3,277,020
edits
m (Text replacement - " ," to ",") |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλόξ''': ἡ, γενικ. [[φλογός]]· ([[φλέγω]])· ― ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «φλόγα», Ὀδ. Ω. 71, καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ Ἰλ.· δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο Θ. 135· τῆς δὲ [νηὸς] κατ’ ἄσβεστος κέχυτο φλὸξ Π. 123· κατὰ πῦρ ἐκάη καὶ [[φλόξ]] ἐμαράνθη Θ. 212· πληρέστερον, φλὸξ Ἡφαίστοιο Ἰλ. Ρ. 88, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πυρὸς Πινδ. Π. 4. 400, Εὐρ. Βάκχ. 8, | |lstext='''φλόξ''': ἡ, γενικ. [[φλογός]]· ([[φλέγω]])· ― ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «φλόγα», Ὀδ. Ω. 71, καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ Ἰλ.· δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο Θ. 135· τῆς δὲ [νηὸς] κατ’ ἄσβεστος κέχυτο φλὸξ Π. 123· κατὰ πῦρ ἐκάη καὶ [[φλόξ]] ἐμαράνθη Θ. 212· πληρέστερον, φλὸξ Ἡφαίστοιο Ἰλ. Ρ. 88, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πυρὸς Πινδ. Π. 4. 400, Εὐρ. Βάκχ. 8, Ἡρακλ. 914, Πλάτ., κλπ.· φλογὸς [[σπέρμα]], ἀνημμένος [[ἄνθραξ]], Πινδ. Ο. 7. 87. φλόγα δαίειν Ἰλ. Σ. 206· ἀναιθύσσειν, θύειν Εὐρ. ἐν Τρῳ. 344· ἐν Ι. Τ. 1331· ἐγείρειν, παρακαλεῖν Ξεν. Συμπ. 2. 24, Κύρ. Παιδ. 7. 5, 23· ἐμβάλλειν τινὶ Εὐρ. Ἄλκ. 4, Ρῆσ. 120· σβέσαι Θουκ. 2. 77· ― φλὸξ ὦρτο, κατακέχυτο Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἀπέσσυτο Ἡσ. Θεογ. 859· ἀπορρεῖ Πλάτ. Τίμ. 67C· ἀποσβέννυται [[αὐτόθι]] 58C· ― ὁ πληθ. φλόγες = μετέωρα, [[εἶναι]] μεταγενέστ., Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 1, π. Κόσμ. 2. 11, Ὀρφ. Λιθ. 176, Νικ. Ἀποσπ. 2. 48 (παρ’ Ἀθην. 684Α), πρβλ. L. Dind. εἰς Ξεν. Συμπ. 2. 24. 2) ἐπὶ φλογὸς ἄλλου εἴδους, φλ. [[κεραυνία]], οὐρανία, [[κεραυνός]], ἀστραπή, Αἰσχύλ. Πρ. 359, 922, 992, 1017, Εὐρ. Μήδ. 144· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς θερμότητος τοῦ ἡλίου, Αἰσχύλ. Πρ. 22, Πέρσ. 505, Σοφ. Τραχ. 696· ― ἡ [[λάμψις]] στιλβούσης περικεφαλαίας, Ἰλ. Σ. 206· ― ἐπὶ πολυτίμων λίθων, ψυχρὰ φλ. Πινδ. Ἀποσπ. 88. 5· ἐπὶ ξίφους, Ἑβδ. (Κριτ. Γ΄, 22). 3) μεταφορ., ὁ Ὅμ. περιγράφει ὁρμητικὸν πολεμιστὴν διὰ τῆς φράσεως, φλογὶ [[εἴκελος]], ἶσος Ἰλ. Ν. 39, 330, 668, κλπ.· ― φλ. οἴνου, ἡ φλογερὰ [[δύναμις]] τοῦ οἴνου, Εὐρ. Ἄλκ. 758· φλ. πήματος Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 166· ― ἴδε ἐν λ. [[φαεσφόρος]]. ΙΙ. [[φυτόν]] τι (καλούμενον παρὰ Πλινίῳ Viola alba 21. 38), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |