Anonymous

ἔνδον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνδον''': Ἐπίρρ. (ἐν: πρβλ. τὸ παλαιὸν Λατ. endo- ἢ indu- ἐν συνθέσει): [[ἐντός]], «μέσα», [[οἴκοι]], κατ’ οἶκον, Λατ. intus, Ὅμ., κλ. [[κραδίη]] [[ἔνδον]] ὑλάκτει Ὀδ. Υ. 13, κτλ.· τἄνδον, ὡς ἐπίρρ., ἐσωτερικῶς, ἐνδομύχως, τἄνδον οὐχ οὕτω φρονῶν Εὐρ. Ὀρ. 1514: - οἱ [[ἔνδον]], οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ, ἡ οἰκογένεια, καὶ [[κυρίως]] οἱ οἰκέται, Σοφ. Ἠλ. 155, Τρ. 677, Πλάτ. Συμπ. 213C: - τὰ [[ἔνδον]], οἰκογενειακὰ πράγματα, οἰκογενειακαὶ ὑποθέσεις, Σοφ. Τρ. 334, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] = οἱ [[ἔνδον]], τἄνδον δὲ πιστά, κἀρσένων [[ἐρημία]]; Εὐρ. Ἑκ. 1017· οἱ [[ἔνδον]] καθήμενοι, δηλ. οἱ ἐν τῷ βουλευτηρίῳ, Ἀνδ. π. Μυστ. 43. 2) μετὰ γεν., Διὸς [[ἔνδον]], «ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ [[Διός]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 13· Ζεφύροιο [[ἔνδον]], ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ζεφύρου, Ψ. 200· μὴ κεύθετ’ (ἐξυπ. [[ἔχθος]] ἢ βουλὴν) [[ἔνδον]] καρδίας φόβῳ τινὸς Αἰσχύλ. Χο. 102· σκηνῆς [[ἔνδον]] Σοφ. Αἴ. 218· γῆς [[ἔνδον]] Πλάτ. Πρωτ. 320D. β) [[ἔνδον]] [[ἑαυτοῦ]] ὤν, [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]]. Ἀντιφῶν 134, 37· οὕτω, σῶν φρενῶν οὐκ [[ἔνδον]] ὤν, μὴ ὢν εἰς τὰς φρένας σου, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 709· καὶ ἀπολ., [[ἔνδον]] γενοῦ, ἔλα εἰς τὰς φρένας σου, ἔλα εἰς τὸν ἑαυτόν σου, Αἰσχύλ. Χο. 233· πρβλ. ἐκτός. 3) ὁ Πίνδ. μετχειρίζεται τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετὰ δοτ. ἀντὶ τῆς προθ. ἐν μετά τινος ἐπιτάσεως, λιθίνῳ... [[ἔνδον]] τέγει Ν. 3. 93· [[ἔνδον]] ἄλσει παλαιτάτῳ 7. 65· [[ὡσαύτως]] Εὐρ. Ἀποσπ. 202. 4) ἐντὸς τούτου τοῦ βιβλίου, κατωτέρω, τῷ τε Ἑρμείᾳ (ὁ Ἀριστοτέλης) Παιᾶνα ἔγραψεν, ὃς [[ἔνδον]] γέγραπται Διογ. Λ. 5. 4· πρβλ. [[ἐνδοτέρω]]. 5) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, = [[εἴσω]], Αἰλ. π. Ζ. 9. 61, κτλ. ἴδε σημ. Λοβεκκ. ἐν Φρυν. 128. 6) ἐν τῇ καρδίᾳ, [[ἔνδον]] ἀγαλλόμενος Ἑλλ. Ἐπιγρ. 904. ΙΙ. Συγκρ. [[ἐνδοτέρω]], ὃ ἴδε.
|lstext='''ἔνδον''': Ἐπίρρ. (ἐν: πρβλ. τὸ παλαιὸν Λατ. endo- ἢ indu- ἐν συνθέσει): [[ἐντός]], «μέσα», [[οἴκοι]], κατ’ οἶκον, Λατ. intus, Ὅμ., κλ. [[κραδίη]] [[ἔνδον]] ὑλάκτει Ὀδ. Υ. 13, κτλ.· τἄνδον, ὡς ἐπίρρ., ἐσωτερικῶς, ἐνδομύχως, τἄνδον οὐχ οὕτω φρονῶν Εὐρ. Ὀρ. 1514: - οἱ [[ἔνδον]], οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ, ἡ οἰκογένεια, καὶ [[κυρίως]] οἱ οἰκέται, Σοφ. Ἠλ. 155, Τρ. 677, Πλάτ. Συμπ. 213C: - τὰ [[ἔνδον]], οἰκογενειακὰ πράγματα, οἰκογενειακαὶ ὑποθέσεις, Σοφ. Τρ. 334, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] = οἱ [[ἔνδον]], τἄνδον δὲ πιστά, κἀρσένων [[ἐρημία]]; Εὐρ. Ἑκ. 1017· οἱ [[ἔνδον]] καθήμενοι, δηλ. οἱ ἐν τῷ βουλευτηρίῳ, Ἀνδ. π. Μυστ. 43. 2) μετὰ γεν., Διὸς [[ἔνδον]], «ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ [[Διός]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 13· Ζεφύροιο [[ἔνδον]], ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ζεφύρου, Ψ. 200· μὴ κεύθετ’ (ἐξυπ. [[ἔχθος]] ἢ βουλὴν) [[ἔνδον]] καρδίας φόβῳ τινὸς Αἰσχύλ. Χο. 102· σκηνῆς [[ἔνδον]] Σοφ. Αἴ. 218· γῆς [[ἔνδον]] Πλάτ. Πρωτ. 320D. β) [[ἔνδον]] [[ἑαυτοῦ]] ὤν, [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]]. Ἀντιφῶν 134, 37· οὕτω, σῶν φρενῶν οὐκ [[ἔνδον]] ὤν, μὴ ὢν εἰς τὰς φρένας σου, Εὐρ. Ἡρακλ. 709· καὶ ἀπολ., [[ἔνδον]] γενοῦ, ἔλα εἰς τὰς φρένας σου, ἔλα εἰς τὸν ἑαυτόν σου, Αἰσχύλ. Χο. 233· πρβλ. ἐκτός. 3) ὁ Πίνδ. μετχειρίζεται τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετὰ δοτ. ἀντὶ τῆς προθ. ἐν μετά τινος ἐπιτάσεως, λιθίνῳ... [[ἔνδον]] τέγει Ν. 3. 93· [[ἔνδον]] ἄλσει παλαιτάτῳ 7. 65· [[ὡσαύτως]] Εὐρ. Ἀποσπ. 202. 4) ἐντὸς τούτου τοῦ βιβλίου, κατωτέρω, τῷ τε Ἑρμείᾳ (ὁ Ἀριστοτέλης) Παιᾶνα ἔγραψεν, ὃς [[ἔνδον]] γέγραπται Διογ. Λ. 5. 4· πρβλ. [[ἐνδοτέρω]]. 5) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, = [[εἴσω]], Αἰλ. π. Ζ. 9. 61, κτλ. ἴδε σημ. Λοβεκκ. ἐν Φρυν. 128. 6) ἐν τῇ καρδίᾳ, [[ἔνδον]] ἀγαλλόμενος Ἑλλ. Ἐπιγρ. 904. ΙΙ. Συγκρ. [[ἐνδοτέρω]], ὃ ἴδε.
}}
}}
{{bailly
{{bailly