3,273,659
edits
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φθάνω''': [ᾰ], μέλλ. φθήσομαι Ἰλ. Ψ. 444, Θουκ. 5. 10, Πλάτ. Πολ. 375C, κλπ.· ἀλλὰ φθάσω [ᾰ] Ἱππ. 491. 28, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 4, 38., 7. 1, 19· ἀόρ. ἔφθᾰσα Ἡρόδ. 7. 161, Αἰσχύλ. Πέρσ. 752, Θουκ., κλπ. (ἐν χρήσει καθ’ ἁπάσας τὰς ἐγκλίσεις πλὴν τῆς προστακτικῆς)· εὐκτ. γ΄ ἑνικ. φθάσειε Ἰσοκρ. 183C, φθάσειαν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 14· Δωρ. ἔφθαξα Θεόκρ. 2. 115· ― ἀλλ. ὁ [[μόνος]] Ἐπικ. ἀόρ. [[εἶναι]] ἔφθην, ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ.· πληθ. ἔφθημεν, -ητε, -ησαν Εὐρ. ἐν Φοιν. 1468, Ἰσοκρ. 83Ε, 58Β. Ἀντιφῶν 117. 2, Ἐπικ. γ΄ πληθ. φθάν, Ἰλ. Λ. 51· ὑποτακτ’ φθῶ, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. φθήῃ, φθῇσιν Π. 861, Ψ. 805· Ἐπικ. α΄ πληθ. [[φθέωμεν]] Ὀδ. Π. 383· γ΄ πληθ. φθέωσιν Ω. 437· εὐκτ. φθαίην, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. φθαίησι (παρα-) Ἰλ. Κ. 346· ἀπαρ. φθῆναι Ἡρόδ. 6. 115, Θουκ. 4. 4· μετοχ. φθὰς Ἡρόδ. 3. 71· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] μετοχ. μέσ. ἀορ. φθάμενος Ἰλ. Ε. 119, κλπ.· Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 552· ― πρκμ. ἔφθᾰκα Φίλιππ. (;) παρὰ Δημ. 239. 9, Ὀρειβάσ.· πέφθακα Χριστ. Πασχ. 2077, Τζέτζ.· ὑπερσ. ἐφθάκει Λουκ. Φιλοψ. 6, Πλουτ. Γάλβ. 17· ― ὁ παθ. ἀόρ. ἐφθάσθην ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν., ὡς Διονύσ. Ἁλ. 6. 25, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 315, 538, Ἰώσηπ., Γαλην., Λοβεκ. Παραλ. 45. (Τὴν √ΦΘΑ σχετίζει ὁ Curt. πρὸς τὴν ῥίζ. ΨΑ, παραβάλλων τὰς παρ’ Ἡσυχίῳ γλώσσας, «φθατήσῃ, φθάσῃ. ― ψατᾶσθαι· προκαταλαμβάνειν» καὶ ― «ψατῆσαι· προειπεῖν»· [[ἴσως]] καὶ τὰ Λατ. spe-s, spe-rare ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν.) [φθᾰνω ἀεὶ παρ’ Ἀττ.· φθᾱνω ἐν Ἰλ. Ι. 506, Φ. 262 ([[ἔνθα]] ὁ Ζηνόδ. ἀνέγνω φθανέει ἀντὶ φθάνει)· παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ᾱ ἢ ᾰ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, Ἰακώψ εἰς Ἀνθ. Π. 884.] Ἔρχομαι ἢ [[πράττω]] τι πρῶτος ἢ πρὸ ἄλλων· Ι. μετ’ αἰτ. προσώπου, [[προλαμβάνω]] τινά, [[προφθάνω]] τινὰ ἐν τῷ τρέχειν ἢ ἄλλως πως, Λατ. praevenire, φθάνει δέ τε καὶ τὸν ἄγοντα Ἰλ. Φ. 262· φθῆ σε [[τέλος]] θανάτοιο Λ. 451· πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 552, 568, Ἡρόδ. 7. 161, Εὐρ. | |lstext='''φθάνω''': [ᾰ], μέλλ. φθήσομαι Ἰλ. Ψ. 444, Θουκ. 5. 