Anonymous

ἐποτρύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς"
m (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐποτρύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρακινώ]], [[ερεθίζω]] («καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κινώ]], [[διεγείρω]] [[εναντίον]] κάποιου («νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[στέλνω]] επειγόντως («[[δέδοικα]] μή... Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ [[πάντα]] ἐποτρύνωσι Κεφαλλήνων πολίεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για σαλπιγκτή) [[δίνω]] [[σήμα]] με τη [[σάλπιγγα]] για έφοδο («σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐποτρύνομαι</i><br />[[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]] («ἡμεῑς δ’..., ἐποτρυνώμεθα πομπήν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οτρύνω]] «[[παρακινώ]]»].
|mltxt=[[ἐποτρύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρακινώ]], [[ερεθίζω]] («καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κινώ]], [[διεγείρω]] [[εναντίον]] κάποιου («νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[στέλνω]] επειγόντως («[[δέδοικα]] μή... Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ [[πάντα]] ἐποτρύνωσι Κεφαλλήνων πολίεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για σαλπιγκτή) [[δίνω]] [[σήμα]] με τη [[σάλπιγγα]] για έφοδο («σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐποτρύνομαι</i><br />[[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]] («ἡμεῖς δ’..., ἐποτρυνώμεθα πομπήν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οτρύνω]] «[[παρακινώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm