Anonymous

ἑτοιμάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτοιμάζω''': μέλλ. -άσω, κτλ. : παθ. πρκμ. ἡτοίμασμαι [[ἐνίοτε]] ἐν κυρίᾳ παθ. σημασ., [[ἐνίοτε]] δὲ ἐν μέσῃ, ἴδε κατωτ.: ([[ἑτοῖμος]]). Ἑτοιμάζω, [[παρασκευάζω]], προμηθεύω, ἐμοὶ [[γέρας]] αὐτίχ’ ἑτοιμάσατ’ Ἰλ. Α. 118· [[νέας]] Ἡρόδ. 6. 95· στρατιὴν ὁ αὐτ. 7. 1· [[ἔγκλημα]] μικρὸν αἰτίαν θ’ ἑτοιμάσας Σοφ. Τρ. 361· [[δῶμα]] Εὐρ. Ἄλκ. 364· βουλὴν ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 473· δάκρυα δ’ ἑτοιμάζουσι, εἰς τοὺς προξενοῦντας δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 454 ([[ἔνθα]] ο Δινδ. προτείνει: δάκρυα δὲ τοῖς γονεῦσι, ἴδε τόπῳ)· [[ἀργύριον]] ῥητὸν Θουκ. 2. 7, κτλ.: ― μετ’ ἀπαρ., κάπρον ἑτοιμασάτω ταμέειν Ἰλ. Τ. 197. ΙΙ. Μέσ., ὄφρ’ [[ἱρόν]] ἑτοιμασσαίατ’ Ἀθήνῃ Κ. 571· ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους Ν. 184· [[τἆλλα]] ἡτοιμάζετο, ἔκαμνε τὰς [[λοιπάς]] του ἑτοιμασίας, Θουκ. 4. 77· [[ὅπως]] ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν ὁ αὐτ. 1. 58· πλείονα ἡτοιμασμένοι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 5· τροφήν ἡτοιμασμένοι Δημ. 690. 8. 2) [[ἑτοιμάζω]] ἐμαυτόν, παρασκευάζομαι, [[γίνομαι]] ἕτοιμος, μετ’ ἀπαρεμφ. Ξεν. Ἀπολ. 8· [[πρός]] τι Πολύβ. 3. 105. 11. ΙΙΙ. Παθ. [[γίνομαι]] ἕτοιμος, ἡτοιμάσθαι ἤδη, ὅτι τὰ πράγματα εἶχον ἤδη ἑτοιμασθῆ, Θουκυδ. 6. 64, πρβλ. 7. 62· ἑτ. τι, παρασκευάζομαι μέ τι, Πολύβ. 8. 32, 7.
|lstext='''ἑτοιμάζω''': μέλλ. -άσω, κτλ. : παθ. πρκμ. ἡτοίμασμαι [[ἐνίοτε]] ἐν κυρίᾳ παθ. σημασ., [[ἐνίοτε]] δὲ ἐν μέσῃ, ἴδε κατωτ.: ([[ἑτοῖμος]]). Ἑτοιμάζω, [[παρασκευάζω]], προμηθεύω, ἐμοὶ [[γέρας]] αὐτίχ’ ἑτοιμάσατ’ Ἰλ. Α. 118· [[νέας]] Ἡρόδ. 6. 95· στρατιὴν ὁ αὐτ. 7. 1· [[ἔγκλημα]] μικρὸν αἰτίαν θ’ ἑτοιμάσας Σοφ. Τρ. 361· [[δῶμα]] Εὐρ. Ἄλκ. 364· βουλὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 473· δάκρυα δ’ ἑτοιμάζουσι, εἰς τοὺς προξενοῦντας δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 454 ([[ἔνθα]] ο Δινδ. προτείνει: δάκρυα δὲ τοῖς γονεῦσι, ἴδε τόπῳ)· [[ἀργύριον]] ῥητὸν Θουκ. 2. 7, κτλ.: ― μετ’ ἀπαρ., κάπρον ἑτοιμασάτω ταμέειν Ἰλ. Τ. 197. ΙΙ. Μέσ., ὄφρ’ [[ἱρόν]] ἑτοιμασσαίατ’ Ἀθήνῃ Κ. 571· ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους Ν. 184· [[τἆλλα]] ἡτοιμάζετο, ἔκαμνε τὰς [[λοιπάς]] του ἑτοιμασίας, Θουκ. 4. 77· [[ὅπως]] ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν ὁ αὐτ. 1. 58· πλείονα ἡτοιμασμένοι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 5· τροφήν ἡτοιμασμένοι Δημ. 690. 8. 2) [[ἑτοιμάζω]] ἐμαυτόν, παρασκευάζομαι, [[γίνομαι]] ἕτοιμος, μετ’ ἀπαρεμφ. Ξεν. Ἀπολ. 8· [[πρός]] τι Πολύβ. 3. 105. 11. ΙΙΙ. Παθ. [[γίνομαι]] ἕτοιμος, ἡτοιμάσθαι ἤδη, ὅτι τὰ πράγματα εἶχον ἤδη ἑτοιμασθῆ, Θουκυδ. 6. 64, πρβλ. 7. 62· ἑτ. τι, παρασκευάζομαι μέ τι, Πολύβ. 8. 32, 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly