Anonymous

κέλευθος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κέλευθος''': ἡ, καὶ μετὰ ἑτερογενοῦς πληθ. τὰ κέλευθα, πρβλ. σταθμοὶ αἱ σταθμά, ζυγοὶ καὶ ζυγά·- [[ὄνομα]] ποιητικόν· ὁδός, [[ἀτραπός]], [[δρόμος]], Ὅμ., κτλ.· ὑγρὰ κέλευθα, ἰχθυόεντα κέλευθα, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Γ. 71, 177, κτλ.· [[οὕτως]], ἁλὸς βαθεῖα [[κέλευθος]] Πινδ. Π. 5. 119· [[ὡσαύτως]] ἀνέμων κέλευθα ἢ κέλευθοι Ἰλ. Ξ. 17, Ο. 620, Ὀδ. Ε. 388, κτλ.· [[ἐγγὺς]] γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι, δηλ. νὺξ καὶ [[ἡμέρα]] ἀκολουθοῦσιν ἀλλήλας ἐκ τοῦ πλησίον, Ὀδ. Κ. 86·- ἄρκτου στροφάδες κ., οἱ κύκλοι αὐτῆς, Σοφ. Τρ. 130, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 343·- θεῶν δ’ ἀπόεικε κελεύθου, ἀπόφευγε τὴν ὁδὸν αὐτῶν, δηλ. τὴν συναναστροφήν των, Ἰλ. Γ. 406· οὕτω μεταφ., ἔργων κέλευθον ἂν καθαρὰν, ἐπὶ τῆς ἀνοικτῆς ὁδοῦ τῆς ἐνεργείας, Πινδ. Ι. 5 (4). 28, πρβλ. Ο. 6. 39. ΙΙ. τὸ πορεύεσθαι ἢ ὁδοιπορεῖν, [[ὁδοιπορία]], [[ταξείδιον]] διὰ ξηρᾶς ἢ θαλάσσης, ὃς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου Ὀδ. Δ. 389, πρβλ. κέλευθον [[διαπράσσω]]·- οὐκ ἄν πω χάζοντο κελεύθου, δὲν θὰ ἔπαυον προχωροῦντες, Ἰλ. Λ. 504, πρβλ. Μ. 262·- πολλὴ κ., μακρινὸν [[ταξείδιον]], μακρὰ ὁδός, [[μεγάλη]] [[ἀπόστασις]], Σοφ. Ο. Κ. 164. 2) [[ἐκστρατεία]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 126, Πέρσ. 758. ΙΙΙ. [[τρόπος]] τοῦ βαδίζειν, [[βάδισμα]], μιμήσομαι λύκου κ. Εὐρ. Ρῆσ. 212, πρβλ. Τρῳ. 888. IV. μεταφορ., ὁδὸς ἢ [[τρόπος]] ζωῆς, κέλευθοι ἁπλόαι ζωᾶς Πινδ. Ν. 8. 60, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 350· βίου κ. ἄθεος Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 434· [[ὡσαύτως]], [[τρόπος]] πράξεως, ἔστι μοι… μυρία [[παντᾷ]] κ. Πινδ. Ι. 4. 1 (3. 19)· πρβλ. [[οἶμος]]. (Ἐντεῦθεν, ἀκόλουθος, [[κέλης]]· ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Λατ. cal-lis, Λιθ. kél-ias (ὁδός), kel-iáuju (ὁδοιπορῶ).)
|lstext='''κέλευθος''': ἡ, καὶ μετὰ ἑτερογενοῦς πληθ. τὰ κέλευθα, πρβλ. σταθμοὶ αἱ σταθμά, ζυγοὶ καὶ ζυγά·- [[ὄνομα]] ποιητικόν· ὁδός, [[ἀτραπός]], [[δρόμος]], Ὅμ., κτλ.· ὑγρὰ κέλευθα, ἰχθυόεντα κέλευθα, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Γ. 71, 177, κτλ.· [[οὕτως]], ἁλὸς βαθεῖα [[κέλευθος]] Πινδ. Π. 5. 119· [[ὡσαύτως]] ἀνέμων κέλευθα ἢ κέλευθοι Ἰλ. Ξ. 17, Ο. 620, Ὀδ. Ε. 388, κτλ.· [[ἐγγὺς]] γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι, δηλ. νὺξ καὶ [[ἡμέρα]] ἀκολουθοῦσιν ἀλλήλας ἐκ τοῦ πλησίον, Ὀδ. Κ. 86·- ἄρκτου στροφάδες κ., οἱ κύκλοι αὐτῆς, Σοφ. Τρ. 130, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 343·- θεῶν δ’ ἀπόεικε κελεύθου, ἀπόφευγε τὴν ὁδὸν αὐτῶν, δηλ. τὴν συναναστροφήν των, Ἰλ. Γ. 406· οὕτω μεταφ., ἔργων κέλευθον ἂν καθαρὰν, ἐπὶ τῆς ἀνοικτῆς ὁδοῦ τῆς ἐνεργείας, Πινδ. Ι. 5 (4). 28, πρβλ. Ο. 6. 39. ΙΙ. τὸ πορεύεσθαι ἢ ὁδοιπορεῖν, [[ὁδοιπορία]], [[ταξείδιον]] διὰ ξηρᾶς ἢ θαλάσσης, ὃς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου Ὀδ. Δ. 389, πρβλ. κέλευθον [[διαπράσσω]]·- οὐκ ἄν πω χάζοντο κελεύθου, δὲν θὰ ἔπαυον προχωροῦντες, Ἰλ. Λ. 504, πρβλ. Μ. 262·- πολλὴ κ., μακρινὸν [[ταξείδιον]], μακρὰ ὁδός, [[μεγάλη]] [[ἀπόστασις]], Σοφ. Ο. Κ. 164. 2) [[ἐκστρατεία]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 126, Πέρσ. 758. ΙΙΙ. [[τρόπος]] τοῦ βαδίζειν, [[βάδισμα]], μιμήσομαι λύκου κ. Εὐρ. Ρῆσ. 212, πρβλ. Τρῳ. 888. IV. μεταφορ., ὁδὸς ἢ [[τρόπος]] ζωῆς, κέλευθοι ἁπλόαι ζωᾶς Πινδ. Ν. 8. 60, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 350· βίου κ. ἄθεος Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 434· [[ὡσαύτως]], [[τρόπος]] πράξεως, ἔστι μοι… μυρία [[παντᾷ]] κ. Πινδ. Ι. 4. 1 (3. 19)· πρβλ. [[οἶμος]]. (Ἐντεῦθεν, ἀκόλουθος, [[κέλης]]· ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Λατ. cal-lis, Λιθ. kél-ias (ὁδός), kel-iáuju (ὁδοιπορῶ).)
}}
}}
{{bailly
{{bailly