3,273,006
edits
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέγᾰς''': [[μεγάλη]] [ᾰ], μέγᾰ, γεν. μεγάλου, ης, ου, δοτ. μεγάλῳ, ῃ, ῳ, αἰτ. μέγᾰν, μεγάλην, μέγᾰ· δυϊκ. μεγάλω, α, ω, πληθ. μεγάλοι, αι, α, κτλ., ὡς ὁμαλὸν ἐπίθετ. εἰς ος· - ἀλλ’ ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] [[μεγάλος]] [[οὐδέποτε]] ἐν χρήσει καθ’ ἑνικ. ὀνομαστ. καὶ αἰτ. ἀρσεν. καὶ οὐδετ., καὶ μόνον [[ἅπαξ]] κατὰ κλητ. ἀρσ., ὦ μεγάλε Ζεῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 822. (Ἐκ τῆς √ΜΕΓ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ μείζων (ὅ ἐστι μεγίων, πρβλ. ὀλίγος, ὀλίζων= ὀλιγίων) μέγιστος, μέγεθος· Λατ. mag-nus, maj- or, max-imus, mag-is, mag-ister, κτλ.· Γοτθ. mik-ils ([[μέγας]]), mik-iljan (μεγαλύνειν), συγκρ. mais ([[μᾶλλον]], πλεῖον), ὑπερθετ. maist (τὸ πλεῖστον)· Ἀρχ. Σκανδιν. mik-ill (Σκωτ. mickle, πρβλ. τὰ Ἀγγλ. much, might)· - τὸ Σανσκρ. mah-at, mah-â ([[μέγας]]) πρέπει νὰ [[εἶναι]] συγγενές, ἂν καὶ τὸ Σανσκρ. h (ὅ ἐστι gh) [[κυρίως]] δὲν ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Ἑλλ. γ καὶ Γοτθ. k· ἀλλ’ ἡ αὐτὴ [[δυσκολία]] ἀπαντᾷ καὶ ἐν τῷ Ἑλλην. [[μῆχος]] ἐν παραβολῇ πρὸς τὸ Σανσκρ. mâh καὶ Γοτθ. mag· δὲν δυνάμεθα δὲ καὶ τὰ [[μακρός]], [[μῆκος]] νὰ ἀναφέρωμεν εἰς ῥίζαν ἔχουσαν γ ἀντὶ κ). Ι. Ριζικὴ [[σημασία]], ἀντίθετ. τῷ μικρὸς ἢ [[σμικρός]], [[μέγας]], κοινῶς «[[μεγάλος]]» ἐπὶ σωματικοῦ μεγέθους, Ὅμ., κτλ.· συχνότ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ ἀναστήματος, [[εἶδος]]... μ. ἦν ὁράασθαι Ὀδ. Σ. 4, ἴδε ἐν λέξ. μεγαλωστί· [[συχνάκις]] δὲ συνάπτονται: ἠΰς τε [[μέγας]] τε, [[καλός]] τε [[μέγας]] τε· σπανιώτερον ἐπὶ γυναικῶν, καλή τε [[μεγάλη]] τε, [[οἷον]] ἐν Ο. 418· - [[ὡσαύτως]], «[[μεγάλος]]», ἐπὶ ἡλικίας ὡς ἐμφαινομένης ἐκ τοῦ ἀναστήματος (πρβλ. Λατ. major, maximus), νῦν δ’ ὅτε δή μ. [[εἰμὶ]] Β. 314· [[μήτε]] μέγαν μήτ’ οὖν νεαρῶν τιν’ ὑπερτελέσαι... Αἰσχύλ. Ἀγ. 358· - περὶ τοῦ μεγάθεϊ [[μέγας]], κλ., ἴδε ἐν λέξει [[μέγεθος]]. Ἐπειδὴ τὸ σωματικὸν [[μέγεθος]] δύναται νὰ [[εἶναι]] διαφόρων εἰδῶν, ἡ [[λέξις]] [[μέγας]] ἔχει ἑτέρας τινὰς μερικωτέρας σημασίας, [[οἷον]], 1) ἐκτεταμένος, [[ὑψηλός]], [[οὐρανός]], [[ὄρος]], [[πύργος]], κτλ., Ὅμ. 2) [[ἀχανής]], [[εὐρύς]], [[πέλαγος]], [[λαῖτμα]] θαλάσσης, κτλ., Ὅμ. 3) [[μακρός]], [[ἠιών]], [[αἰγιαλός]], κτλ., Ὅμ. ΙΙ. ἐπὶ βαθμοῦ, [[ἰσχυρός]], [[δυνατός]], [[μέγας]], καὶ 1) [[μέγας]], [[παντοδύναμος]], Ὅμ.· τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. τῶν θεῶν, ὁ μ. [[Ζεὺς]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1053. κτλ.· θεοὶ μεγάλοι ἢ οἱ μ. θεοί, ἐπὶ τῶν Καβείρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2296., 2270. 18· μεγάλα θεά, ἐπὶ τῆς Δήμητρος καὶ Περσεφόνης, Σοφ. Ο. Κ. 683· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνδρῶν, ὡς τὸ [[μεγιστᾶνες]], Ὀδ. Σ. 382, Ἡρόδ., κτλ.· [[μέγας]] ηὐξήθη, ἐγένετο [[μέγας]], κατέστη [[ἰσχυρός]], Δημ. 19. 19· ἤρθη μ. ὁ αὐτ. 20. 9· βασιλεὺς ὁ [[μέγας]], δηλαδ. ὁ τῆς Περσίας, ὁ [[μέγας]] [[μονάρχης]], Ἡρόδ. 1. 188, κτλ. (Ὁ [[Ζεὺς]] καλεῖται θεῶν β. ὁ μ. Πινδ. Ο. 7. 61)· βασιλεὺς [[μέγας]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 24· παρὰ μεταγενεστέροις ὡς [[προσωνυμία]] ἐξαιρέτων τινῶν βασιλέων, Ἀρδιαῖος ὁ μ. Πλάτ. Πολ. 615C· ὁ μ. Ἀλέξανδρος Ἀθήν. 3D· ὁ μ. ἐπικληθεὶς Ἀντίοχος Πολύβ. 4. 2, 7, κτλ· (ἐνῷ Σκιπίων ὁ [[μέγας]] [[εἶναι]] Scipio Major, δηλ. ὁ πρεσβύτερος, Πολύβ. 18. 18, 9 [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh.)· [[μέγας]] φίλος Εὐρ. Μήδ. 549· πλούτῳ τε κἀνδρείᾳ [[μέγας]] ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 669· ― [[ὡσαύτως]], [[μέγας]] [[ὅρκος]], ὁ ἰσχυρὸς ἢ φοβερὸς [[ὅρκος]], Ὅμ. 2) [[μέγας]], [[ἰσχυρός]], [[ὁρμητικός]], ἐπὶ τῶν στοιχείων, κτλ., [[ἄνεμος]], [[λαῖλαψ]], ζέφυρος Ὅμ.· καὶ ἐπὶ ἰδιοτήτων, παθῶν καὶ καταστάσεων ἀνθρώπων, [[κράτος]], [[θυμός]], ἀρετή, [[κλέος]], [[ἄχος]], κτλ., Ὅμ.· [[συχνάκις]] παρὰ Τραγ. 3) ἐπὶ ἤχων, [[μέγας]], [[ἰσχυρός]], ἠχηρός, [[βροντώδης]], [[ἰαχή]], [[ἀλαλητός]], [[ὀρυμαγδός]], [[πάταγος]], Ὅμ.· [[θόρυβος]], [[κωκυτός]], [[φωνή]], κτλ., Πίνδ. καὶ Ἀττ.. μὴ φώνει μέγα Σοφ. Φιλ. 574· - [[ἀλλά]], [[μέγας]] [[λόγος]], [[μῦθος]], ἐπικρατοῦσα [[φήμη]], κοινὸς [[λόγος]], Αἰσχύλ. Πρ. 732, Σοφ. Αἴ. 226. 4) [[μέγας]], [[ἰσχυρός]], [[σπουδαῖος]], μέγα [[ἔργον]] Ὀδ. Γ. 261· τόδε μεῖζον Π. 291· μέγα ποιοῦμαί τι, θεωρῶ τι ὡς [[λίαν]] σπουδαῖον, Ἡρόδ. 3. 42, ἴδε σημ. εἰς 9, 111· μέγα ἐστὶ εἴς ἢ [[πρός]] τι Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 6, Ἀπομν. 2. 3, 4· μέγα διαφέρει εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 780Β· καὶ τὸ μέγιστον, καὶ [[ὅπερ]] τὸ σπουδαιότατον, Θουκ. 4. 70, πρβλ. 1. 142· οἱ μέγιστοι καιροί, αἱ μέγισται, δηλ. αἱ σπουδαιόταται περιστάσεις, δυσκολίαι, ἀμηχανίαι, Λατ. summa ἢ maxima tempora, Wolf εἰς Δημ. 470. 12· μ. χρημάτων, ἀντὶ μεγάλου ποσοῦ χρημ., Πολύβ. 4, 50, 3, κτλ. 5) μετὰ κακῆς σημασίας συνημμένης, μέγα εἰπεῖν, «ἀντὶ τοῦ καυχήσασθαι» (Εὐστ.), εἰπεῖν μεγάλους λόγους καὶ οὕτω προκαλέσαι τὴν ὀργὴν τῶν θεῶν, Ὀδ. Χ. 288· [[λίην]] μέγα εἰπεῖν Γ. 227., II. 243· οὕτω παρ’ Ἀττ., [[ἔπος]] μ., μ. λόγοι Σοφ. Αἴ. 423, Ἀντ. 1350· μ. [[γλῶσσα]] [[αὐτόθι]] 127· μηδὲν μέγ’ εἴπῃς ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 384· μὴ μέγα λέγε Πλάτ. Φαίδων 95Β· μὴ μεγάλα [[λίαν]] λέγε Ἀριστοφ. Βάτρ. 835, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.· ([[ἀλλά]], μέγα λέγειν, λέγειν τι θαυμαστόν, Hemst. εἰς Λουκ. 1. σ. 39)· οὕτω καί, μέγα, μεγάλα φρονεῖν Σοφ. Ο. Τ. 1078, Εὐρ. Ἱππ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 988· μεγάλα, μείζονα πνεῖν Εὐρ. Ἀνδρ. 188, Αἰσχύλ. Ἀγ. 376· μέγα τι παθεῖν Ξεν. Ἀν. 5 . 8, 17· μὴ μέγα λέγων μεῖζον πάθῃς Εὐρ. | |lstext='''μέγᾰς''': [[μεγάλη]] [ᾰ], μέγᾰ, γεν. μεγάλου, ης, ου, δοτ. μεγάλῳ, ῃ, ῳ, αἰτ. μέγᾰν, μεγάλην, μέγᾰ· δυϊκ. μεγάλω, α, ω, πληθ. μεγάλοι, αι, α, κτλ., ὡς ὁμαλὸν ἐπίθετ. εἰς ος· - ἀλλ’ ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] [[μεγάλος]] [[οὐδέποτε]] ἐν χρήσει καθ’ ἑνικ. ὀνομαστ. καὶ αἰτ. ἀρσεν. καὶ οὐδετ., καὶ μόνον [[ἅπαξ]] κατὰ κλητ. ἀρσ., ὦ μεγάλε Ζεῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 822. (Ἐκ τῆς √ΜΕΓ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ μείζων (ὅ ἐστι μεγίων, πρβλ. ὀλίγος, ὀλίζων= ὀλιγίων) μέγιστος, μέγεθος· Λατ. mag-nus, maj- or, max-imus, mag-is, mag-ister, κτλ.