Anonymous

πῆχυς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῆχυς''': -εως, ὁ, γεν. πληθ. πήχεων, παρὰ μεταγεν. συγγραφ. συνῃρ. πηχῶν, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 246· ― τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τῆς χειρὸς ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος [[μέχρι]] τοῦ καρποῦ, Λατ. ulna, Ἱππ. 751C, 752Α κἑξ., Πολυδ. Β΄, 140· ἀντίθετ. τῷ [[βραχίων]], Πλάτ. Τίμ. 75Α, Ξεν. Ἱππ. 12, 5· ― παρὰ τοῖς ποιηταῖς [[καθόλου]], [[βραχίων]], ἀμφὶ δὲ ὃν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκὼ Ἰλ. Ε. 314, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 38, Ψ. 240· λευκὸν ἀντείνασα πῆχυν Βακχυλίδ. Ἀποσπ. 17 [24] Blass., πρβλ. Εὐριπ. Ὀρ. 1466· λαιὸν ἔπαιρε π. ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 728· μεταφορ., [[οἰνάς]]... θαλερῷ ἐπορέξατο πήχει αἰθέρος Ἴων Χῖος 1. 5 Bgk. ΙΙ. τὸ κεντρικὸν [[μέρος]] [[ἤτοι]] ἡ λαβὴ ἀρχαίου τόξου [[ἔνθα]] ἡνοῦντο τὰ δύο κέρατα, τὸν ῥ’ [τὸν ὀϊστὸν] ἐπὶ πήχει ἑλών... εἷλκεν νευρὴν Ὀδ. Φ. 419· ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν Ἰλ. Λ. 375, Ν. 583. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ κέρατα ἢ τὰ [[ἑκατέρωθεν]] μέρη τῆς λύρας κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ζυγὸν τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] ἐφ’ οὗ ἐστηρίζοντο αἱ χορδαί, Ἡρόδ. 4. 192 ([[ἔνθα]] λέγεται ὅτι ἦσαν [[ταῦτα]] πεποιημένα ἐκ τῶν κεράτων τοῦ ἐλαφοειδοῦς ζῴου ὄρυος)· πήχεις ἐναρμόσας καὶ ζυγώσας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7· 4· ἀλλὰ [[πῆχυς]] φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ὡσαύτως]] τὸ [[ζυγόν]], [[ἤτοι]] τὸ ἐγκάρσιον [[τεμάχιον]] πρὸς ὃ προσηλοῦντο τὰ κέρατα καὶ προσηρμόζοντο αἱ χορδαὶ διὰ κολλόπων, ἴδε Ἀρτέμ. παρ’ Ἀθην. 637C, καὶ [[αὐτόθι]] τὸν Schweigh. IV. ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ (ζυγαριᾶς), ἡ «[[φάλαγξ]]», Θεολ. Ἀριθμ. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 32. V. ὡς [[μέτρον]] ἐκτάσεως ἡ [[ἀπόστασις]] ἡ ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ ἀγκῶνος [[μέχρι]] τοῦ ἄκρου τοῦ μικροῦ δακτύλου, Λατ. cubitus ἢ ulna, [[πῆχυς]] περιέχων 24 δακτύλους, ἢ 6 παλάμας (παλαστάς), ἢ [[περίπου]], 0,46 τοῦ μέτρου, Πολυδ. Β΄, 158· τοῦτο καλεῖται: π. [[μέτριος]] παρ’ Ἡροδ. 1. 178 ἰδιωτικὸς ἢ κοινὸς παρὰ τοῦ Σχολ. εἰς Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 16· τούτου ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., διακρίνει τὸν π. βασιλήιον ὡς μακρότερον κατὰ [[τρεῖς]] δακτύλους, [[ὥστε]] ὁ βασιλικὸς ἢ Περσικὸς [[πῆχυς]] περιεῖχεν 27 δακτύλους ἢ [[περίπου]] 0,52 τοῦ μέτρου, πρβλ. 7. 117· ὁ δὲ Σάμιος καὶ ὁ [[Αἰγύπτιος]] ἦσαν σχεδὸν ἴσοι τῷ βασιλικῷ ἢ Περσικῷ, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 149, 168, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Böckh. Metrol. σ. 212· ― [[ὕστερον]] ὁ [[πῆχυς]] ἐμηκύνθη [[μέχρι]] [[περίπου]] 0,61 τοῦ μέτρου, ἀλλὰ κατὰ τὴν καταμέτρησιν ξύλου ἢ λίθου ἐτηρεῖτο τὸ παλαιὸν [[μέτρον]], [[ὥστε]]: ὁ [[πῆχυς]] τοῦ πριστικοῦ ξύλου καὶ [[πῆχυς]] λιθικὸς ἦσαν ἀείποτε 0, 45, Ἥρων· πρβλ. Böckh. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) κανὼν [[πηχυαῖος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 799· π. ἀκαμπὴς Ἀνθ. Π. 6. 204, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 223, 224. VI. [[γωνία]], Παύλ. Σιλ. Ἔκφρασις Ἁγ. Σοφ. 150. VII. πήχεις, οἱ νᾶνοι παριστανόμενοι ἐν εἰκόσιν ὡς παίζοντες περὶ τὸν Νεῖλον, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 6, Φιλόστρ. 769. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. bâh-us, Ζενδ. bâz-us (ὁ [[βραχίων]])· Ἀρχ. Σκανδ. bóg-r (armus)).
|lstext='''πῆχυς''': -εως, ὁ, γεν. πληθ. πήχεων, παρὰ μεταγεν. συγγραφ. συνῃρ. πηχῶν, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 246· ― τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τῆς χειρὸς ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος [[μέχρι]] τοῦ καρποῦ, Λατ. ulna, Ἱππ. 751C, 752Α κἑξ., Πολυδ. Β΄, 140· ἀντίθετ. τῷ [[βραχίων]], Πλάτ. Τίμ. 75Α, Ξεν. Ἱππ. 12, 5· ― παρὰ τοῖς ποιηταῖς [[καθόλου]], [[βραχίων]], ἀμφὶ δὲ ὃν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκὼ Ἰλ. Ε. 314, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 38, Ψ. 240· λευκὸν ἀντείνασα πῆχυν Βακχυλίδ. Ἀποσπ. 17 [24] Blass., πρβλ. Εὐριπ. Ὀρ. 1466· λαιὸν ἔπαιρε π. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 728· μεταφορ., [[οἰνάς]]... θαλερῷ ἐπορέξατο πήχει αἰθέρος Ἴων Χῖος 1. 5 Bgk. ΙΙ. τὸ κεντρικὸν [[μέρος]] [[ἤτοι]] ἡ λαβὴ ἀρχαίου τόξου [[ἔνθα]] ἡνοῦντο τὰ δύο κέρατα, τὸν ῥ’ [τὸν ὀϊστὸν] ἐπὶ πήχει ἑλών... εἷλκεν νευρὴν Ὀδ. Φ. 419· ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν Ἰλ. Λ. 375, Ν. 583. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ κέρατα ἢ τὰ [[ἑκατέρωθεν]] μέρη τῆς λύρας κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ζυγὸν τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] ἐφ’ οὗ ἐστηρίζοντο αἱ χορδαί, Ἡρόδ. 4. 192 ([[ἔνθα]] λέγεται ὅτι ἦσαν [[ταῦτα]] πεποιημένα ἐκ τῶν κεράτων τοῦ ἐλαφοειδοῦς ζῴου ὄρυος)· πήχεις ἐναρμόσας καὶ ζυγώσας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7· 4· ἀλλὰ [[πῆχυς]] φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ὡσαύτως]] τὸ [[ζυγόν]], [[ἤτοι]] τὸ ἐγκάρσιον [[τεμάχιον]] πρὸς ὃ προσηλοῦντο τὰ κέρατα καὶ προσηρμόζοντο αἱ χορδαὶ διὰ κολλόπων, ἴδε Ἀρτέμ. παρ’ Ἀθην. 637C, καὶ [[αὐτόθι]] τὸν Schweigh. IV. ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ (ζυγαριᾶς), ἡ «[[φάλαγξ]]», Θεολ. Ἀριθμ. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 32. V. ὡς [[μέτρον]] ἐκτάσεως ἡ [[ἀπόστασις]] ἡ ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ ἀγκῶνος [[μέχρι]] τοῦ ἄκρου τοῦ μικροῦ δακτύλου, Λατ. cubitus ἢ ulna, [[πῆχυς]] περιέχων 24 δακτύλους, ἢ 6 παλάμας (παλαστάς), ἢ [[περίπου]], 0,46 τοῦ μέτρου, Πολυδ. Β΄, 158· τοῦτο καλεῖται: π. [[μέτριος]] παρ’ Ἡροδ. 1. 178 ἰδιωτικὸς ἢ κοινὸς παρὰ τοῦ Σχολ. εἰς Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 16· τούτου ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., διακρίνει τὸν π. βασιλήιον ὡς μακρότερον κατὰ [[τρεῖς]] δακτύλους, [[ὥστε]] ὁ βασιλικὸς ἢ Περσικὸς [[πῆχυς]] περιεῖχεν 27 δακτύλους ἢ [[περίπου]] 0,52 τοῦ μέτρου, πρβλ. 7. 117· ὁ δὲ Σάμιος καὶ ὁ [[Αἰγύπτιος]] ἦσαν σχεδὸν ἴσοι τῷ βασιλικῷ ἢ Περσικῷ, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 149, 168, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Böckh. Metrol. σ. 212· ― [[ὕστερον]] ὁ [[πῆχυς]] ἐμηκύνθη [[μέχρι]] [[περίπου]] 0,61 τοῦ μέτρου, ἀλλὰ κατὰ τὴν καταμέτρησιν ξύλου ἢ λίθου ἐτηρεῖτο τὸ παλαιὸν [[μέτρον]], [[ὥστε]]: ὁ [[πῆχυς]] τοῦ πριστικοῦ ξύλου καὶ [[πῆχυς]] λιθικὸς ἦσαν ἀείποτε 0, 45, Ἥρων· πρβλ. Böckh. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) κανὼν [[πηχυαῖος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 799· π. ἀκαμπὴς Ἀνθ. Π. 6. 204, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 223, 224. VI. [[γωνία]], Παύλ. Σιλ. Ἔκφρασις Ἁγ. Σοφ. 150. VII. πήχεις, οἱ νᾶνοι παριστανόμενοι ἐν εἰκόσιν ὡς παίζοντες περὶ τὸν Νεῖλον, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 6, Φιλόστρ. 769. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. bâh-us, Ζενδ. bâz-us (ὁ [[βραχίων]])· Ἀρχ. Σκανδ. bóg-r (armus)).
}}
}}
{{bailly
{{bailly