Anonymous

σωματικός: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "στοιχεῑ" to "στοιχεῖ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=somatikos
|Transliteration C=somatikos
|Beta Code=swmatiko/s
|Beta Code=swmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for the [[body]], [[bodily]], opp. ψυχικός, ἔργα <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1101b33</span>; [[πάθη]] ib. <span class="bibl">1173b9</span>; [[ἡδοναί]] ib.<span class="bibl">1104b5</span>; <b class="b3">τὰ σ. ἡδέα</b> ib.<span class="bibl">1152a5</span>; πόνοι <span class="title">SIG</span>708.11 (Istropolis, ii B.C.); ἐργασίαι <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>21.10</span> (ii A.D.); ἀσθένεια <span class="bibl"><span class="title">BGU</span> 1773.13</span> (i B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>51.5</span> (ii A.D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[bodily]], [[corporeal]], opp. [[ἀσώματος]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">de An.</span>404b31</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>987a4</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ph.</span>214a12</span>, Ti. Locr.<span class="bibl">96a</span>; <b class="b3">σ. ἐποίησαν τὰ δώδεκα ζῴδια κατὰ τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπου</b> [[gave somatic application]] (cf. μελοθεσία <span class="bibl">1.1</span>) <b class="b2">to . .</b>, Rhetor.in ''Cat. Cod.Astr''.<span class="bibl">1.143</span>: Comp. -ώτερος <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.14.3</span>: Sup. σωμᾰτ-ώτατος <span class="bibl">Id.<span class="title">Sens.</span>37</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[corporeally]], <span class="bibl">Ph.1.484</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Col.</span>2.9</span>, Plu.2.424e; ἀργυρικῶς ἢ σ. κολασθήσεται <span class="title">OGI</span>664.17 (Egypt, iii A.D.): Astrol. <b class="b3">-κῶς</b>, opp. 'in aspect', <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>52</span>, <span class="bibl">132</span>, <span class="bibl">147</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[forming a corpus]], αἱ σποράδην καὶ οὐ σ. ζητήσεις <span class="bibl">D.L.7.198</span>.</span>
|Definition=σωματική, σωματικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for the [[body]], [[bodily]], opp. [[ψυχικός]], ἔργα [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1101b33; [[πάθη]] ib. 1173b9; [[ἡδοναί]] ib.1104b5; <b class="b3">τὰ σ. ἡδέα</b> ib.1152a5; πόνοι ''SIG''708.11 (Istropolis, ii B.C.); ἐργασίαι ''PFay.''21.10 (ii A.D.); [[ἀσθένεια]] ''BGU'' 1773.13 (i B.C.), ''PFlor.''51.5 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[bodily]], [[corporeal]], opp. [[ἀσώματος]], Arist. ''de An.''404b31, cf. ''Metaph.''987a4, ''Ph.''214a12, Ti. Locr.96a; <b class="b3">σ. ἐποίησαν τὰ δώδεκα ζῴδια κατὰ τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπου</b> gave [[somatic]] [[application]] (cf. [[μελοθεσία]] 1.1) to.., Rhetor.in ''Cat. Cod.Astr''.1.143: Comp. σωματικώτερος [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.14.3: Sup. σωματικώτατος Id.''Sens.''37. Adv. [[σωματικῶς]] = [[corporeally]], Ph.1.484, ''Ep.Col.''2.9, Plu.2.424e; [[ἀργυρικῶς]] [[σωματικῶς]] κολασθήσεται ''OGI''664.17 (Egypt, iii A.D.): Astrol. [[σωματικῶς]], opp. 'in [[aspect]]', Ptol.''Tetr.''52, 132, 147: Comp. σωματικώτερον S.E.''P.''1.7.<br><span class="bld">3</span> [[forming a corpus]], αἱ σποράδην καὶ οὐ σ. ζητήσεις D.L.7.198.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] leiblich, körperlich, zum Körper gehörig; [[οὐσία]], Plat. Tim. Locr. 96 a; [[πάθη]], Arist. eth. 10, 3, 6; [[ῥώμη]], [[δύναμις]], Pol. 6, 5, 7. 8, 12, 9 u. öfter. – Adv., Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] leiblich, körperlich, zum Körper gehörig; [[οὐσία]], Plat. Tim. Locr. 96 a; [[πάθη]], Arist. eth. 10, 3, 6; [[ῥώμη]], [[δύναμις]], Pol. 6, 5, 7. 8, 12, 9 u. öfter. – Adv., Plut.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σωμᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[σῶμα]], Λατ. corporeus ἀντίθετον τῷ [[ψυχικός]], ἔργα Ἀριστ. Ἡθικ. Νικ. 1. 12. 6· [[πάθη]] [[αὐτόθι]] 10. 3, 6· ἡδοναὶ [[αὐτόθι]] 2. 3, 1· τὰ σωματικὰ αὐτόθ. 7. 9, 5. 2) [[σωματικός]], [[ὑλικός]], ἀντίθετον τῷ [[ἀσώματος]], Τίμ. Λοκρ. 96Α, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 14, Φυσ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ. -Συγκρ. -ώτερος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 14, 3· ὑπερθετ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 37. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐπιστ. πρ. Κολοσσ. β΄, 9, Πλούτ. 2. 424D· συγκρ. -ώτερον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 7.
