Anonymous

συσκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν"
m (Text replacement - " esp. in " to " especially in ")
m (Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τακτοποιώ]] διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για [[μεταφορά]], [[αμπαλάρω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] τη [[συσκευασία]] τυποποιημένου προϊόντος<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]] φαρμακευτικό [[μίγμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[μαζί]] και [[ετοιμάζω]] διάφορα πράγματα («ἵππους δοὺς καὶ ἄλλα συσκευάσας [[πολλά]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]] («τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῑς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν... συνεσκευασμένοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συσκευάζομαι</i><br />[[κάνω]] κάποιον συνεργάτη μου ή ομόφρονα σε [[κάτι]] [[κακό]] («οὕς μὲν δεδιξάμενοι τῶν πολιτῶν, οὕς δὲ συσκευασάμενοι χάρισι καὶ δωροδοκίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] ή [[συναθροίζω]] από κοινού, [[βοηθώ]] στην [[προετοιμασία]] («παῑ παῑ, τὸ δεῑπνον, Χρυσέ, συσκεύαζε νῷν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προετοιμάζω]], [[προπαρασκευάζω]] («συνεσκευάζετο τὴν εἰς Πέρσας πορείαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) (με παθ. παρακμ.) [[ετοιμάζω]] τις αποσκευές μου για [[αναχώρηση]]<br />β) (στην μτχ. μέσ. αορ. ή παρακμ.) [[είμαι]] [[έτοιμος]] για [[αναχώρηση]]<br />γ) [[οικονομώ]], [[συλλέγω]] ή [[διευθετώ]] για δική μου [[χρήση]] ή για το [[συμφέρον]] μου.
|mltxt=ΝΜΑ [[σκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τακτοποιώ]] διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για [[μεταφορά]], [[αμπαλάρω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] τη [[συσκευασία]] τυποποιημένου προϊόντος<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]] φαρμακευτικό [[μίγμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[μαζί]] και [[ετοιμάζω]] διάφορα πράγματα («ἵππους δοὺς καὶ ἄλλα συσκευάσας [[πολλά]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]] («τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῑς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν... συνεσκευασμένοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συσκευάζομαι</i><br />[[κάνω]] κάποιον συνεργάτη μου ή ομόφρονα σε [[κάτι]] [[κακό]] («οὕς μὲν δεδιξάμενοι τῶν πολιτῶν, οὕς δὲ συσκευασάμενοι χάρισι καὶ δωροδοκίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] ή [[συναθροίζω]] από κοινού, [[βοηθώ]] στην [[προετοιμασία]] («παῑ παῑ, τὸ δεῖπνον, Χρυσέ, συσκεύαζε νῷν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προετοιμάζω]], [[προπαρασκευάζω]] («συνεσκευάζετο τὴν εἰς Πέρσας πορείαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) (με παθ. παρακμ.) [[ετοιμάζω]] τις αποσκευές μου για [[αναχώρηση]]<br />β) (στην μτχ. μέσ. αορ. ή παρακμ.) [[είμαι]] [[έτοιμος]] για [[αναχώρηση]]<br />γ) [[οικονομώ]], [[συλλέγω]] ή [[διευθετώ]] για δική μου [[χρήση]] ή για το [[συμφέρον]] μου.
}}
}}
{{lsm
{{lsm