10, Πλάτ. Πολ. 375C, κλπ.· ἀλλὰ φθάσω [ᾰ] Ἱππ. 491. 28, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 4, 38., 7. 1, 19· ἀόρ. ἔφθᾰσα Ἡρόδ. 7. 161, Αἰσχύλ. Πέρσ. 752, Θουκ., κλπ. (ἐν χρήσει καθ’ ἁπάσας τὰς ἐγκλίσεις πλὴν τῆς προστακτικῆς)· εὐκτ. γ΄ ἑνικ. φθάσειε Ἰσοκρ. 183C, φθάσειαν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 14· Δωρ. ἔφθαξα Θεόκρ. 2. 115· ― ἀλλ. ὁ [[μόνος]] Ἐπικ. ἀόρ. [[εἶναι]] ἔφθην, ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ.· πληθ. ἔφθημεν, -ητε, -ησαν Εὐρ. ἐν Φοιν. 1468, Ἰσοκρ. 83Ε, 58Β. Ἀντιφῶν 117. 2, Ἐπικ. γ΄ πληθ. φθάν, Ἰλ. Λ. 51· ὑποτακτ’ φθῶ, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. φθήῃ, φθῇσιν Π. 861, Ψ. 805· Ἐπικ. α΄ πληθ. [[φθέωμεν]] Ὀδ. Π. 383· γ΄ πληθ. φθέωσιν Ω. 437· εὐκτ. φθαίην, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. φθαίησι (παρα-) Ἰλ. Κ. 346· ἀπαρ. φθῆναι Ἡρόδ. 6. 115, Θουκ. 4. 4· μετοχ. φθὰς Ἡρόδ. 3. 71· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] μετοχ. μέσ. ἀορ. φθάμενος Ἰλ. Ε. 119, κλπ.· Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 552· ― πρκμ. ἔφθᾰκα Φίλιππ. (;) παρὰ Δημ. 239. 9, Ὀρειβάσ.· πέφθακα Χριστ. Πασχ. 2077, Τζέτζ.· ὑπερσ. ἐφθάκει Λουκ. Φιλοψ. 6, Πλουτ. Γάλβ. 17· ― ὁ παθ. ἀόρ. ἐφθάσθην ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν., ὡς Διονύσ. Ἁλ. 6. 25, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 315, 538, Ἰώσηπ., Γαλην., Λοβεκ. Παραλ. 45. (Τὴν √ΦΘΑ σχετίζει ὁ Curt. πρὸς τὴν ῥίζ. ΨΑ, παραβάλλων τὰς παρ’ Ἡσυχίῳ γλώσσας, «φθατήσῃ, φθάσῃ. ― ψατᾶσθαι· προκαταλαμβάνειν» καὶ ― «ψατῆσαι· προειπεῖν»· [[ἴσως]] καὶ τὰ Λατ. spe-s, spe-rare ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν.) [φθᾰνω ἀεὶ παρ’ Ἀττ.· φθᾱνω ἐν Ἰλ. Ι. 506, Φ. 262 ([[ἔνθα]] ὁ Ζηνόδ. ἀνέγνω φθανέει ἀντὶ φθάνει)· παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ᾱ ἢ ᾰ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, Ἰακώψ εἰς Ἀνθ. Π. 884.] Ἔρχομαι ἢ [[πράττω]] τι πρῶτος ἢ πρὸ ἄλλων· Ι. μετ’ αἰτ. προσώπου, [[προλαμβάνω]] τινά, [[προφθάνω]] τινὰ ἐν τῷ τρέχειν ἢ ἄλλως πως, Λατ. praevenire, φθάνει δέ τε καὶ τὸν ἄγοντα Ἰλ. Φ. 262· φθῆ σε [[τέλος]] θανάτοιο Λ. 451· πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 552, 568, Ἡρόδ. 7. 161, Εὐρ. Ἡρακλ. 120, Ἰφ. ἐν Ταύρ. 669, Ἰσοκρ. 197Β, κλπ.· [[οὕτως]], ἔφθησαν τὸν χειμῶνα, προέλαβον τὴν θύελλαν, Ἡρόδ. 7. 188· φθάσας τὸν λογισμὸν Δημ. 526. 18. ― Παθ., καταφθάνομαι, ἐφθάνετο Ἀνθ. Παλατ. 9. 278· ἐφθάσθην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. ἀπολ., [[ἔρχομαι]] πρῶτος ἀντίθ. τῷ [[ὑστερέω]]. Εὐρ. Φοίν. 975, πρβλ. Θουκ. 4. 121, Ξεν. Ἀν. 5. 9, 18· τοῦ φθάσαντος [[ἁρπαγή]]. [[λεία]] τοῦ φθάσαντος πρώτου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 752, πρβλ. Ἀποσπ. 22b· φθάσαι πρὶν ἀδικηθῆναι Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 4, πρβλ. Ρητορ. 1. 12, 30· ― καὶ [[συχν]]. παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι, τὰ φθάσαντα, τὰ [[προηγουμένως]] μνημονευθέντα. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 34, [[ὑπόθεσις]] εἰς Δημ. 1128· ὁ φθάνων, ἡ φθάνουσα, ὁ [[πρότερος]], ἡ προτέρα, [[συχν]]. παρὰ Βυζ.· τό φθάνον, ὁ [[πρότερος]] [[χρόνος]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 6. 2) μετὰ προθ., [[ἔρχομαι]] ἢ [[φθάνω]] πρῶτος, ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Θουκ. 8. 100, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 4, 9· ἕως τοῦ οὐρανοῦ Ἑβδ. (Δαν. Δ΄, 8)· ἔφθασεν ἐφ’ ὑμᾶς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 28, κ. Λουκ. ια΄, 20, Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. β΄, 16· [[ἁπλῶς]] ἐξικνοῦμαι, [[φθάνω]] [[μέχρι]] τινός, Ἰσραὴλ δὲ διώκων νόμον, δικαιοσύνης εἰς νόμον οὐκ ἔφθασεν Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 31, πρὸς Φιλ. γ΄, 16, πρβλ. Πλούτ. 2. 338Α. ΙΙΙ. ἡ [[ἐνέργεια]] ἐν ᾗ προλαμβάνει τις τὸν ἕτερον ἐκφέρεται διὰ τῆς μετοχῆς συμφωνούσης πρὸς τὸ ὑποκείμενον, [Ἄτη] πολλὸν ὑπεκπροθέει, φθάνει δέ τε πᾶσαν ἐπ’ αἶαν βλάπτουσ’ ἀνθρώπους Ἰλ. Ι. 506 ἀλλ’ ἄρα μιν φθῆ Τηλέμαχος κατόπισθε βαλών, ὁ Τηλέμαχος προέλαβε καὶ ἐκτύπησεν αὐτὸν κατὰ τοῦ νώτου [[πρότερος]], Ὀδ. Χ. 91, πρβλ. Π. 383, Ἰλ. Κ. 368· [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ., ἔφθησαν ἀπικόμενοι, πρῶτοι ἀφίκοντο, Ἡρόδ. 4. 136, πρβλ. 6. 115· ἔφθασαν προκαταλαβόντες Θουκ. 3. 112· [[ὡσαύτως]], ἢν φθάσωσιν πρότερον διαφθείραντες τὸ [[στράτευμα]] ὁ αὐτ. 7. 25· φθ. γόνασι προσπεσὼν πατρὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 986, κλπ.· ― [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] [[εὔχρηστος]] ἡ μετὰ παθ. μετοχῆς [[σύνταξις]], ἧ κε πολὺ φθαίη [[πόλις]] ἁλοῦσα, δηλ. πολὺ πρότερον ἁλώσεται, Ἰλ. Ν. 815· εἴ κε φθήῃ τυπείς, ἐὰν κτυπηθῇ, τραυματισθῇ πρῶτος, Π. 861· φθαίητε γὰρ ἂν... ἐξανδραποδισθέντες ἢ... Ἡρόδ. 6. 108· μὴ φθάσωσι προεπιβουλευόμενοι Θουκ. 3. 83· ἔφθη κατακωλυθεὶς Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 17· φθάνειν δεῖ πεφραγμένους τοὺς πόρους, πρέπει νὰ προλάβωμεν τὴν ἀπόφραξιν τῶν διαβάσεων, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 2. 4, 25· ― αἱ τοιαῦται προτάσεις ὡς ἔχουσαι συγκριτικὴν ἔννοιαν συνάπτονται [[συχνάκις]] μετὰ γενικῆς, φθὰν δὲ μέγ’ ἱππήων... κοσμηθέντες Ἰλ. Λ. 51· συχνότερον δὲ μετὰ τοῦ [[πρίν]]... ἢ μετὰ τοῦ συγκριτικοῦ ἤ..., ἔφθη ὀρεξάμενος, πρὶν οὐτάσαι Π. 322, πρβλ. Ἀντιφῶντα 114. 29, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 4· φθήσονται τούτοισι πόδες καὶ [[γοῦνα]] καμόντα ἢ ὑμῖν Ἰλ. Ψ. 444, πρβλ. Ὀδ. Λ. 53, Ἡρόδ. 6. 108· οὕτω, ἔφθησαν ἀναβάντες πρὶν ἤ... Ἡρόδ. 9. 70· ἔφθησαν ἐκπεσόντες πρότερον ἤ... ὁ αὐτ. 6. 91· φθῆ... βαλὼν Ὀδ. Χ. 91· φθὰν κοσμηθέντες Ἰλ. Λ. 51· ἔφθην ἀφικόμενος· ― [[φθάνω]] εὐεργετῶν, πρῶτος ἐγὼ εὐεργετῶ, δεικνύω καλωσύνην, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 14· [[ὅπως]] φθάσειαν βοηθήσαντες ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 14, κλπ. 2) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἡ μετοχὴ φθὰς ἢ φθάσας Ἐπικ. φθάμενος, [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. μετ’ ὀρθολεκτικοῦ ῥήματος, ὃς μ’ ἔβαλε φθάμενος, ἀντὶ ὃς μ’ ἔφθη βαλών, Ἰλ. Ε. 119, Ν. 387, πρβλ. Ὀδ. Τ. 449· οὐκ [[ἄλλος]] φθὰς ἐμοῦ [[κατήγορος]] ἔσται, οὐδεὶς [[ἄλλος]] θὰ προφθάσῃ νὰ γίνῃ [[κατήγορος]] πρὸ ἐμοῦ, Ἡρόδ. 3. 71· ἀνέῳξάς με φθάσας, ἀνέῳξας τὴν θύραν προλαβὼν ἐμὲ μέλλοντα κόπτειν αὐτήν, δηλ. «[[προτοῦ]] νὰ κτυπήσω ἐπρόφθασες καὶ ἄνοιξες», Ἀριστοφ. Πλ. 1102· φθάσας προσπεσοῦμαι Θουκ. 5. 9, πρβλ. 2. 91, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 3, κλπ.· σπανίως [[οὕτως]] ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ ἐνεστ., φθάνοντες δῃοῦμεν [[αὐτόθι]] 3. 3, 18. 3) σπανίως μετ’ ἀπαρεμφ., ὡς τὸ Λατ. occupo, φθαίης ἔτ’ εἰς ἐκκλησίαν ἐλθεῖν Ἀριστοφ. Ἱππ. 935, πρβλ. 1384· ὁ φθάσας θαρσῆσαι Θουκ. 3, 82· [[μόλις]] φθάνει θρόνοισιν ἐμπεσοῦσα μὴ [[χαμαὶ]] πεσεῖν Εὐρ. Μήδ. 1169· συχνότερον παρὰ μεταγεν. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1188, Διονύσ. Ἁλ. 4. 59, 61, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 13. 2, Ἁρμον. 