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne le corps]], [[corporel]].<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=σωμᾰτικός -ή -όν [σῶμα] [[lichamelijk]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le corps, corporel.<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]].
|elrutext='''σωμᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[телесный]], [[плотский]], [[физический]] (ἔργα, [[ἡδέα]] Arst.; [[ῥώμη]] Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[вещественный]], [[материальный]] ([[οὐσία]] Plat.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=σωματική, σωματικον ([[σῶμα]]), from [[Aristotle]] [[down]], "[[corporeal]] (Vulg. corporalis), [[bodily]];<br /><b class="num">a.</b> having a [[bodily]] [[form]] or [[nature]]": σωματικῷ εἴδει, [[ἀσώματος]], [[Philo]] de opif. mund. § 4).<br /><b class="num">b.</b> pertaining to the [[body]]: ἡ [[γυμνασία]], [[ἕξις]], Josephus, b. j. 6,1, 6: ἐπιθυμίαι σωματικαί, ἐπιθυμίαι καί ἡδοναι, [[Aristotle]], eth. Nic. 7,7, p. 1149b, 26; others; ἀπέχου [[τῶν]] σαρκικῶν καί σωματικῶν σπιθυμιων, ' Teaching' etc. 1,4 [ET])).
|txtha=σωματική, σωματικον ([[σῶμα]]), from [[Aristotle]] down, "[[corporeal]] (Vulg. corporalis), [[bodily]];<br /><b class="num">a.</b> having a [[bodily]] [[form]] or [[nature]]": σωματικῷ εἴδει, [[ἀσώματος]], [[Philo]] de opif. mund. § 4).<br /><b class="num">b.</b> pertaining to the [[body]]: ἡ [[γυμνασία]], [[ἕξις]], Josephus, b. j. 6,1, 6: ἐπιθυμίαι σωματικαί, ἐπιθυμίαι καί ἡδοναι, [[Aristotle]], eth. Nic. 7,7, p. 1149b, 26; others; ἀπέχου τῶν σαρκικῶν καί σωματικῶν σπιθυμιων, ' Teaching' etc. 1,4 [ET])).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σωματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σώμα]], <i>σώματος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο [[σώμα]] (α. «σωματική [[διάπλαση]]» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ.<br />γ. «πόνοι σωματικοί», <b>επιγρ.</b><br />δ. «σωματικὰ ἔργα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σωματική, υλική [[υπόσταση]] (α. «η σωματική [[παρουσία]] του Θεού» β. «καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει», ΚΔ.)<br /><b>3.</b> [[σχετικός]] με τις επιθυμίες του σώματος, [[ιδίως]] τις σεξουαλικές (α. «[[σωματικός]] [[έρωτας]]» β. «λῡσον... τοῦ ψυχικοῡ καὶ σωματικοῡ ἁμαρτήματος», Ευχολ.<br />γ. «σωφρονήσαι ἀπὸ σωματικῆς ἁμαρτίας», Μαλάλ. Ι.<br />δ. «σωματικαὶ ἡδοναί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σωματική [[αγωγή]]» — το [[σύνολο]] τών σωματικών και αθλητικών δραστηριοτήτων που αποσκοπούν σε παιδευτικούς σκοπούς, αλλ. [[φυσική]] [[αγωγή]]<br />β) «σωματική βία»<br /><b>(νομ.)</b> η [[κατά]] του σώματος ασκούμενη [[φυσική]] [[δύναμη]] με σκοπό την [[εξουδετέρωση]] της προβαλλόμενης ή της αναμενόμενης αντίστασης του προσώπου [[εναντίον]] του οποίου ασκείται<br />γ) «σωματική [[βλάβη]]»<br />(ποιν. δίκ.) [[κάθε]] μη ηθελημένη σωματική [[κάκωση]] ή [[επέμβαση]] στην εξωτερική [[εμφάνιση]] του ατόμου<br />δ) «σωματική [[έρευνα]]»<br />(ποιν. δίκ.) ανακριτική [[πράξη]] την οποία [[είναι]] δυνατόν να ενεργήσει [[οποιοσδήποτε]] [[ανακριτικός]] [[υπάλληλος]], όταν από τον αρμόδιο εισαγγελέα έχει διαταχθεί [[ανάκριση]] ή [[προανάκριση]] για [[κακούργημα]] ή [[πλημμέλημα]]<br />ε) «σωματική [[ιδιοσυστασία]] του ανθρώπου»<br />(ανατ.-ανθρωπολ.) το [[σύνολο]] τών μορφολογικών χαρακτηριστικών ενός ανθρώπου<br />στ) «σωματικά κύτταρα»<br /><b>βιολ.</b> τα κύτταρα του σώματος ενός οργανισμού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα γεννητικά κύτταρα<br />ζ) «γενετική σωματικών κυττάρων»<br /><b>βιολ.</b> γενετικές μελέτες σε καλλιέργειες σωματικών κυττάρων, όπως [[είναι]] η [[παρασκευή]] κυτταρικών υβριδίων με [[συγχώνευση]] και άλλες τεχνικές<br />η) «σωματκός [[αριθμός]]»<br /><b>βιολ.</b> ο [[βασικός]], [[συνήθως]] διπλοειδής, [[αριθμός]] χρωματοσωμάτων που απαντούν στα σωματικά κύτταρα<br />θ) «σωματική [[μετάλλαξη]]»<br /><b>βιολ.</b> γενετική [[αλλαγή]] που συμβαίνει [[κατά]] τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό σε ένα [[άτομο]] και έχει ως [[αποτέλεσμα]] την [[τροποποίηση]] του κληρονομικού του υλικού<br />ι) «[[σωματικός]] [[διαχωρισμός]]»<br /><b>βιολ.</b> [[άνισος]] [[διαχωρισμός]] τών οργανιδικών γονιδίων που προήλθαν από τον μητρικό και τον πατρικό οργανισμό σε διαφορετικούς ιστούς του ίδιου οργανισμού<br />ια) «εξωδεκτικές σωματικές αισθητήριες ίνες»<br /><b>βιολ.</b> νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από την [[περιφέρεια]] [[προς]] τον νωτιαίο μυελό και τών οποίων τα κυτταρικά σώματα βρίσκονται στα ραχιαία γάγγλια<br />ιβ) «προσαγωγές σωματικές αισθητήριες ίνες»<br /><b>βιολ.</b> νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από τα αισθητήρια όργανα, [[εκτός]] του κεφαλιού, οι οποίες αναφέρονται σε εξωτερικά ερεθίσματα<br />ιγ) «σωματικά συμπτώματα»<br /><b>ιατρ.</b> συμπτώματα ψυχικών νόσων που εκδηλώνονται στις σωματικές λειτουργίες, αλλ. ψυχοσωματικά<br />ιδ) «σωματική [[ποινή]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[ποινή]] που πλήττει το [[σώμα]] του καταδίκου, όπως [[είναι]] ο ξυλοδαρμός, η [[μαστίγωση]], ο [[ακρωτηριασμός]]<br />ιε) «σωματικό [[σχήμα]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> η [[εικόνα]] που έχει ένα [[άτομο]] για το [[σώμα]] του<br />ιστ) «σωματικές τροποποιήσεις και ακρωτηριασμοί»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.) εσκεμμένες μόνιμες ή ημιμόνιμες τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στο ανθρώπινο [[σώμα]] ατόμων εν ζωή για θρησκευτικούς, αισθητικούς ή κοινωνικούς λόγους<br /><b>μσν.</b><br />[[στερεός]] («τὰ σωματικὰ τοῦ κόσμου στοιχεῖα», Ειρην.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στα γήινα, στα εφήμερα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πνευματικά και τα αιώνια («[[ὑπεράνω]] μὲν τῶν αἰσθητῶν καὶ πάσης σωματικῆς φαντασίας γινόμενος, πρὸς δὲ τὰ ἐν οὐρανοῑς θεῑα καὶ νοητά τῇ δυνάμει τοῦ νοῡ συναπτόμενος», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που σκέπτεται με την κοσμική, τη γήινη [[λογική]] (α. «ὁ σωματικὸς [[θεολόγος]]», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «τοῖς σωματικοῑς Ιουδαίοις», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> [[συγκεκριμένος]], [[φυσικός]] («ἐὰν λάβῃς τὰς φυλὰς ταύτας σωματικὰς... ποῡ ιβ' χιλιάδας εὕροις;» Ωριγ.)<br /><b>4.</b> [[εξωτερικός]], [[τυπικός]], [[τυπολατρικός]] («τὴν παραίτησιν τῆς κατὰ τὸν Μωυσέως νόμον σωματικωτέρας λατρείας διδάσκει», Ευσ.)<br /><b>5.</b> ο [[κατά]] λέξιν, [[κυριολεκτικός]] («τῆς σωματικής τῶν ὀνομάτων ἐμφάσεως», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σωματικά</i><br />τα γήινα, τα εφήμερα, τα ανθρώπινα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πνευματικά, [[προς]] τα αιώνια («διὰ τῶν σωματικῶν αὐτοὺς ἐστὶ τὰ πνευματικά ποδηγεῑ», Θεοδωρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχηματίζει ένα [[σώμα]], που αποτελεί [[σύνολο]] («αἱ [[σποράδην]] καὶ οὐ σωματικαὶ ζητήσεις», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά σωματικά</i><br />οι σαρκικές επιθυμίες, ο [[ερωτικός]] [[πόθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματικώς</i> / <i>σωματικῶς</i> ΝΜΑ και <i>σωματικά</i> Ν<br /><b>1.</b> ως [[προς]] το [[σώμα]], σε [[αναφορά]] [[προς]] το [[σώμα]]<br /><b>2.</b> με σωματική [[υπόσταση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με σωματική [[μορφή]], με υλικό τρόπο (α. «εικονίζουν τους αγγέλους σωματικά» β. «σωματικώς, ὡς εικόνισε Μωϋσῆς τὰ χερουβὶμ καὶ ὡς ἑωράθησαν τοῖς ἀξίοις», Ιωάνν. Δαμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> μέσω του σώματος («μὴ ἐνεργούσης ἔτι σωματικῶς τῆς ψυχῆς», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιώντας όρους που αναφέρονται στο [[σώμα]] («μὴ [[τοίνυν]] διὰ τὰ σωματικῶς περὶ τοῦ θεοῡ λεγόμενα, ὡς ἐχώρουν οἱ παλαιοί, [[σῶμα]] τὸν Θεὸν νομίζομεν», Ωριγ.)<br /><b>3.</b> σχετικά με την ευχαριστιακή, μυστηριακή [[ένωση]] του πιστού με τον Χριστό («γίνεται μὲν γὰρ ἐν ἡμῖν ὁ [[υἱός]], σωματικῶς μὲν ὡς [[ἄνθρωπος]], συνανακιρνάμενός τε καὶ συνενούμενος δι' εύλογίας τῆς μυστικῆς», Κύρ.)<br /><b>4.</b> [[κατά]] λέξιν, στην [[κυριολεξία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το βαθύτερο [[νόημα]] («ἀληθεύειν σωματικῶς ἅμα καὶ πνευματικῶς», Ωριγ.)
|mltxt=-ή, -ό / [[σωματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σώμα]], σώματος<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο [[σώμα]] (α. «σωματική [[διάπλαση]]» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ.<br />γ. «πόνοι σωματικοί», <b>επιγρ.</b><br />δ. «σωματικὰ ἔργα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σωματική, υλική [[υπόσταση]] (α. «η σωματική [[παρουσία]] του Θεού» β. «καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει», ΚΔ.)<br /><b>3.</b> [[σχετικός]] με τις επιθυμίες του σώματος, [[ιδίως]] τις σεξουαλικές (α. «[[σωματικός]] [[έρωτας]]» β. «λῡσον... τοῦ ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ ἁμαρτήματος», Ευχολ.<br />γ. «σωφρονήσαι ἀπὸ σωματικῆς ἁμαρτίας», Μαλάλ. Ι.<br />δ. «σωματικαὶ ἡδοναί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σωματική [[αγωγή]]» — το [[σύνολο]] τών σωματικών και αθλητικών δραστηριοτήτων που αποσκοπούν σε παιδευτικούς σκοπούς, αλλ. [[φυσική]] [[αγωγή]]<br />β) «σωματική βία»<br /><b>(νομ.)</b> η [[κατά]] του σώματος ασκούμενη [[φυσική]] [[δύναμη]] με σκοπό την [[εξουδετέρωση]] της προβαλλόμενης ή της αναμενόμενης αντίστασης του προσώπου [[εναντίον]] του οποίου ασκείται<br />γ) «σωματική [[βλάβη]]»<br />(ποιν. δίκ.) [[κάθε]] μη ηθελημένη σωματική [[κάκωση]] ή [[επέμβαση]] στην εξωτερική [[εμφάνιση]] του ατόμου<br />δ) «σωματική [[έρευνα]]»<br />(ποιν. δίκ.) ανακριτική [[πράξη]] την οποία [[είναι]] δυνατόν να ενεργήσει [[οποιοσδήποτε]] [[ανακριτικός]] [[υπάλληλος]], όταν από τον αρμόδιο εισαγγελέα έχει διαταχθεί [[ανάκριση]] ή [[προανάκριση]] για [[κακούργημα]] ή [[πλημμέλημα]]<br />ε) «σωματική [[ιδιοσυστασία]] του ανθρώπου»<br />(ανατ.-ανθρωπολ.) το [[σύνολο]] τών μορφολογικών χαρακτηριστικών ενός ανθρώπου<br />στ) «σωματικά κύτταρα»<br /><b>βιολ.</b> τα κύτταρα του σώματος ενός οργανισμού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα γεννητικά κύτταρα<br />ζ) «γενετική σωματικών κυττάρων»<br /><b>βιολ.</b> γενετικές μελέτες σε καλλιέργειες σωματικών κυττάρων, όπως [[είναι]] η [[παρασκευή]] κυτταρικών υβριδίων με [[συγχώνευση]] και άλλες τεχνικές<br />η) «σωματκός [[αριθμός]]»<br /><b>βιολ.</b> ο [[βασικός]], [[συνήθως]] διπλοειδής, [[αριθμός]] χρωματοσωμάτων που απαντούν στα σωματικά κύτταρα<br />θ) «σωματική [[μετάλλαξη]]»<br /><b>βιολ.</b> γενετική [[αλλαγή]] που συμβαίνει [[κατά]] τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό σε ένα [[άτομο]] και έχει ως [[αποτέλεσμα]] την [[τροποποίηση]] του κληρονομικού του υλικού<br />ι) «[[σωματικός]] [[διαχωρισμός]]»<br /><b>βιολ.</b> [[άνισος]] [[διαχωρισμός]] τών οργανιδικών γονιδίων που προήλθαν από τον μητρικό και τον πατρικό οργανισμό σε διαφορετικούς ιστούς του ίδιου οργανισμού<br />ια) «εξωδεκτικές σωματικές αισθητήριες ίνες»<br /><b>βιολ.</b> νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από την [[περιφέρεια]] [[προς]] τον νωτιαίο μυελό και τών οποίων τα κυτταρικά σώματα βρίσκονται στα ραχιαία γάγγλια<br />ιβ) «προσαγωγές σωματικές αισθητήριες ίνες»<br /><b>βιολ.</b> νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από τα αισθητήρια όργανα, [[εκτός]] του κεφαλιού, οι οποίες αναφέρονται σε εξωτερικά ερεθίσματα<br />ιγ) «σωματικά συμπτώματα»<br /><b>ιατρ.</b> συμπτώματα ψυχικών νόσων που εκδηλώνονται στις σωματικές λειτουργίες, αλλ. ψυχοσωματικά<br />ιδ) «σωματική [[ποινή]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[ποινή]] που πλήττει το [[σώμα]] του καταδίκου, όπως [[είναι]] ο ξυλοδαρμός, η [[μαστίγωση]], ο [[ακρωτηριασμός]]<br />ιε) «σωματικό [[σχήμα]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> η [[εικόνα]] που έχει ένα [[άτομο]] για το [[σώμα]] του<br />ιστ) «σωματικές τροποποιήσεις και ακρωτηριασμοί»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.) εσκεμμένες μόνιμες ή ημιμόνιμες τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στο ανθρώπινο [[σώμα]] ατόμων εν ζωή για θρησκευτικούς, αισθητικούς ή κοινωνικούς λόγους<br /><b>μσν.</b><br />[[στερεός]] («τὰ σωματικὰ τοῦ κόσμου στοιχεῖα», Ειρην.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στα γήινα, στα εφήμερα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πνευματικά και τα αιώνια («[[ὑπεράνω]] μὲν τῶν αἰσθητῶν καὶ πάσης σωματικῆς φαντασίας γινόμενος, πρὸς δὲ τὰ ἐν οὐρανοῖς θεῖα καὶ νοητά τῇ δυνάμει τοῦ νοῦ συναπτόμενος», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που σκέπτεται με την κοσμική, τη γήινη [[λογική]] (α. «ὁ σωματικὸς [[θεολόγος]]», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «τοῖς σωματικοῖς Ιουδαίοις», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> [[συγκεκριμένος]], [[φυσικός]] («ἐὰν λάβῃς τὰς φυλὰς ταύτας σωματικὰς... ποῦ ιβ' χιλιάδας εὕροις;» Ωριγ.)<br /><b>4.</b> [[εξωτερικός]], [[τυπικός]], [[τυπολατρικός]] («τὴν παραίτησιν τῆς κατὰ τὸν Μωυσέως νόμον σωματικωτέρας λατρείας διδάσκει», Ευσ.)<br /><b>5.</b> ο [[κατά]] λέξιν, [[κυριολεκτικός]] («τῆς σωματικής τῶν ὀνομάτων ἐμφάσεως», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σωματικά</i><br />τα γήινα, τα εφήμερα, τα ανθρώπινα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πνευματικά, [[προς]] τα αιώνια («διὰ τῶν σωματικῶν αὐτοὺς ἐστὶ τὰ πνευματικά ποδηγεῖ», Θεοδωρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχηματίζει ένα [[σώμα]], που αποτελεί [[σύνολο]] («αἱ [[σποράδην]] καὶ οὐ σωματικαὶ ζητήσεις», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά σωματικά</i><br />οι σαρκικές επιθυμίες, ο [[ερωτικός]] [[πόθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματικώς</i> / <i>σωματικῶς</i> ΝΜΑ και <i>σωματικά</i> Ν<br /><b>1.</b> ως [[προς]] το [[σώμα]], σε [[αναφορά]] [[προς]] το [[σώμα]]<br /><b>2.</b> με σωματική [[υπόσταση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με σωματική [[μορφή]], με υλικό τρόπο (α. «εικονίζουν τους αγγέλους σωματικά» β. «σωματικώς, ὡς εικόνισε Μωϋσῆς τὰ χερουβὶμ καὶ ὡς ἑωράθησαν τοῖς ἀξίοις», Ιωάνν. Δαμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> μέσω του σώματος («μὴ ἐνεργούσης ἔτι σωματικῶς τῆς ψυχῆς», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιώντας όρους που αναφέρονται στο [[σώμα]] («μὴ [[τοίνυν]] διὰ τὰ σωματικῶς περὶ τοῦ θεοῦ λεγόμενα, ὡς ἐχώρουν οἱ παλαιοί, [[σῶμα]] τὸν Θεὸν νομίζομεν», Ωριγ.)<br /><b>3.</b> σχετικά με την ευχαριστιακή, μυστηριακή [[ένωση]] του πιστού με τον Χριστό («γίνεται μὲν γὰρ ἐν ἡμῖν ὁ [[υἱός]], σωματικῶς μὲν ὡς [[ἄνθρωπος]], συνανακιρνάμενός τε καὶ συνενούμενος δι' εύλογίας τῆς μυστικῆς», Κύρ.)<br /><b>4.</b> [[κατά]] λέξιν, στην [[κυριολεξία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το βαθύτερο [[νόημα]] («ἀληθεύειν σωματικῶς ἅμα καὶ πνευματικῶς», Ωριγ.)
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σωμᾰτικός:''' -ή, -όν ([[σῶμα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο [[σώμα]], αντίθ. προς το [[ψυχικός]], Λατ. [[corporeus]], σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σωματικός]], δηλ. [[υλικός]], αντίθ. προς το [[ἀσώματος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''σωμᾰτικός:''' -ή, -όν ([[σῶμα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο [[σώμα]], αντίθ. προς το [[ψυχικός]], Λατ. [[corporeus]], σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σωματικός]], δηλ. [[υλικός]], αντίθ. προς το [[ἀσώματος]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σωμᾰτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> телесный, плотский, физический (ἔργα, [[ἡδέα]] Arst.; [[ῥώμη]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> вещественный, материальный ([[οὐσία]] Plat.).
|lstext='''σωμᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[σῶμα]], Λατ. corporeus ἀντίθετον τῷ [[ψυχικός]], ἔργα Ἀριστ. Ἡθικ. Νικ. 1. 12. 6· [[πάθη]] [[αὐτόθι]] 10. 3, 6· ἡδοναὶ [[αὐτόθι]] 2. 3, 1· τὰ σωματικὰ αὐτόθ. 7. 9, 5. 2) [[σωματικός]], [[ὑλικός]], ἀντίθετον τῷ [[ἀσώματος]], Τίμ. Λοκρ. 96Α, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 14, Φυσ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ. -Συγκρ. -ώτερος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 14, 3· ὑπερθετ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 37. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐπιστ. πρ. Κολοσσ. β΄, 9, Πλούτ. 2. 424D· συγκρ. -ώτερον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 7.
}}
{{elnl
|elnltext=σωμᾰτικός --όν [σῶμα] lichamelijk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σωμᾰτικός, ή, όν [[σῶμα]]<br /><b class="num">1.</b> of or for the [[body]], [[bodily]], Lat. [[corporeus]], Arist.:—adv. -κῶς, NTest.<br /><b class="num">2.</b> [[bodily]], [[corporeal]], [[material]], Arist.
|mdlsjtxt=σωμᾰτικός, ή, όν [[σῶμα]]<br /><b class="num">1.</b> of or for the [[body]], [[bodily]], Lat. [[corporeus]], Arist.:—adv. [[σωματικῶς]], NTest.<br /><b class="num">2.</b> [[bodily]], [[corporeal]], [[material]], Arist.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':swmatikÒj 所馬提可士<br />'''詞類次數''':形容詞(2)<br />'''原文字根''':身體(化)<br />'''字義溯源''':形體的,形(狀),身體的,有身體的;源自([[σῶμα]])=身體),而 ([[σῶμα]])出自([[ἐκσῴζω]] / [[σῴζω]])=救),而 ([[ἐκσῴζω]] / [[σῴζω]])出自([[σωρεύω]])X*=穩妥,安全)<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);提前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 身體的(1) 提前4:8;<br />2) 形(1) 路3:22
|sngr='''原文音譯''':swmatikÒj 所馬提可士<br />'''詞類次數''':形容詞(2)<br />'''原文字根''':身體(化)<br />'''字義溯源''':形體的,形(狀),身體的,有身體的;源自([[σῶμα]])=身體),而 ([[σῶμα]])出自([[ἐκσῴζω]] / [[σῴζω]])=救),而 ([[ἐκσῴζω]] / [[σῴζω]])出自([[σωρεύω]])X*=穩妥,安全)<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);提前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 身體的(1) 提前4:8;<br />2) 形(1) 路3:22
}}
}}