον]] beside <b class="b3">-οργός</b>, [[ὄργια]], [[ἔοργα]] ([[ἔρξαι]], [[ἔρδω]]), [[ἔργον]]; whether directly from verb or through <b class="b3">-οργός</b>, [[ἔργον]], is unclear. Cf. [[ἔργον]] u. [[ἔρδω]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 39: | Line 39: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[instrument]], [[musical instrument]], [[organ]], [[thing made]], [[work of labour]] | |woodrun=[[instrument]], [[musical instrument]], [[organ]], [[thing made]], [[work of labour]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[ἔργω]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἐργάζομαι]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[instrument]]=== | |||
Albanian: vegël, vegël muzikor; Arabic: الة موسيقية; Bulgarian: музикален инструмент; Catalan: instrument; Cherokee: ᎧᏃᎩᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 樂器, 乐器; Czech: nástroj; Danish: instrument, musikinstrument; Dutch: [[instrument]], [[muziekinstrument]]; Esperanto: instrumento; Estonian: pill, muusikariist; Finnish: soitin, instrumentti; French: [[instrument]]; Galician: instrumento; German: [[Instrument]], [[Musikinstrument]]; Greek: [[όργανο]]; Ancient Greek: [[ὄργανον]]; Greenlandic: nipilersuut; Hebrew: כלי נגינה; Hungarian: hangszer; Icelandic: hljóðfæri; Ido: muzik-instrumento, muzikilo; Irish: uirlis, ionstraim, gléas, adhbh cheoil; Italian: [[strumento]]; Japanese: 楽器; Korean: 악기(樂器); Latin: [[organum]]; Latvian: instruments; Lithuanian: instrumentas; Malayalam: സംഗീത ഉപകരണം; Maori: mea whakatangi; Norwegian Bokmål: instrument; Nynorsk: instrument; Polish: instrument; Portuguese: [[instrumento]]; Romanian: instrument; Russian: [[инструмент]]; Scottish Gaelic: ionnsramaid, inneal-ciùil; Slovene: instrument inan, inštrument inan, glasbilo; Spanish: [[instrumento]]; Swedish: instrument; Tamil: இசைக்கருவி; Tibetan: རོལ་ཆའི་ཡོ་བྱད; Urdu: اوزار, ساز (sa | |||
===[[tool]]=== | |||
Albanian: mjet, vegël; Amharic: መሣሪያ; Arabic: أَدَاة, آلَة, عُدَّة; Gulf Arabic: اداة; Hijazi Arabic: عِدّة; Moroccan Arabic: دزان; Armenian: գործիք; Assamese: সঁজুলি, আহিলা; Asturian: ferramienta; Avar: алат; Azerbaijani: alət, hacat; Belarusian: інструмент, прылада; Bengali: সাধনী; Bulgarian: инструмент, оръ́дие; Burmese: ကိရိယာ; Catalan: eina; Cebuano: gamit, himan; Chinese Cantonese: 架生, 工具; Mandarin: 工具; Min Nan: 家私, 工具; Wu: 工具; Crimean Tatar: alet; Czech: nástroj; Danish: værktøj, redskab, instrument; Dutch: [[gereedschap]], [[werktuig]], [[instrument]], [[hulpmiddel]]; Esperanto: laborilo; Estonian: tööriist; Finnish: työkalu; French: [[outil]]; Galician: ferramenta; Georgian: ინსტრუმენტი; German: [[Gerät]], [[Instrument]], [[Werkzeug]]; Greek: [[εργαλείο]], [[όργανο]]; Ancient Greek: [[ἐργαλεῖον]]; Hebrew: כְּלִי; Higaonon: himan; Hindi: उपकरण, औज़ार; Hungarian: szerszám, eszköz, szer; Icelandic: verkfæri, tól; Indonesian: alat; Interlingua: instrumento; Irish: uirlis; Italian: [[arnese]], [[strumento]], [[utensile]], [[mezzo]]; Japanese: 道具, ツール; Kazakh: аспап, құрал; Khmer: គ្រឿង, ប្រដាប់, ប្រដាប់ប្រដា; Korean: 도구(道具), 툴; Kyrgyz: курал, аспап; Lao: ເຄື່ອງມື, ເຄື່ອງ; Latin: [[instrumentum]], [[ferramentum]]; Latvian: instruments, darbarīks; Lithuanian: įrankis, įnagis; Luhya: sisindu; Lü: ᦵᦆᦲᧂᧈ; Macedonian: алатка, алат; Malay: alat; Maltese: għodda; Maori: paraha; Mongolian Cyrillic: багаж, хэрэгсэл; Navajo: bee naʼanishí; Nepali: औजार; Ngazidja Comorian: shomɓo; Norwegian: verktøy; Occitan: aisina; Old Church Slavonic Cyrillic: орѫдиѥ; Pashto: اوزار, آله, اوړی, سامان; Persian: ابزار, اسباب, آلت, افزار; Polish: narzędzie, przybór; Portuguese: [[instrumento]], [[ferramenta]]; Romanian: sculă, unealtă, instrument; Russian: [[инструмент]], [[орудие труда]], [[орудие]]; Sanskrit: उपकरण; Scots: tuil; Scottish Gaelic: inneal; Serbo-Croatian Cyrillic: а̀ла̄т, о̀рӯђе; Roman: àlāt, òrūđe; Shan: ၶိူင်ႈ; Sicilian: mmarazzu, strummentu, stigghiu, pupu; Slovak: nástroj; Slovene: orodje; Spanish: [[herramienta]]; Swahili: kifaa; Swedish: verktyg; Tajik: олат, асбоб, афзор, абзор; Tatar: корал; Telugu: పనిముట్టు; Thai: เครื่อง, อุปกรณ์, เครื่องมือ; Tibetan: ལག་ཆ; Turkish: alet, araç; Turkmen: abzal; Ukrainian: інструмент, начиння, знаряддя; Urdu: اوزار; Uyghur: سايمان; Uzbek: asbob, olat; Vietnamese: dụng cụ, đồ dùng; Walloon: usteye, osti; Welsh: teclyn; West Frisian: ark; Westrobothnian: dillfang; White Yiddish: ווערקצייג; Zhuang: gaiqdawz, gunghgi | |||
}} | }} |