2. IV. μετ’ ἀρνήσεως διακρίνομεν τὰς ἑξῆς περιπτώσεις: 1) μετὰ τοῦ οὐ καὶ μετοχῆς, ἑπομένου καὶ ἢ καὶ [[εὐθύς]], ὡς τὸ Λατ. simul ac, ἐκφέρει δύο ἐνεργείας ἀκολουθούσας τὴν μίαν μετὰ τὴν [[ἄλλην]], ἀλλ’ οὐ φθάνειν χρὴ συσκιάζοντας γένυν, καί... ὁρμᾶν, οὐκ ἂν φθάνοιτε συσκιάζ. γένυν καὶ ὁρμῶντες κτλ., Εὐριπ. Ἱκέτ. 1219· οὐ φθάνει ἐξαγόμενος καὶ εὐθὺς ὅμοιός ἐστι τοῖς ἀκαθάρτοις, εὐθὺς ὡς ἐξαχθῇ, γίνεται [[ἀκάθαρτος]], Ξεν. Ἱππ. 5. 10, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1384· οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆνα ἐλθόντες καὶ τοιαύταις νόσοις ἐλήφθημεν ἐξ ὧν..., [[μόλις]] ἤλθομεν εἰς Τρ. καὶ [[εὐθύς]]..., Ἰσοκρ. 588Ε, πρβλ. 58Β, 92Ε, 179Α, 199D· οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ [[ἀτυχία]] καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν διαφορῆσαι τἄνδοθεν, [[μόλις]] συνέβη εἰς ἐμὲ τὸ [[δυστύχημα]] καί..., Δημ. 1073. 20, πρβλ. 1319. 11. 2) οὐκ ἂν φθάνοις, οὐκ ἂν φθάνοιτε, μετὰ μετοχ. ἐνεστ., σημαίνουσι σπουδὴν ἢ ἀνυπομονησίαν, καὶ τίθενται εἰς δήλωσιν ἰσχυρᾶς προτροπῆς ἢ ἐσπευσμένης προσταγῆς, οὐκ ἂν φθάνοιτε ἀπαλλασσόμενοι, δηλ. σπεύσατε καὶ ἀπέλθετε, Ἡρόδ. 7. 162· οὐ φθάνοιτ’ ἔτ’ ἂν θανόντες, σπεύσατε καὶ ἀποθάνετε, [[ταχέως]] ἀποθάνετε, Εὐρ. Ὀρ. 936, πρβλ. Ἄλκ. 662, Ἡρακλ. 721 ([[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.), Τρῳ. 456, Ἰφ. ἐν Ταύρ. 245· οὐκ ἂν φθάνοιτον τοῦτο πράττοντε Ἀριστοφ. Πλ. 485· ἀποτρέχων οὐκ ἂν φθάνοις [[αὐτόθι]] 1133· εἰς ἀγορὰν ἰὼν οὐκ ἂν φθάνοις [[αὐτόθι]] σ. 874, πρβλ. Ἐκκλ. 118· οὐκ ἂν φθάνοις λέγων Πλάτ. Συμπ. 185F, πρβλ. Εὐθύδ. 272D, Φαίδων 100C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 11· [[οὕτως]], οὐκ ἂν φθάνοιμι (ἐξυπακ. λέγων) Πλάτ. Συμπ. 214Ε· ― μετὰ μετοχ. ἀορ., μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]], Λουκ. Τόξ. 2· ― (ἐπὶ ὁμοίας ἐννοίας ἡ μετοχὴ φθάσας (ὡς τὸ ἀνύσας) [[εἶναι]] ἐν χρήσει μετὰ προστακτικῆς, λέγε φθάσας, λέγε [[ταχέως]], τρέχε φθάσας, καὶ τὰ ὅμοια· ἔτι δὲ εὕρηται καὶ ἡ μετοχὴ φθάσας μετ’ ἄλλης μετοχῆς, φθάσας ἁρπάσας Ἡρόδ. 6. 65). ― Ἐν ταῖς φράσεσι ταύταις τινὲς τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι τὰς προτάσεις ἐρωτηματικῶς, ὡς τὸ Λατ. quin statim...? δὲν θὰ σπεύσῃς νὰ ὑπάγῃς; κλπ.· ― ἀλλὰ τοῦτο δὲν [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]], [[οὔτε]] δύναται νὰ ἐφαρμοσθῇ εἰς παραδείγματα ὅμοια τῷ, οὐκ ἂν φθάνοιμι, ἀμέσως θὰ ἀρχίσω, Πλάτ. Συμπ. 214Α, πρβλ. Φαίδωνα 100C, Εὐθύδ. 272D, Δημ. 745. 2., 782. 17. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 164, 254. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |