Anonymous

πυργόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πυργόω''': μέλλ. -ώσω, ([[πύργος]]) περιζώνω, περιφράττω διὰ πύργων, Θήβης [[ἕδος]] ἔκτισαν... πύργωσάν τε Ὀδ. Λ. 264, πρβλ. Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 3, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 174, Εὐριπ. Βάκχ. 172. - Μέσ., [[κτίζω]] πύργους, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 20. <br />2) μεταφορ., προφυλάττω, [[ὑπερασπίζω]], [[δέμας]] ἀσπίδι Νόνν. Δ. 30. 52, κτλ. 3) πυργωθείς, ἐφωδιασμένος μὲ πύργον, ἐπὶ ἐλέφαντος, Ἀνθ. Π. 9. 285. ΙΙ. μεταφ., ἀνυψῶ εἰς μέγα [[ὕψος]], πυργῶσαι ῥήματα σεμνὰ Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1004· τέχνην... ἐπύργωσ’ οἰκοδομήσας ἔπεσιν μεγάλοις Ἀριστοφ. Εἰρ. 749· [[οὕτως]], ἀοιδὰς εὐδαίμονίας ἐπύργωσε Εὐρ. Ἱκέτ. 998, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 39· - [[ἐντεῦθεν]], ἐξυψώνω, [[ἀνεγείρω]], ὑψώνω, π. ἄνω τὰ μηδὲν [[ὄντα]] Εὐρ. Τρῳ. 608· Τροίαν [[αὐτόθι]] 844· ὑμᾶς... τυραννίσι πατὴρ ἐπύργου ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 475· [[οὕτως]] ἐπὶ ἰατρῶν, οἷα δὴ φιλοῦσιν ἰατροὶ λέγειν, τὰ φαῦλα μείζω... πυργοῦντες αὐτούς, μεγαλυνόμενοι, ἐπαιρόμενοι, Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 3· οὕτω, π. [[χάριν]], μεγαλοποιῶ, ἐξογκώνω αὐτήν, Εὐρ. Μήδ. 526, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐριπ. [[Ἡρακλ]]. 293· π. καθαροῖς λούμασι, κοσμῶ (τὴν πόλιν) με..., Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 903. - Παθ., ἐπαίρομαι, ὡς τὸ ὑψοῦσθαι, Αἰσχύλ. Πέρ. 192· οὕτω, πεπύργωσαι θράσει, λόγοις Εὐρ. Ὀρ. 1568, Ἡρ. Μαιν. 238.
|lstext='''πυργόω''': μέλλ. -ώσω, ([[πύργος]]) περιζώνω, περιφράττω διὰ πύργων, Θήβης [[ἕδος]] ἔκτισαν... πύργωσάν τε Ὀδ. Λ. 264, πρβλ. Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 3, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 174, Εὐριπ. Βάκχ. 172. - Μέσ., [[κτίζω]] πύργους, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 20. <br />2) μεταφορ., προφυλάττω, [[ὑπερασπίζω]], [[δέμας]] ἀσπίδι Νόνν. Δ. 30. 52, κτλ. 3) πυργωθείς, ἐφωδιασμένος μὲ πύργον, ἐπὶ ἐλέφαντος, Ἀνθ. Π. 9. 285. ΙΙ. μεταφ., ἀνυψῶ εἰς μέγα [[ὕψος]], πυργῶσαι ῥήματα σεμνὰ Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1004· τέχνην... ἐπύργωσ’ οἰκοδομήσας ἔπεσιν μεγάλοις Ἀριστοφ. Εἰρ. 749· [[οὕτως]], ἀοιδὰς εὐδαίμονίας ἐπύργωσε Εὐρ. Ἱκέτ. 998, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 39· - [[ἐντεῦθεν]], ἐξυψώνω, [[ἀνεγείρω]], ὑψώνω, π. ἄνω τὰ μηδὲν [[ὄντα]] Εὐρ. Τρῳ. 608· Τροίαν [[αὐτόθι]] 844· ὑμᾶς... τυραννίσι πατὴρ ἐπύργου ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 475· [[οὕτως]] ἐπὶ ἰατρῶν, οἷα δὴ φιλοῦσιν ἰατροὶ λέγειν, τὰ φαῦλα μείζω... πυργοῦντες αὐτούς, μεγαλυνόμενοι, ἐπαιρόμενοι, Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 3· οὕτω, π. [[χάριν]], μεγαλοποιῶ, ἐξογκώνω αὐτήν, Εὐρ. Μήδ. 526, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐριπ. Ἡρακλ. 293· π. καθαροῖς λούμασι, κοσμῶ (τὴν πόλιν) με..., Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 903. - Παθ., ἐπαίρομαι, ὡς τὸ ὑψοῦσθαι, Αἰσχύλ. Πέρ. 192· οὕτω, πεπύργωσαι θράσει, λόγοις Εὐρ. Ὀρ. 1568, Ἡρ. Μαιν. 238.
}}
}}
{{bailly
{{bailly