· Γοτθ. mik-ils ([[μέγας]]), mik-iljan (μεγαλύνειν), συγκρ. mais ([[μᾶλλον]], πλεῖον), ὑπερθετ. maist (τὸ πλεῖστον)· Ἀρχ. Σκανδιν. mik-ill (Σκωτ. mickle, πρβλ. τὰ Ἀγγλ. much, might)· - τὸ Σανσκρ. mah-at, mah-â ([[μέγας]]) πρέπει νὰ [[εἶναι]] συγγενές, ἂν καὶ τὸ Σανσκρ. h (ὅ ἐστι gh) [[κυρίως]] δὲν ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Ἑλλ. γ καὶ Γοτθ. k· ἀλλ’ ἡ αὐτὴ [[δυσκολία]] ἀπαντᾷ καὶ ἐν τῷ Ἑλλην. [[μῆχος]] ἐν παραβολῇ πρὸς τὸ Σανσκρ. mâh καὶ Γοτθ. mag· δὲν δυνάμεθα δὲ καὶ τὰ [[μακρός]], [[μῆκος]] νὰ ἀναφέρωμεν εἰς ῥίζαν ἔχουσαν γ ἀντὶ κ). Ι. Ριζικὴ [[σημασία]], ἀντίθετ. τῷ μικρὸς ἢ [[σμικρός]], [[μέγας]], κοινῶς «[[μεγάλος]]» ἐπὶ σωματικοῦ μεγέθους, Ὅμ., κτλ.· συχνότ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ ἀναστήματος, [[εἶδος]]... μ. ἦν ὁράασθαι Ὀδ. Σ. 4, ἴδε ἐν λέξ. μεγαλωστί· [[συχνάκις]] δὲ συνάπτονται: ἠΰς τε [[μέγας]] τε, [[καλός]] τε [[μέγας]] τε· σπανιώτερον ἐπὶ γυναικῶν, καλή τε [[μεγάλη]] τε, [[οἷον]] ἐν Ο. 418· - [[ὡσαύτως]], «[[μεγάλος]]», ἐπὶ ἡλικίας ὡς ἐμφαινομένης ἐκ τοῦ ἀναστήματος (πρβλ. Λατ. major, maximus), νῦν δ’ ὅτε δή μ. [[εἰμὶ]] Β. 314· [[μήτε]] μέγαν μήτ’ οὖν νεαρῶν τιν’ ὑπερτελέσαι... Αἰσχύλ. Ἀγ. 358· - περὶ τοῦ μεγάθεϊ [[μέγας]], κλ., ἴδε ἐν λέξει [[μέγεθος]]. Ἐπειδὴ τὸ σωματικὸν [[μέγεθος]] δύναται νὰ [[εἶναι]] διαφόρων εἰδῶν, ἡ [[λέξις]] [[μέγας]] ἔχει ἑτέρας τινὰς μερικωτέρας σημασίας, [[οἷον]], 1) ἐκτεταμένος, [[ὑψηλός]], [[οὐρανός]], [[ὄρος]], [[πύργος]], κτλ., Ὅμ. 2) [[ἀχανής]], [[εὐρύς]], [[πέλαγος]], [[λαῖτμα]] θαλάσσης, κτλ., Ὅμ. 3) [[μακρός]], [[ἠιών]], [[αἰγιαλός]], κτλ., Ὅμ. ΙΙ. ἐπὶ βαθμοῦ, [[ἰσχυρός]], [[δυνατός]], [[μέγας]], καὶ 1) [[μέγας]], [[παντοδύναμος]], Ὅμ.· τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. τῶν θεῶν, ὁ μ. [[Ζεὺς]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1053. κτλ.· θεοὶ μεγάλοι ἢ οἱ μ. θεοί, ἐπὶ τῶν Καβείρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2296., 2270. 18· μεγάλα θεά, ἐπὶ τῆς Δήμητρος καὶ Περσεφόνης, Σοφ. Ο. Κ. 683· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνδρῶν, ὡς τὸ [[μεγιστᾶνες]], Ὀδ. Σ. 382, Ἡρόδ., κτλ.· [[μέγας]] ηὐξήθη, ἐγένετο [[μέγας]], κατέστη [[ἰσχυρός]], Δημ. 19. 19· ἤρθη μ. ὁ αὐτ. 20. 9· βασιλεὺς ὁ [[μέγας]], δηλαδ. ὁ τῆς Περσίας, ὁ [[μέγας]] [[μονάρχης]], Ἡρόδ. 1. 188, κτλ. (Ὁ [[Ζεὺς]] καλεῖται θεῶν β. ὁ μ. Πινδ. Ο. 7. 61)· βασιλεὺς [[μέγας]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 24· παρὰ μεταγενεστέροις ὡς [[προσωνυμία]] ἐξαιρέτων τινῶν βασιλέων, Ἀρδιαῖος ὁ μ. Πλάτ. Πολ. 615C· ὁ μ. Ἀλέξανδρος Ἀθήν. 3D· ὁ μ. ἐπικληθεὶς Ἀντίοχος Πολύβ. 4. 2, 7, κτλ· (ἐνῷ Σκιπίων ὁ [[μέγας]] [[εἶναι]] Scipio Major, δηλ. ὁ πρεσβύτερος, Πολύβ. 18. 18, 9 [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh.)· [[μέγας]] φίλος Εὐρ. Μήδ. 549· πλούτῳ τε κἀνδρείᾳ [[μέγας]] ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 669· ― [[ὡσαύτως]], [[μέγας]] [[ὅρκος]], ὁ ἰσχυρὸς ἢ φοβερὸς [[ὅρκος]], Ὅμ. 2) [[μέγας]], [[ἰσχυρός]], [[ὁρμητικός]], ἐπὶ τῶν στοιχείων, κτλ., [[ἄνεμος]], [[λαῖλαψ]], ζέφυρος Ὅμ.· καὶ ἐπὶ ἰδιοτήτων, παθῶν καὶ καταστάσεων ἀνθρώπων, [[κράτος]], [[θυμός]], ἀρετή, [[κλέος]], [[ἄχος]], κτλ., Ὅμ.· [[συχνάκις]] παρὰ Τραγ. 3) ἐπὶ ἤχων, [[μέγας]], [[ἰσχυρός]], ἠχηρός, [[βροντώδης]], [[ἰαχή]], [[ἀλαλητός]], [[ὀρυμαγδός]], [[πάταγος]], Ὅμ.· [[θόρυβος]], [[κωκυτός]], [[φωνή]], κτλ., Πίνδ. καὶ Ἀττ.. μὴ φώνει μέγα Σοφ. Φιλ. 574· - [[ἀλλά]], [[μέγας]] [[λόγος]], [[μῦθος]], ἐπικρατοῦσα [[φήμη]], κοινὸς [[λόγος]], Αἰσχύλ. Πρ. 732, Σοφ. Αἴ. 226. 4) [[μέγας]], [[ἰσχυρός]], [[σπουδαῖος]], μέγα [[ἔργον]] Ὀδ. Γ. 261· τόδε μεῖζον Π. 291· μέγα ποιοῦμαί τι, θεωρῶ τι ὡς [[λίαν]] σπουδαῖον, Ἡρόδ. 3. 42, ἴδε σημ. εἰς 9, 111· μέγα ἐστὶ εἴς ἢ [[πρός]] τι Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 6, Ἀπομν. 2. 3, 4· μέγα διαφέρει εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 780Β· καὶ τὸ μέγιστον, καὶ [[ὅπερ]] τὸ σπουδαιότατον, Θουκ. 4. 70, πρβλ. 1. 142· οἱ μέγιστοι καιροί, αἱ μέγισται, δηλ. αἱ σπουδαιόταται περιστάσεις, δυσκολίαι, ἀμηχανίαι, Λατ. summa ἢ maxima tempora, Wolf εἰς Δημ. 470. 12· μ. χρημάτων, ἀντὶ μεγάλου ποσοῦ χρημ., Πολύβ. 4, 50, 3, κτλ. 5) μετὰ κακῆς σημασίας συνημμένης, μέγα εἰπεῖν, «ἀντὶ τοῦ καυχήσασθαι» (Εὐστ.), εἰπεῖν μεγάλους λόγους καὶ οὕτω προκαλέσαι τὴν ὀργὴν τῶν θεῶν, Ὀδ. Χ. 288· [[λίην]] μέγα εἰπεῖν Γ. 227., II. 243· οὕτω παρ’ Ἀττ., [[ἔπος]] μ., μ. λόγοι Σοφ. Αἴ. 423, Ἀντ. 1350· μ. [[γλῶσσα]] [[αὐτόθι]] 127· μηδὲν μέγ’ εἴπῃς ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 384· μὴ μέγα λέγε Πλάτ. Φαίδων 95Β· μὴ μεγάλα [[λίαν]] λέγε Ἀριστοφ. Βάτρ. 835, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.· ([[ἀλλά]], μέγα λέγειν, λέγειν τι θαυμαστόν, Hemst. εἰς Λουκ. 1. σ. 39)· οὕτω καί, μέγα, μεγάλα φρονεῖν Σοφ. Ο. Τ. 1078, Εὐρ. Ἱππ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 988· μεγάλα, μείζονα πνεῖν Εὐρ. Ἀνδρ. 188, Αἰσχύλ. Ἀγ. 376· μέγα τι παθεῖν Ξεν. Ἀν. 5 . 8, 17· μὴ μέγα λέγων μεῖζον πάθῃς Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1244. Β. Ἐπίρρ. [[μεγάλως]] [ᾰ], εἰς μέγαν βαθμόν, ἰσχυρῶς, καθ’ ὑπερβολήν, Λατ. magnopere, Ὀδ. Π. 432· πρὸς ἐπίτασιν, μέγα [[μεγάλως]] Ἰλ. Ρ. 723· (ἀλλ’ ὁ Ὅμ. προτιμᾷ τὸ ἐπίρρ. μεγαλωστί, ὃ ἴδε)· πλαγαῖσι ποντίαισιν δμαθέντες [[μεγάλως]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 906· μ. ὄλωλεν [[αὐτόθι]] 1015. ΙΙ. συνηθέστερον παρ’ Ὁμήρ. τὸ ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ οὐδετέρου μέγα καὶ μεγάλα ὡς Ἐπίρρ., [[μεγάλως]], [[σφόδρα]], ἰσχυρῶς, μέγα χαῖρε, «γειά σου»! Ὀδ. Ω. 402· ἰδίως μετὰ ῥημάτων ἐκφραζόντων ἰσχυρὰ αἰσθήματα, μ. κεν κεχαροίατο Ἰλ. Α. 256· μ. κήδεται Β. 27, κτλ.· μετὰ ῥημάτων σημαινόντων ἰσχύν, δύναμιν, πάντων... κρατέει μ. Α. 78· ὃς μ. πάντων... ἤνασσε Κ. 32· πατρὸς μ. δυναμένοιο Ὀδ. Α. 276, κτλ., Λοβεκ. Φρύν. 197· ἢ τῶν δηλούντων ἦχον, μέγα ἀϋτεῖν, βοᾶν, ἰάχειν, εὔχεσθαι, κτλ.· ἰσχυρῶς, ἠχηρῶς, μεγαλοφώνως, Ὅμ. μ. δ’ [[ἔβραχε]] [[χάλκεος]] [[ἄξων]] 5. 838, κτλ.· τούτοις τοῖς τελευταίοις συνάπτει καὶ τὸν πληθ. μεγάλα· οὕτω καὶ τὸ μέγα ὡς Ἐπίρρ. παρ’ Ἀττ. μετὰ ῥημάτων παντὸς εἴδους, Αἰσχύλ. Ἀγ. 711, 938, Χο. 137, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., μεγάλα... δυστυχεῖς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 791· ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 5. 2) ἐπὶ διαστήματος ἢ τόπου, [[μακράν]], μέγα προθορὼν Ἰλ. Κ. 363· μέγα [[ἄνευθε]], «πολὺ μακρυά»! Χ. 88· οὕτω, οὐ μέγα τι τῆς ἀληθείας παρεξιέναι Πλάτ. Φίληβ. 66Β. 3) μετ’ ἐπιθ., οὐ μόνον ἐπιτείνει τὸ θετικόν, ὡς μέγα [[ἔξοχος]], μέγα [[νήπιος]] Ἰλ. Β. 480., Π. 46· μέγα νήπιε Κροῖσε Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 85· μ. [[πλούσιος]] [[αὐτόθι]] 32· ὦ μέγ’ εὔδαιμον Αἰσχύλ. Πρ. 647· ― [[ἀλλά]], ὡς τὸ πολύ, δίδει μείζονα τόνον εἰς τὸ συγκριτικ. καὶ ὑπερθετ., μέγ’ [[ἀμείνων]], ἄριστος, [[φέρτατος]] Ὅμ.· ― μετὰ τοῦ [[μάλα]], [[μάλα]] μέγα Ἰλ. Ο. 321· μετὰ τοῦ [[λίαν]], [[λίην]] μέγα Ὀδ. Π. 243. Γ. [[βαθμὸς]] συγκρίσεως: 1) συγκριτ. μείζων (ὅ ἐστι μεγίων), -ον, γεν. -ονος, Ὅμ., καὶ Ἀττ.· ἀλλὰ παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις [[μέζων]], ον, Ἡρόδ.· Δωρ. [[μέσδων]]· Βοιωτ. μέσσων· παρὰ μεταγεν. καὶ μειζότερος, Γ´ Ἐπιστ. Ἰω. ἐδάφ. 4· μειζονώτερος μνημονεύεται ὑπὸ τῶν Γραμμ. ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 351)· ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 136· ― μεγαλείτερος, Ὅμ., κτλ.· ἀλλὰ [[συχνάκις]] καὶ παρὰ πολὺ [[μέγας]], παρὰ [[πολύς]], μεγαλείτερος ἢ πλειότερος τοῦ δέοντος, Heind. εἰς Πλάτ. Σοφ. 231Α· [[οὔτε]] μεῖζον [[οὔτε]] ἔλαττον, ἰσχυρὸς [[τύπος]] ἀρνήσεως, [[οὐδόλως]], [[οὐδαμῶς]] οὐδὲν ἀπολύτως, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 42 (ἴδε Schäf.)· οὐδαμὰ προὔφηνεν [[οὔτε]] μείζον’ οὔτ’ ἐλάττονα Σοφ. Τρ. 323· ― Ἐπίρρ. [[μειζόνως]], Εὐρ. Ἑκ. 1121, κτλ.· Ἰων. μεζόνως Ἡρόδ. 3. 128, κτλ.· [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ., μεῖζον σθένειν Σοφ. Φιλ. 456, Εὐρ. Ἱκέτ. 216, κτλ.· ὁμοίως ἐπὶ μ. ἔρχεται Σοφ. Φιλ. 259. 2) ὑπερθετ. μέγιστος, η, ον, Ὅμ.: [[ὡσαύτως]] μεγαλώτατος, ἀλλὰ παρὰ [[σφόδρα]] μεταγενεστ., ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 93. ― οὐδ. ὡς ἐπίρρ., μέγιστον ἰσχύειν Σοφ. Αἴ. 502 κτλ.· ἐν χρήσει μετ’ ἄλλου ὑπερθετ. μέγιστον [[ἔχθιστος]] Εὐρ. Μήδ. 1323, πρβλ. [[μάλα]] ΙΙΙ. 3· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., χαῖρ’ ὡς μέγιστα Σοφ. Φιλ. 462· θάλλει μ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 700· μέγιστ’ ἐτιμάθης ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1203· καὶ εἰς μέγιστον [[αὐτόθι]] 523. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |