Anonymous

μέρος: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  14 January 2022
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μέρος''': -εος, συνῃρ. ους, τό, (μείρομαι)· - [[μέρος]], [[μερίδιον]], πρώτον ἐν Ἡροδ. 1. 145, Πινδ., κλ. 2) τὸ μερίδιόν τινος, ἡ [[κληρονομία]], τὸ ἀναλογοῦν εἰς ἕκαστον, [[κλῆρος]], τὸ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένον, ὡς τὸ [[μοῖρα]], μεθέξειν τάφου μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 507, πρβλ. Χο. 291, Σοφ. Ἀντ. 147· τὸ γὰρ ἐν βιότῳ σπάνιον [[μέρος]], [[διότι]] τοῦτο ἐν τῷ βίῳ [[εἶναι]] [[σπανία]] [[τύχη]], [[ἔνθα]] ἐξυπακ. τὸ τοιαύτης κῦρσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 474· ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι, [[ἕνεκα]] κοινωνικῆς θέσεως ἢ καταγωγῆς, Θουκ. 2. 37. ΙΙ. ἡ «[[σειρά]]» τινος, ἡ «ἀράδα», Λατ. vices, ἐπεί τε αὐτῆς [[μέρος]] ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, ὅτε ἦλθεν ἡ [[σειρά]] της νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Μάγον, Ἡρόδ. 3. 69· μ. ἑκατέρῳ νέμειν ὁ αὐτ. 2. 173· [[ὅταν]] ἥκῃ μ. ἔργων, ἡ [[σειρά]], ὁ καιρὸς τῶν ἔργων..., Αἰσχύλ. Χο. 827, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 540Β· ἀγγέλου μ., ἡ [[σειρά]] του ὡς ἀγγελιαφόρου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 291· λαβεῖν τὸ μ. τινὸς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 10, 1. 2) μετὰ προθέσεως, ἀνὰ [[μέρος]], κατὰ σειράν, [[ἀλληλοδιαδόχως]], ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, Εὐρ. Φοίν. 478, 483, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 3· οὕτω, κατὰ [[μέρος]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 53, Θουκ. 4. 26, κτλ.· ἢ κατὰ μ. ἢ κατὰ γένος, ὅ ἐστι, λαμβάνειν [[ἀξίωμα]] κατὰ σειρὰν ἢ κατὰ τὸ δίκαιον διαδοχῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 2· κατὰ μ., [[ὡσαύτως]], χωριστά, Πλάτ. Θεαίτ. 157Β· κατὰ μέρη [[αὐτόθι]] 182Α· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παρὰ [[μέρος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 7· - ἐν μέρει, κατὰ σειράν, Ἡρόδ. 1. 26, κ. ἀλλ.· [[κλῦθι]] νῦν ἐν μ., ἀντάκουσον ἐν μ. Αἰσχύλ. Χο. 332, Εὐμ. 198· (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ ἀνὰ [[μέρος]], κατὰ σειράν, ἐκ διαδοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 332, 1192, Θουκ. 8. 93)· ἐν τῷ μέρει, ἐν τῇ σειρᾷ τινος, Ἡρόδ. 5. 70, Εὐριπ. Ὀρ. 452, Ἀριστοφ. Βάτρ. 32, 497· ἐν τῷ μ. καὶ παρὰ τὸ μ., εἰς τὴν σειρὰν καὶ παρὰ τὴν σειράν, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 36· οὕτω καί, τὸ [[μέρος]], ἀπολ., ἄρχομεν τὸ μ. Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. 2. 173. ΙΙΙ. τὸ [[μέρος]] [[ὅπερ]] λαμβάνει τις ἔν τινι, ἢ τὸ [[μέρος]] [[ὅπερ]] ὁρίζεται εἴς τινα, ἐστί τι μ. τινὶ Πινδ. Ο. 8. 102· μέτεστί τινος μ. τινὸς Εὐρ. Ι. Τ. 1299· μετέχειν μ. τινὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 507, κτλ.· ἔχειν, λαβεῖν, λαχεῖν μ. τινὸς Σοφ. Ἀντ. 147, κτλ.· ὑμέτερον μ. [ἐστί], μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Λάχ. 180Α. 2) [[συχνάκις]], τοὐμὸν [[μέρος]], τὸ σὸν μ., τὸ [[μέρος]] μου, τὸ [[μέρος]] σου, δηλ. [[ἁπλῶς]], ἐγὼ ἢ ἐμέ, σὺ ἢ σέ, ὅσον τό σὸν μ. Σοφ. Ἀντ. 1062, πρβλ. Ο. Τ. 1509· καὶ ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., τοὐμὸν μ., ὡς πρὸς ἐμέ, Λατ. quod ad me attinet, οὐ καμεῖ τοὐμὸν μ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1215, πρβλ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 678· τὸ σὸν [[μέρος]], ὡς πρὸς σέ, Σοφ. Ο. Κ. 1366· τοὐκείνου μ. Εὐρ. Ἑκ. 989, κτλ.· σπανίως, κατὰ τὸ σόν μ. Πλάτ. Ἐπιστ. 328Ε. ΙV. [[μέρος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὅλον, ἡμέρας μ., κτεάνων μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 557, 1573· μέρει τινὶ τῶν Βαρβάρων Θουκ. 1. 1· τὰ δύο μέρη, τὰ δύο τρίτα, ὁ αὐτ. 1. 104, κ. ἀλλ.· ὅσα ἄλλα μέρη ἐντὸς τοῦ Ἴστρου, μέρη τῆς χώρας, χῶραι, ὁ αὐτ. 2. 96, πρβλ. 4. 98· ξυγκαταδουλοῦν... τὸ τῆς θαλάσσης μ., δηλ. τὸ ἀποβλέπων τὴν θάλασ- ἢ καθ’ ὅσον ἀφορᾷ τὴν θάλασσαν, ὁ αὐτ. 8. 46· τὰ τοῦ σώματος μέρη Πλάτ. Νόμ. 795Ε· [[τάγμα]] στρατοῦ, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 23, κτλ.· τὰ [[πέντε]] μ., [[πέντε]] ἕκτα, τὰ ὀκτὼ μ., ὀκτὼ ἔνατα, κτλ. 2) ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., τό [[μέρος]], ἐν μέρει, [[μέρος]] τι Θουκ. 4. 30, κτλ.· [[μέρος]] μέν τι.., [[μέρος]] δέ τι.., Ξεν. Ἱππ. 1, 12· τὸ πλεῖστον μ., κατὰ τὸ πλεῖστον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, Διοδ. Ἀποσπ. 498. 67· - οὕτω μετὰ προθέσ., κατὰ τι [[μέρος]] Πλάτ. Νόμ. 757D, πρβλ. Τίμ. 86D· -ἐπὶ μέρους Λουκ. Δὶς κατηγ. 2· τὰς ἐπὶ μέρους γράφειν πράξεις, γράφειν ἰδιαιτέρας ἱστορίας, Πολύβ. 7. 7, 6· οὕτω, αἱ ἐπὶ μ. συντάξεις ὁ αὐτ. 3. 32, 10· - ἐκ τοῦ πλείστου μέρους Ἡρῳδιαν. 8. 2· - πρὸς [[μέρος]] [[ἀναλόγως]], Θουκ. 6. 22, πρβλ. Δημ. 954. 15. 3) ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, ποιεῖσθαι, καταθέσθαι, λαβεῖν, κτλ., ὡς τὸ ἐν μοίρᾳ, ἐν ἀριθμῷ, ἐν λόγῳ ποιεῖσθαι, Λατ. in numero habere, Stallb. εἰς Πλάτ. Πολ. 424D· ἐν οὐδενὸς [[εἶναι]] μέρει τὸν τοιοῦτον, ὁ [[τοιοῦτος]] θεωρεῖται [[ἀνάξιος]] λόγου, μηδενὸς [[ἄξιος]], Δημ. 23. 14· μήτ’ ἐν ἀνθρώπου μέρει μήτ’ ἐν θεοῦ ζῆν Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ» 1. 2 (οὕτω, οὐδὲν ἂν [[μέρος]] οὖσαι φανεῖεν τῶν διὰ Θηβαίους καὶ Λακεδαιμονίους ἡμῖν γεγενημένων, θὰ ἐφαίνοντο μηδὲν ἐν συγκρίσει πρὸς τὰς συμφορὰς ἃς ὑπέστημεν ἐκ τῶν Θηβ. κ. Λακ., Ἰσοκρ. 90Ε, πρβλ. 243Ε)· ἐν προσθήκης μέρει, ὡς πρόσθετον, ὡς [[παράρτημα]], Δημ. 22. 4· ἐν ὑπηρέτου μέρει γίγνεσθαι ὁ αὐτ. 37. 4· ἐν χάριτος μέρει ὁ αὐτ. 568. 1· ταῦτ’ ἐν εὐεργεσίαις ἀριθμήσει μέρει [[αὐτόθι]] 5, κτλ.· πρβλ. μερὶς ΙΙ.
|lstext='''μέρος''': -εος, συνῃρ. ους, τό, (μείρομαι)· - [[μέρος]], [[μερίδιον]], πρώτον ἐν Ἡροδ. 1. 145, Πινδ., κλ. 2) τὸ μερίδιόν τινος, ἡ [[κληρονομία]], τὸ ἀναλογοῦν εἰς ἕκαστον, [[κλῆρος]], τὸ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένον, ὡς τὸ [[μοῖρα]], μεθέξειν τάφου μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 507, πρβλ. Χο. 291, Σοφ. Ἀντ. 147· τὸ γὰρ ἐν βιότῳ σπάνιον [[μέρος]], [[διότι]] τοῦτο ἐν τῷ βίῳ [[εἶναι]] [[σπανία]] [[τύχη]], [[ἔνθα]] ἐξυπακ. τὸ τοιαύτης κῦρσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 474· ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι, [[ἕνεκα]] κοινωνικῆς θέσεως ἢ καταγωγῆς, Θουκ. 2. 37. ΙΙ. ἡ «[[σειρά]]» τινος, ἡ «ἀράδα», Λατ. vices, ἐπεί τε αὐτῆς [[μέρος]] ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, ὅτε ἦλθεν ἡ [[σειρά]] της νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Μάγον, Ἡρόδ. 3. 69· μ. ἑκατέρῳ νέμειν ὁ αὐτ. 2. 173· [[ὅταν]] ἥκῃ μ. ἔργων, ἡ [[σειρά]], ὁ καιρὸς τῶν ἔργων..., Αἰσχύλ. Χο. 827, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 540Β· ἀγγέλου μ., ἡ [[σειρά]] του ὡς ἀγγελιαφόρου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 291· λαβεῖν τὸ μ. τινὸς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 10, 1. 2) μετὰ προθέσεως, ἀνὰ [[μέρος]], κατὰ σειράν, [[ἀλληλοδιαδόχως]], ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, Εὐρ. Φοίν. 478, 483, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 3· οὕτω, κατὰ [[μέρος]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 53, Θουκ. 4. 26, κτλ.· ἢ κατὰ μ. ἢ κατὰ γένος, ὅ ἐστι, λαμβάνειν [[ἀξίωμα]] κατὰ σειρὰν ἢ κατὰ τὸ δίκαιον διαδοχῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 2· κατὰ μ., [[ὡσαύτως]], χωριστά, Πλάτ. Θεαίτ. 157Β· κατὰ μέρη [[αὐτόθι]] 182Α· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παρὰ [[μέρος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 7· - ἐν μέρει, κατὰ σειράν, Ἡρόδ. 1. 26, κ. ἀλλ.· [[κλῦθι]] νῦν ἐν μ., ἀντάκουσον ἐν μ. Αἰσχύλ. Χο. 332, Εὐμ. 198· (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ ἀνὰ [[μέρος]], κατὰ σειράν, ἐκ διαδοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 332, 1192, Θουκ. 8. 93)· ἐν τῷ μέρει, ἐν τῇ σειρᾷ τινος, Ἡρόδ. 5. 70, Εὐριπ. Ὀρ. 452, Ἀριστοφ. Βάτρ. 32, 497· ἐν τῷ μ. καὶ παρὰ τὸ μ., εἰς τὴν σειρὰν καὶ παρὰ τὴν σειράν, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 36· οὕτω καί, τὸ [[μέρος]], ἀπολ., ἄρχομεν τὸ μ. Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. 2. 173. ΙΙΙ. τὸ [[μέρος]] [[ὅπερ]] λαμβάνει τις ἔν τινι, ἢ τὸ [[μέρος]] [[ὅπερ]] ὁρίζεται εἴς τινα, ἐστί τι μ. τινὶ Πινδ. Ο. 8. 102· μέτεστί τινος μ. τινὸς Εὐρ. Ι. Τ. 1299· μετέχειν μ. τινὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 507, κτλ.· ἔχειν, λαβεῖν, λαχεῖν μ. τινὸς Σοφ. Ἀντ. 147, κτλ.· ὑμέτερον μ. [ἐστί], μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Λάχ. 180Α. 2) [[συχνάκις]], τοὐμὸν [[μέρος]], τὸ σὸν μ., τὸ [[μέρος]] μου, τὸ [[μέρος]] σου, δηλ. [[ἁπλῶς]], ἐγὼ ἢ ἐμέ, σὺ ἢ σέ, ὅσον τό σὸν μ. Σοφ. Ἀντ. 1062, πρβλ. Ο. Τ. 1509· καὶ ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., τοὐμὸν μ., ὡς πρὸς ἐμέ, Λατ. quod ad me attinet, οὐ καμεῖ τοὐμὸν μ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1215, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 678· τὸ σὸν [[μέρος]], ὡς πρὸς σέ, Σοφ. Ο. Κ. 1366· τοὐκείνου μ. Εὐρ. Ἑκ. 989, κτλ.· σπανίως, κατὰ τὸ σόν μ. Πλάτ. Ἐπιστ. 328Ε. ΙV. [[μέρος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὅλον, ἡμέρας μ., κτεάνων μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 557, 1573· μέρει τινὶ τῶν Βαρβάρων Θουκ. 1. 1· τὰ δύο μέρη, τὰ δύο τρίτα, ὁ αὐτ. 1. 104, κ. ἀλλ.· ὅσα ἄλλα μέρη ἐντὸς τοῦ Ἴστρου, μέρη τῆς χώρας, χῶραι, ὁ αὐτ. 2. 96, πρβλ. 4. 98· ξυγκαταδουλοῦν... τὸ τῆς θαλάσσης μ., δηλ. τὸ ἀποβλέπων τὴν θάλασ- ἢ καθ’ ὅσον ἀφορᾷ τὴν θάλασσαν, ὁ αὐτ. 8. 46· τὰ τοῦ σώματος μέρη Πλάτ. Νόμ. 795Ε· [[τάγμα]] στρατοῦ, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 23, κτλ.· τὰ [[πέντε]] μ., [[πέντε]] ἕκτα, τὰ ὀκτὼ μ., ὀκτὼ ἔνατα, κτλ. 2) ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., τό [[μέρος]], ἐν μέρει, [[μέρος]] τι Θουκ. 4. 30, κτλ.· [[μέρος]] μέν τι.., [[μέρος]] δέ τι.., Ξεν. Ἱππ. 1, 12· τὸ πλεῖστον μ., κατὰ τὸ πλεῖστον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, Διοδ. Ἀποσπ. 498. 67· - οὕτω μετὰ προθέσ., κατὰ τι [[μέρος]] Πλάτ. Νόμ. 757D, πρβλ. Τίμ. 86D· -ἐπὶ μέρους Λουκ. Δὶς κατηγ. 2· τὰς ἐπὶ μέρους γράφειν πράξεις, γράφειν ἰδιαιτέρας ἱστορίας, Πολύβ. 7. 7, 6· οὕτω, αἱ ἐπὶ μ. συντάξεις ὁ αὐτ. 3. 32, 10· - ἐκ τοῦ πλείστου μέρους Ἡρῳδιαν. 8. 2· - πρὸς [[μέρος]] [[ἀναλόγως]], Θουκ. 6. 22, πρβλ. Δημ. 954. 15. 3) ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, ποιεῖσθαι, καταθέσθαι, λαβεῖν, κτλ., ὡς τὸ ἐν μοίρᾳ, ἐν ἀριθμῷ, ἐν λόγῳ ποιεῖσθαι, Λατ. in numero habere, Stallb. εἰς Πλάτ. Πολ. 424D· ἐν οὐδενὸς [[εἶναι]] μέρει τὸν τοιοῦτον, ὁ [[τοιοῦτος]] θεωρεῖται [[ἀνάξιος]] λόγου, μηδενὸς [[ἄξιος]], Δημ. 23. 14· μήτ’ ἐν ἀνθρώπου μέρει μήτ’ ἐν θεοῦ ζῆν Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ» 1. 2 (οὕτω, οὐδὲν ἂν [[μέρος]] οὖσαι φανεῖεν τῶν διὰ Θηβαίους καὶ Λακεδαιμονίους ἡμῖν γεγενημένων, θὰ ἐφαίνοντο μηδὲν ἐν συγκρίσει πρὸς τὰς συμφορὰς ἃς ὑπέστημεν ἐκ τῶν Θηβ. κ. Λακ., Ἰσοκρ. 90Ε, πρβλ. 243Ε)· ἐν προσθήκης μέρει, ὡς πρόσθετον, ὡς [[παράρτημα]], Δημ. 22. 4· ἐν ὑπηρέτου μέρει γίγνεσθαι ὁ αὐτ. 37. 4· ἐν χάριτος μέρει ὁ αὐτ. 568. 1· ταῦτ’ ἐν εὐεργεσίαις ἀριθμήσει μέρει [[αὐτόθι]] 5, κτλ.· πρβλ. μερὶς ΙΙ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly