Anonymous

θύω: Difference between revisions

From LSJ
8 bytes removed ,  14 January 2022
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θύω''': ῡ (Α), Ὅμ., κλ.: παρατατ. ἔθυον, Ἐπικ. θῦον Ὀδ. Ο. 222, Ἰων. θύεσκον Ἱππῶν. 28: μέλλ. θύσω ῡ Εὐρ., Πλάτ., κ. ἀλλ., Δωρ. θυσῶ Θεόκρ. 2. 33: ἀόρ. ἔθῡσα Ὀδ., Ἀττ., Ἐπικ. θῦσα Ὀδ. Ξ. 446: πρκμ. τέθῠκα Ἀριστοφ. Λυσ. 1062, Πλάτ., πρβλ. Δράκοντα 46. 26., 87. 25. ― Μέσ., μέλλ. θύσομαι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 310 (ἀλλ’ ὡς Παθ., Ἡρόδ. 7. 197): ἀόρ. ἐθυσάμην Ἡρόδ., Ἀττ. ― Παθ., μέλλ. τῠθήσομαι Διόδ. 16. 91: ἀόρ. ἐτύθην ῠ Ἡρόδ. 1. 216, Αἰσχύλ. Χο. 242: πρκμ. τέθῠμαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 341, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1034, Ξεν., ἀλλὰ μετὰ σημασ. μέσ., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 5. 1, 18· καὶ [[οὕτως]] ὑπερσ. ἐτέθῠτο [[αὐτόθι]] 3. 1, 23. ― (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε θύω Β). ῡ ἀείποτε ἐν μέλλ. καὶ ἀορ., ῠ ἐν τῷ ἐνεργ. καὶ παθητ. πρκμ. καὶ παθητ. ἀορ.· ῡ μακρὸν [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατατικῷ, πλὴν τῶν τρισυλλάβων πτώσεων τῆς μετοχ., θῠοντα Ὀδ. Ο. 260· θῠοντες Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 491· θῠοντι Θεόκρ. 4. 21. ― Ἀκολούθως ἔχομεν ὀλίγας ἄλλας ἐξαιρέσεις: θῠεσκε Ἱππῶναξ 28· ἔθῠε, θῠων Πίνδ. Ο. 10 (11). 69., 19. 98· θῠειν, ἐν τέλει στίχου, Εὐρ. Ἠλ. 1141, Κύκλ. 334, Ἀριστοφ. Ἀχ. 792 (ἐν τῷ στόματι ξένου)· θῠεις, θῠω Στράβων παρ’ Ἀθην. 382Ε. Ι. [[προσφέρω]] [[μέρος]] τροφῆς ὡς ἀπαρχὴν εἰς τοὺς θεούς, (τὸ θύειν δωρεῖσθαί ἐστι τοῖς θεοῖς Πλάτ. Εὐθύφρ. 14C)· θεοῖσι δὲ [[θῦσαι]] ἀνώγει Πάτροκλον..., ὁ δ’ ἐν πυρὶ βάλλε θυηλὰς Ἰλ. Ι. 219 ([[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχ. σημειώνει ὅτι ὁ Ὅμ. μετεχειρίζετο τὴν λέξιν μόνον ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ [[προσφέρω]] ἢ [[καίω]], [[οὐδέποτε]] δὲ ὡς = τῷ σφάξαι, πρὸς θυσίαν)· ἦ ῥα καὶ ἄργματα θῦσε θεοῖς, ἐπὶ σπουδῆς, Ὀδ. Ξ. 446, πρβλ. Ο. 260· [[οὕτως]], [[ἔνθα]] δὲ πῦρ κήοντες ἐθύσαμεν (ἐνν. τῶν τυρῶν), ἐτελέσαμεν προσφορὰν τυροῦ, Ι. 213, πρβλ. [[μάλιστα]] Ἀθήν. 179Β κἑξ.: - οὕτω, θ. ἀκρόθινα Πίνδ. Ο. 10 (11). 70· πέλανον, δεῖπνα Αἰσχύλ: Πέρσ. 204, Εὐμ. 109· κριθάς, πυρούς, μελιτούττας Ἀριστοφ. Ὄρν. 565 κἑξ.· παρ’ Ἡροδ. μετὰ δοτ. πράγμ., θ. τούτω ὅ τι ἔχοι [[ἕκαστος]] 1. 50· οὕτω, θ. ἵπποισι (διάφ. γραφ. ἀντὶ ἵππους) 1. 216. 2) [[προσφέρω]] θυσίαν, δηλ. σφάζων θῦμά τι, τῷ Ἡλίῳ θ. ἵππους (διάφ. γραφ. ἵπποισι) Ἡρόδ. 1. 216· ταῦρον Πίνδ. Ο. 13. 96· [[αὐτοῦ]] παῖδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1417, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 532, κτλ.· ἱρὰ Ἡρόδ. 1. 59· ἱερεῖα Θουκ. 1. 126, κτλ.· θ. θύματα, θυσίας, [[διαβατήρια]], ἐπινίκια, [[ζωάγρια]], ἴδε ἐν λ.: - καὶ [[ἁπλῶς]], [[σφάζω]], [[ἀποκτείνω]], Ἡρόδ. 1. 126, Ἀριστοφ. Λυσ. 1061. - Παθ., τὰ τεθυμένα, ἡ σὰρξ τοῦ θύματος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 14. κτλ.· τὰ τεθ. ἱερὰ [[αὐτόθι]] 3. 5, 5· τὰ θυόμενα ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 15, 3. 3) ἀπόλ., [[θυσιάζω]], [[προσφέρω]] θυσίας, Ἡρόδ. 1. 31, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 594, Ἀποσπ. 156, Σοφ. Ο. Κ. 1159· τοῖσι θεοῖσι θ. Φερεκρ. ἐν «Αὐτομάτῳ» 1, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 60., 8. 138 θεῶν [[ἕνεκα]] Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3. 4) [[ἑορτάζω]] διὰ προσφορῶν ἢ θυσιῶν, μετ’ αἰτ., [[σῶστρα]] θ. Ἡρόδ. 1. 118· [[γενέθλια]] Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121C· [[Λύκαια]], Ἡράκλεια Ξεν. Ἀν. 1. 2, 10, Δημ. 368. 11· [[ἐλευθέρια]] Ἡνίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· γάμους Πλούτ. Πομπ. 55. 5) μετὰ διπλ. αἰτ., εὐαγγέλια θ. ἑκατὸν [[βοῦς]], [[θυσιάζω]] 100 [[βοῦς]] ἐπὶ τῇ καλῇ ἀγγελίᾳ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 656. 6) Ἑστίᾳ θύειν, παροιμ. ἐπὶ φιλαργύρων, [[διότι]] οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ συμμετάσχῃ τῶν θυμάτων τῶν εἰς τὴν Ἑστίαν προσφερομένων, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Καπ. 4. ΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ θυσιασθῇ ἢ διατάττω νὰ θυσιασθῇ θῦμά τι ἵνα [[λάβω]] μαντείαν, [[ἑπομένως]], = [[λαμβάνω]] μαντείαν, [[μαντεύομαι]], Ἡρόδ. 7. 167, 189, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 137, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 340· ἐπὶ Πέρσῃ, ἐπὶ Κρότωνα, δηλ. περὶ ἐκστρατείας [[ἐναντίον]]..., Ἡρόδ. 5. 44., 9. 10, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21: - σπαν. μετ’ ἀπαρ., θύομαι ἰέναι, συμβουλεύομαι τὰ ἱερὰ ἂν πρέπει νὰ ἀπέλθω ἢ [[οὐχί]], Ξεν. Ἀν. 2. 2, 3· οὕτω, θύεσθαι ἐπ’ ἐξόδῳ [[αὐτόθι]] 6. 4, 9· [[ὑπὲρ]] τῆς μονῆς [[αὐτόθι]] 5. 6, 27· ἐθυόμην εἰ βέλτιον ἦν, προσέφερον θυσίας [[ὅπως]] μάθω ἂν..., [[αὐτόθι]] 5. 9, 31 ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἔθυε τῷ Διΐ.., πότερα ἄμεινον εἴη..., [[αὐτόθι]] 7. 6, 44)· [[διαβατήρια]] θύεσθαι, ὡς ἐν τῷ ἐνεργ., Θουκ. 5. 54: - μεταφ., κατασπαράττω, ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 137.
|lstext='''θύω''': ῡ (Α), Ὅμ., κλ.: παρατατ. ἔθυον, Ἐπικ. θῦον Ὀδ. Ο. 222, Ἰων. θύεσκον Ἱππῶν. 28: μέλλ. θύσω ῡ Εὐρ., Πλάτ., κ. ἀλλ., Δωρ. θυσῶ Θεόκρ. 2. 33: ἀόρ. ἔθῡσα Ὀδ., Ἀττ., Ἐπικ. θῦσα Ὀδ. Ξ. 446: πρκμ. τέθῠκα Ἀριστοφ. Λυσ. 1062, Πλάτ., πρβλ. Δράκοντα 46. 26., 87. 25. ― Μέσ., μέλλ. θύσομαι Εὐρ. Ἡρακλ. 310 (ἀλλ’ ὡς Παθ., Ἡρόδ. 7. 197): ἀόρ. ἐθυσάμην Ἡρόδ., Ἀττ. ― Παθ., μέλλ. τῠθήσομαι Διόδ. 16. 91: ἀόρ. ἐτύθην ῠ Ἡρόδ. 1. 216, Αἰσχύλ. Χο. 242: πρκμ. τέθῠμαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 341, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1034, Ξεν., ἀλλὰ μετὰ σημασ. μέσ., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 5. 1, 18· καὶ [[οὕτως]] ὑπερσ. ἐτέθῠτο [[αὐτόθι]] 3. 1, 23. ― (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε θύω Β). ῡ ἀείποτε ἐν μέλλ. καὶ ἀορ., ῠ ἐν τῷ ἐνεργ. καὶ παθητ. πρκμ. καὶ παθητ. ἀορ.· ῡ μακρὸν [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατατικῷ, πλὴν τῶν τρισυλλάβων πτώσεων τῆς μετοχ., θῠοντα Ὀδ. Ο. 260· θῠοντες Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 491· θῠοντι Θεόκρ. 4. 21. ― Ἀκολούθως ἔχομεν ὀλίγας ἄλλας ἐξαιρέσεις: θῠεσκε Ἱππῶναξ 28· ἔθῠε, θῠων Πίνδ. Ο. 10 (11). 69., 19. 98· θῠειν, ἐν τέλει στίχου, Εὐρ. Ἠλ. 1141, Κύκλ. 334, Ἀριστοφ. Ἀχ. 792 (ἐν τῷ στόματι ξένου)· θῠεις, θῠω Στράβων παρ’ Ἀθην. 382Ε. Ι. [[προσφέρω]] [[μέρος]] τροφῆς ὡς ἀπαρχὴν εἰς τοὺς θεούς, (τὸ θύειν δωρεῖσθαί ἐστι τοῖς θεοῖς Πλάτ. Εὐθύφρ. 14C)· θεοῖσι δὲ [[θῦσαι]] ἀνώγει Πάτροκλον..., ὁ δ’ ἐν πυρὶ βάλλε θυηλὰς Ἰλ. Ι. 219 ([[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχ. σημειώνει ὅτι ὁ Ὅμ. μετεχειρίζετο τὴν λέξιν μόνον ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ [[προσφέρω]] ἢ [[καίω]], [[οὐδέποτε]] δὲ ὡς = τῷ σφάξαι, πρὸς θυσίαν)· ἦ ῥα καὶ ἄργματα θῦσε θεοῖς, ἐπὶ σπουδῆς, Ὀδ. Ξ. 446, πρβλ. Ο. 260· [[οὕτως]], [[ἔνθα]] δὲ πῦρ κήοντες ἐθύσαμεν (ἐνν. τῶν τυρῶν), ἐτελέσαμεν προσφορὰν τυροῦ, Ι. 213, πρβλ. [[μάλιστα]] Ἀθήν. 179Β κἑξ.: - οὕτω, θ. ἀκρόθινα Πίνδ. Ο. 10 (11). 70· πέλανον, δεῖπνα Αἰσχύλ: Πέρσ. 204, Εὐμ. 109· κριθάς, πυρούς, μελιτούττας Ἀριστοφ. Ὄρν. 565 κἑξ.· παρ’ Ἡροδ. μετὰ δοτ. πράγμ., θ. τούτω ὅ τι ἔχοι [[ἕκαστος]] 1. 50· οὕτω, θ. ἵπποισι (διάφ. γραφ. ἀντὶ ἵππους) 1. 216. 2) [[προσφέρω]] θυσίαν, δηλ. σφάζων θῦμά τι, τῷ Ἡλίῳ θ. ἵππους (διάφ. γραφ. ἵπποισι) Ἡρόδ. 1. 216· ταῦρον Πίνδ. Ο. 13. 96· [[αὐτοῦ]] παῖδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1417, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 532, κτλ.· ἱρὰ Ἡρόδ. 1. 59· ἱερεῖα Θουκ. 1. 126, κτλ.· θ. θύματα, θυσίας, [[διαβατήρια]], ἐπινίκια, [[ζωάγρια]], ἴδε ἐν λ.: - καὶ [[ἁπλῶς]], [[σφάζω]], [[ἀποκτείνω]], Ἡρόδ. 1. 126, Ἀριστοφ. Λυσ. 1061. - Παθ., τὰ τεθυμένα, ἡ σὰρξ τοῦ θύματος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 14. κτλ.· τὰ τεθ. ἱερὰ [[αὐτόθι]] 3. 5, 5· τὰ θυόμενα ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 15, 3. 3) ἀπόλ., [[θυσιάζω]], [[προσφέρω]] θυσίας, Ἡρόδ. 1. 31, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 594, Ἀποσπ. 156, Σοφ. Ο. Κ. 1159· τοῖσι θεοῖσι θ. Φερεκρ. ἐν «Αὐτομάτῳ» 1, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 60., 8. 138 θεῶν [[ἕνεκα]] Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3. 4) [[ἑορτάζω]] διὰ προσφορῶν ἢ θυσιῶν, μετ’ αἰτ., [[σῶστρα]] θ. Ἡρόδ. 1. 118· [[γενέθλια]] Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121C· [[Λύκαια]], Ἡράκλεια Ξεν. Ἀν. 1. 2, 10, Δημ. 368. 11· [[ἐλευθέρια]] Ἡνίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· γάμους Πλούτ. Πομπ. 55. 5) μετὰ διπλ. αἰτ., εὐαγγέλια θ. ἑκατὸν [[βοῦς]], [[θυσιάζω]] 100 [[βοῦς]] ἐπὶ τῇ καλῇ ἀγγελίᾳ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 656. 6) Ἑστίᾳ θύειν, παροιμ. ἐπὶ φιλαργύρων, [[διότι]] οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ συμμετάσχῃ τῶν θυμάτων τῶν εἰς τὴν Ἑστίαν προσφερομένων, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Καπ. 4. ΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ θυσιασθῇ ἢ διατάττω νὰ θυσιασθῇ θῦμά τι ἵνα [[λάβω]] μαντείαν, [[ἑπομένως]], = [[λαμβάνω]] μαντείαν, [[μαντεύομαι]], Ἡρόδ. 7. 167, 189, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 137, Εὐρ. Ἡρακλ. 340· ἐπὶ Πέρσῃ, ἐπὶ Κρότωνα, δηλ. περὶ ἐκστρατείας [[ἐναντίον]]..., Ἡρόδ. 5. 44., 9. 10, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21: - σπαν. μετ’ ἀπαρ., θύομαι ἰέναι, συμβουλεύομαι τὰ ἱερὰ ἂν πρέπει νὰ ἀπέλθω ἢ [[οὐχί]], Ξεν. Ἀν. 2. 2, 3· οὕτω, θύεσθαι ἐπ’ ἐξόδῳ [[αὐτόθι]] 6. 4, 9· [[ὑπὲρ]] τῆς μονῆς [[αὐτόθι]] 5. 6, 27· ἐθυόμην εἰ βέλτιον ἦν, προσέφερον θυσίας [[ὅπως]] μάθω ἂν..., [[αὐτόθι]] 5. 9, 31 ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἔθυε τῷ Διΐ.., πότερα ἄμεινον εἴη..., [[αὐτόθι]] 7. 6, 44)· [[διαβατήρια]] θύεσθαι, ὡς ἐν τῷ ἐνεργ., Θουκ. 5. 54: - μεταφ., κατασπαράττω, ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 137.
}}
}}
{{bailly
{{bailly