Anonymous

ὅποι: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  14 January 2022
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅποι''': Ἰων. ὅκοι, Ἐπίρρ. συσχετικὸν τοῦ ποῖ· Ι. ἀναφορ., εἰς τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον, «[[ὅπου]]», ἐκεῖσ’ [[ὅποι]] πορευτέον Σοφ. Αἴ. 690· ἴθ’ [[ὅποι]] χρῄζεις Ἀριστοφ. Νεφ. 891· [[ὅποι]] ἄν, μετὰ ὑποτακτ., εἰς οἱονδήποτε τόπον, ἀπιέναι [[ὅποι]] ἂν βούλωνται Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 18, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 37D, κλ.· [[ὅποι]] ἂν [[ἄλλοσε]] βούλῃ, εἰς οἱονδήποτε [[ἄλλο]] [[μέρος]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 230Ε· ― οὕτω, [[ὅποι]] περ Σοφ. Αἴ. 810, Ο. Τ. 1458· [[ὅποι]] ποτὲ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 780, κτλ.· [[μέχρι]] [[ὅποι]] Πλάτ. Γοργ. 487C. β) ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας μετὰ ῥημάτων στάσεως, διδάξαι.. μ’ [[ὅποι]] καθέσταμεν (δηλ. [[ὅποι]] ἐλθόντες) Σοφ. Ο. Κ. 23, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 19· ἐκεῖσ’ [[ὅποι]], εἰς ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]] [[ὅπου]], Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 1062, πρβλ. Λοβεκ. εἰς Φρύνιχ. 43· ― περὶ τῆς διαφορᾶς [[αὐτοῦ]] ἀπὸ τοῦ ὅπη, ἴδε τὴν λέξ.· ― ἐν Σοφ. Ο. Κ. 383, τοὺς δὲ σοὺς [[ὅποι]] θεοὶ πόνους κατοικτιοῦσιν, οὐκ ἔχω μαθεῖν, ὁ Jebb. ἔχει [[ὅπου]], καὶ ἑρμηνεύει: ποῦ δὲ οἱ θεοὶ θὰ οἰκτίρωσι τὰ παθήματά σου δὲν [[γνωρίζω]]. γ) μετὰ γεν., [[ὅποι]] γῆς, εἰς ποῖον [[μέρος]] τῆς γῆς, Λατ. quo terrarum, [[ὅποι]] γῆς.. πεπλάνημαι Αἰσχύλ. Πρ. 565· [[ὅποι]] τέτραπται γῆς Ἀριστοφ. Ἀχ. 209· οὐκ οἶσθ’ [[ὅποι]] γῆς οὐδ’ [[ὅποι]] γνώμης φέρει Σοφ. Ἠλ. 922· χώρας τοῖσδ’ [[ὅποι]] προσωτάτω, εἰς τὸ πορρωτάτω κείμενον [[μέρος]] τῆς γῆς ταύτης, Εὐρ. Ἀνδρ. 922, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 6. 6, 1, κτλ. 2) ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, εἰς ποῖον [[μέρος]], ποῦ, ἀμηχανεῖν [[ὅποι]] τράποιντο Αἰσχύλ. Πέρσ. 459· ἂν σκοπῇ.. [[ὅποι]] φέρονται Ἀντιφάν. ἐν «Ἀρκάδι» 1. 7· ἴστε [[ὁπόθεν]] ὁ [[ἥλιος]] ἀνίσχει καὶ [[ὅποι]] δύεται Ξεν. Ἀν. 5. 7, 6· ― ἐπαναλαμβανομένης τῆς αὐτῆς ἐρωτήσεως ὑπὸ τοῦ ἐρωτωμένου, ποῖ; Ἀπόκρ. [[ὅποι]] μ’ ἐρωτᾷς; Κρώβυλος ἐν «Ψευδυποβολιμαίῳ» 1.
|lstext='''ὅποι''': Ἰων. ὅκοι, Ἐπίρρ. συσχετικὸν τοῦ ποῖ· Ι. ἀναφορ., εἰς τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον, «[[ὅπου]]», ἐκεῖσ’ [[ὅποι]] πορευτέον Σοφ. Αἴ. 690· ἴθ’ [[ὅποι]] χρῄζεις Ἀριστοφ. Νεφ. 891· [[ὅποι]] ἄν, μετὰ ὑποτακτ., εἰς οἱονδήποτε τόπον, ἀπιέναι [[ὅποι]] ἂν βούλωνται Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 18, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 37D, κλ.· [[ὅποι]] ἂν [[ἄλλοσε]] βούλῃ, εἰς οἱονδήποτε [[ἄλλο]] [[μέρος]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 230Ε· ― οὕτω, [[ὅποι]] περ Σοφ. Αἴ. 810, Ο. Τ. 1458· [[ὅποι]] ποτὲ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 780, κτλ.· [[μέχρι]] [[ὅποι]] Πλάτ. Γοργ. 487C. β) ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας μετὰ ῥημάτων στάσεως, διδάξαι.. μ’ [[ὅποι]] καθέσταμεν (δηλ. [[ὅποι]] ἐλθόντες) Σοφ. Ο. Κ. 23, Εὐρ. Ἡρακλ. 19· ἐκεῖσ’ [[ὅποι]], εἰς ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]] [[ὅπου]], Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 1062, πρβλ. Λοβεκ. εἰς Φρύνιχ. 43· ― περὶ τῆς διαφορᾶς [[αὐτοῦ]] ἀπὸ τοῦ ὅπη, ἴδε τὴν λέξ.· ― ἐν Σοφ. Ο. Κ. 383, τοὺς δὲ σοὺς [[ὅποι]] θεοὶ πόνους κατοικτιοῦσιν, οὐκ ἔχω μαθεῖν, ὁ Jebb. ἔχει [[ὅπου]], καὶ ἑρμηνεύει: ποῦ δὲ οἱ θεοὶ θὰ οἰκτίρωσι τὰ παθήματά σου δὲν [[γνωρίζω]]. γ) μετὰ γεν., [[ὅποι]] γῆς, εἰς ποῖον [[μέρος]] τῆς γῆς, Λατ. quo terrarum, [[ὅποι]] γῆς.. πεπλάνημαι Αἰσχύλ. Πρ. 565· [[ὅποι]] τέτραπται γῆς Ἀριστοφ. Ἀχ. 209· οὐκ οἶσθ’ [[ὅποι]] γῆς οὐδ’ [[ὅποι]] γνώμης φέρει Σοφ. Ἠλ. 922· χώρας τοῖσδ’ [[ὅποι]] προσωτάτω, εἰς τὸ πορρωτάτω κείμενον [[μέρος]] τῆς γῆς ταύτης, Εὐρ. Ἀνδρ. 922, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 6. 6, 1, κτλ. 2) ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, εἰς ποῖον [[μέρος]], ποῦ, ἀμηχανεῖν [[ὅποι]] τράποιντο Αἰσχύλ. Πέρσ. 459· ἂν σκοπῇ.. [[ὅποι]] φέρονται Ἀντιφάν. ἐν «Ἀρκάδι» 1. 7· ἴστε [[ὁπόθεν]] ὁ [[ἥλιος]] ἀνίσχει καὶ [[ὅποι]] δύεται Ξεν. Ἀν. 5. 7, 6· ― ἐπαναλαμβανομένης τῆς αὐτῆς ἐρωτήσεως ὑπὸ τοῦ ἐρωτωμένου, ποῖ; Ἀπόκρ. [[ὅποι]] μ’ ἐρωτᾷς; Κρώβυλος ἐν «Ψευδυποβολιμαίῳ» 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly