3,258,334
edits
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφάλλω''': μέλλ. σφᾰλῶ, Θουκ. 7.67, Πλάτ.· ἀόρ. α΄ ἔσφηλα, Ἐπικ. σφῆλα Ὀδ. Ρ. 464, Δωρ. ἔσφᾱλα Πινδ. Ο. 2. 145· πρκμ. ἔσφαλκα Πολύβ. - Παθητ., μέλλ. σφᾰλήσομαι Σοφ. Τρ. 719, 1113, Θουκ., κλπ.· [[συχνάκις]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σφᾰλοῦμαι Σοφ. Ἀποσπ. 513, Ξεν. Συμπ. 2, 26· ἀόριστ. ἐσφάλην [ᾰ] Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ἐσφάλθην μόνον παρὰ Γαληνῷ· πρκμ. ἔσφαλμαι Εὐρ. Ἀνδρ. 897, Πλάτ.· ὑπερσ. ἔσφαλτο Θουκ. 7. 47. - Ὁ ἐνεργητ. ἀόρ. β΄ καὶ μέσ. ἔσφᾰλον, -όμην, ἐν χρήσει παρὰ [[λίαν]] μεταγενεστέροις εἰσήχθησαν ὑπὸ τῶν Ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον τοῦ Θουκ. 1. 140., 5. 110., 6. 23, κτλ. (Ἐκ τῆς √ ΣΦΑΛ γίνονται καὶ αἱ λ. σφάλμα, σφαλερός, ἀσφαλής, καὶ αἱ λ. σφηλὸς (ἔσφηλα), ἐρίσφηλος, πρβλ. Σανσκρ. sphal, sphul, sphal-âmi, sphul-âmi (vacilo, concutio)· Λατιν. fall-o, fall-ax, κτλ.· Ἀρχ. Γερμ. fall-an (fall-en, fehlen· to fall, fail)· τὸ δὲ s ἐξέπεσεν ὡς ἐν τοῖς φηλός, φηλητής, [[φηλόω]], Λατ. funda = σφενδόνη, fundus = σφόγγος). Κάμνω τινὰ νὰ πέσῃ, [[καταρρίπτω]], [[ἀνατρέπω]], [[κυρίως]] [[παρεμβάλλω]] τὸν [[πόδα]] μου (pedes fallere, Ι. v. 21.36), [[ἀνατρέπω]] κατὰ τὴν πάλην, οὔτ’ Ὀδυσσεὺς δύνατο [[σφῆλαι]] οὔδει τε πελάσσαι Ἰλ. Ψ. 719· οὐδ’ ἄρα μιν σφῆλεν [[βέλος]] Ὀδ. Ρ. 464· σφ. Ἕκτορα Πινδ. Ο. 2. 145· ἀλλάλως σφάλλοντι παλαίσματι Θεόκρ. 24, 110· σφ. ἵππους Εὐρ. Ἱππ. 1232· σφ. γόνυ τινὸς ὁ αὐτ. ἐν | |lstext='''σφάλλω''': μέλλ. σφᾰλῶ, Θουκ. 7.67, Πλάτ.· ἀόρ. α΄ ἔσφηλα, Ἐπικ. σφῆλα Ὀδ. Ρ. 464, Δωρ. ἔσφᾱλα Πινδ. Ο. 2. 145· πρκμ. ἔσφαλκα Πολύβ. - Παθητ., μέλλ. σφᾰλήσομαι Σοφ. Τρ. 719, 1113, Θουκ., κλπ.· [[συχνάκις]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σφᾰλοῦμαι Σοφ. Ἀποσπ. 513, Ξεν. Συμπ. 2, 26· ἀόριστ. ἐσφάλην [ᾰ] Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ἐσφάλθην μόνον παρὰ Γαληνῷ· πρκμ. ἔσφαλμαι Εὐρ. Ἀνδρ. 897, Πλάτ.· ὑπερσ. ἔσφαλτο Θουκ. 7. 47. - Ὁ ἐνεργητ. ἀόρ. β΄ καὶ μέσ. ἔσφᾰλον, -όμην, ἐν χρήσει παρὰ [[λίαν]] μεταγενεστέροις εἰσήχθησαν ὑπὸ τῶν Ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον τοῦ Θουκ. 1. 140., 5. 110., 6. 23, κτλ. (Ἐκ τῆς √ ΣΦΑΛ γίνονται καὶ αἱ λ. σφάλμα, σφαλερός, ἀσφαλής, καὶ αἱ λ. σφηλὸς (ἔσφηλα), ἐρίσφηλος, πρβλ. Σανσκρ. sphal, sphul, sphal-âmi, sphul-âmi (vacilo, concutio)· Λατιν. fall-o, fall-ax, κτλ.· Ἀρχ. Γερμ. fall-an (fall-en, fehlen· to fall, fail)· τὸ δὲ s ἐξέπεσεν ὡς ἐν τοῖς φηλός, φηλητής, [[φηλόω]], Λατ. funda = σφενδόνη, fundus = σφόγγος). Κάμνω τινὰ νὰ πέσῃ, [[καταρρίπτω]], [[ἀνατρέπω]], [[κυρίως]] [[παρεμβάλλω]] τὸν [[πόδα]] μου (pedes fallere, Ι. v. 21.36), [[ἀνατρέπω]] κατὰ τὴν πάλην, οὔτ’ Ὀδυσσεὺς δύνατο [[σφῆλαι]] οὔδει τε πελάσσαι Ἰλ. Ψ. 719· οὐδ’ ἄρα μιν σφῆλεν [[βέλος]] Ὀδ. Ρ. 464· σφ. Ἕκτορα Πινδ. Ο. 2. 145· ἀλλάλως σφάλλοντι παλαίσματι Θεόκρ. 24, 110· σφ. ἵππους Εὐρ. Ἱππ. 1232· σφ. γόνυ τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 129· σφ. τινὰ γνὺξ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1310· ἐπὶ τὴν γῆν Διόδ. 14. 23· αἱ πόσεις σφ. σώματα Ξεν. Κύρ. 8. 8, 10, πρβλ. 1. 3, 10· τὸ [[πνεῦμα]] ἔσφαλλε (τὰς [[ναῦς]]) προσπῖπτον καὶ παρεδίδου πλαγίας τοῖς Ἕλλησι Πλουτ. Θεμιστ. 1, Πολύαιν. 3. 11, 13· - [[ἵππος]] σφ. τὸν ἀναβάτην, ἀνατρέπει, καταρρίπτει, Ξεν. Ἱππ. 3, 9. - Παθ., ἀνατρέπομαι, Φρυνίχου παλαίσμασιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 689· ἐπὶ μεθύσου, σφαλλόμενος προσέρχεται, παραπαίων, κλονούμενος, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1324· σφ. ὑπὸ οἴνου Ξεν. Λακ. 5, 7· σφ. [[ἵππος]] Πλουτ. Φιλοπ. 18· σφ. [[ἱππεύς]], ῥίπτεται, Ξεν. Ἱππ. 7, 7. ΙΙ. [[καθόλου]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ πέσῃ, [[ἀνατρέπω]], νικῶ, βία σφάλλει καὶ μεγάλαυχον Πινδ. Π. 8. 19· ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σφ. τινὰ Ἡρόδ. 7. 16, 1· μικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτοὺς Σοφ. Ἠλ. 416· [[σφάλλω]]... ὅσοι φρονοῦσι μέγα Εὐρ. Ἱππ. 6· ὀργὴ πλεῖστα σφ. βροτοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 31· ἡ [[καταφρόνησις]], ἡ [[ἀπειρία]] σφ. τινὰ Θουκ. 1. 122., 2. 87· ἀπολ., ἀτρεκεῖς ἐπιτηδεύσεις σφ. [[μᾶλλον]] ἢ τέρπουσι Εὐρ. Ἱππ. 261· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἁμαρτίαι σφ. σωτηρίαν Σοφ. Ἀποσπ. 204· δειναὶ τύχαι σφ. δόμους Εὐρ. Μήδ. 198· σφ. τὰς πόλεις Θουκ. 3. 37, κλπ.· σφ. δίκαν Εὐρ. Ἀνδρ. 780· - σφάλλων, [[ὄνομα]] βόλου τινὸς τῶν κύβων, Εὔβουλος ἐν «Κυβευταῖς» 2. 5. - Παθ., ἀνατρέπομαι, καταρρίπτομαι, [[πίπτω]], [[ἐκλείπω]], φθείρομαι, καταστρέφομαι, ἐπὶ τῶν ἐκπιπτόντων ἐξ ὑψηλῆς θέσεως ἢ πλούτου, σφαλεὶς γὰρ οὐδεὶς εὖ βεβουλεῦσθαι δοκεῖ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 258, Σοφ. Τρ. 297, 719, Εὐριπ., κλπ.· ἢν σφαλῇ ἡ Ἑλλὰς Ἡρόδ. 7. 168· ἢν ἄρα τι σφαλλώμεθα, ἀντίθετον τῷ κατορθοῦν ἢ κατορθοῦσθαι, Θουκ. 1. 140, Ἀριστοφ. Βάτρ. 736, Πλ. 351· σφαλλομένους ἐπανορθῶν Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· ταῖς τύχαις σφάλλεσθαι Θουκ. 2. 87, πρβλ. 43· ὑπὸ νόσων, ἔρωτος, μέθης ἐσφαλμένος Πλάτ. Πολ. 396D· ὑπὸ χρόνων σφ., [[ὑποφέρω]] [[ἕνεκα]] τοῦ μακροῦ χρόνου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 769C· - μετὰ δοτ. τρόπου, σφάλλεσθαι ἀξιόχρεῳ δυνάμει Θουκ. 6. 10· τοῖς ἀγῶσι ὁ αὐτ. 7. 61· τοῖς ὅλοις Πολύβ. 1. 43, 8· - μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἐν τῇ μάχῃ Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 2, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 50, 1· ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ. Γοργ. 461D [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 451Α· [[περί]] τινος Πλούτ. 2. 164C˙ καὶ μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., ἓν μέγα σφάλλεσθαι Πλάτ. Νόμ. 648 Ε˙ - [[οὕτως]], ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ’ ἐσφάλη, τοῦτο ἐγένετο διὰ τῶν δικαστῶν καὶ οὐχὶ δι’ ἐμοῦ, Σοφ. Αἴ. 1136˙ οὔ τι μὴ σφαλῶ γ’ ἐν σοί, δὲν θὰ κάμω [[σφάλμα]] εἰς [[τίποτε]] ἀποβλέπον σέ, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 621. ΙΙΙ. καταστρατηγῶ, ματαιῶ, [[ἀνατρέπω]], [[βλάπτω]], ἐπὶ χρησμοῦ, Ἡρόδ. 7. 142˙ θεὰ σφ. τινά Σοφ. Αἴ. 452, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 34, Ἀνδρ. 223˙ ἐκ τοῦ φανεροῦ τὴν πόλιν σφ. Αἰσχίν. 72. 20. - Παθ., σφάλλομαι, πλανῶμαι, ἀπατῶμαι, κατά τι Ἡρόδ. 7. 52, Σοφ. Ἠλ. 1481, Εὐρ. Ι. Α. 1541, Πλάτ. κλπ.˙ μῶν ἐσφάλμεθ’; [[μήπως]] εἶμαι ἠπατημένος; Εὐρ. Ἀνδρ. 896˙ ἡ ψυχὴ πολλὰ σφάλλεται Ἰσοκρ. 9Β˙ γνώμῃ σφαλέντες Θουκ. 4. 18˙ σφ. διανοίᾳ Πλάτ. Σοφιστ. 229C˙ οὕτω, σφ. τὴν γνώμην, τὸν λογισμὸν Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 590C, Πλουτ. Σύλλ. 15. 2) τὸ παθητ. [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. μετὰ γενικ. πράγματος, ἀπατῶμαι ἢ [[ἀποτυγχάνω]] εἴς τι [[πρᾶγμα]], ἦ καὶ [[πατήρ]] τι σφάλλεται βουλευμάτων; Αἰσχύλ. Εὐμ. 717˙ γάμου, δόξης, τύχης Εὐρ. Ὀρ. 1078, Μήδ. 1010, Φοίν. 758˙ τῆς δόξης Θουκ. 4. 85˙ τοῦ αὐχήματος ὁ αὐτ. 7. 66, πρβλ. 5. 110˙ οὐκ ἔσφαλται τῆς ἀληθείας Πλάτ. Κρατύλ. 436C˙ [[ὡσαύτως]], ἀνδρὸς τοῦδέ γ’ εἰ σφαλήσεται, ἐὰν χάσῃ τοῦτον τὸν ἄνδρα, Σοφ. Τρ. 1113˙ τοῦ παντὸς Πλουτ. Βροῦτ. 20˙ -σφάλλειν τινὰ ἀπ’ ἐλπίδος, διαψεύδειν τὰς ἐλπίδας τινός, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφάλλειν˙ κλίνειν. καταβάλλειν. ἁμαρτάνειν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 486-489. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |