Anonymous

μοχθηρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μοχθηρός''': -ά, -όν, ([[μοχθέω]]) καὶ μόχθηρος (ἴδε ἐν τέλει) ὁ ὑποφέρων κόπους, ὁ ἐν δυσχερείαις διατελῶν, [[κακοπαθής]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 257· ὦ μόχθηρε σύ! Ἀριστοφ. Ἀχ. 165, Βάτρ. 1175· ὦ μόχθηρε Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε· - [[οὕτως]] ἐπὶ καταστάσεως, μοχθηρῆς ἐούσης τῆς ζόης Ἡρόδ. 7. 46· ἣ ζῶ βίον μοχθηρὸν Σοφ. Ἠλ. 599· μοχθηρὰ τλῆναι, παθεῖν ταλαιπωρίας, Αἰσχύλ. Χο. 752. 2) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[βοῦς]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 316· [[ἱμάτιον]] Κρατῖν. ἐν «Σεριφίοις» 1· μοχθηρότερα ἀποδιδόναι τὰ [ἱμάτια] ἢ παρέλαβον Πλάτ. Μένων 91Ε· μοχθηρὰ τὰ πράγματα καταλαμβάνειν, εὑρίσκειν τὸ [[ἐμπόριον]] ἐν κακῇ καταστάσει, Δημ. 909· 21· μ. ἐλπίδας ἔχειν Δείναρχ. 103 ἐν τέλ.· μ. [[τραγῳδία]] Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 3, 8· ὕδατα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 8· [[χρόα]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 3· - ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ, τῆς ἐξωτερικῆς ὄψεως, μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν, [[δύσμορφος]], ἄσχημος, Ἀνδοκ. 13. 20. - Ἐπίρρ., σώματι μοχθηρῶς διακεῖσθαι, διακεῖσθαι ἐν κακῇ καταστάσει σωματικῶς, Πλάτ. Γοργ. 504Ε· ζῆν μ. [[αὐτόθι]] 505Α· - Συγκρ., μοχθηροτέρως ἔχεν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 343Ε· -ότερον, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 13. - Ὑπερθετ., -ότατα, Πλάτ. ἐν Ἐρυξ. ἐν τέλ. ΙΙ. συνηθέστατον ἐπὶ προσώπων ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, σχεδὸν συνώνυμ. τῷ [[πονηρός]], κακός, [[φαῦλος]], [[πανοῦργος]] τὴν διάθεσιν, Λατ. pravus, Θουκ. 8. 73, [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ., Πλάτ., κτλ.· ἐκ χρηστῶν καὶ γενναίων μοχθηροτάτους ἀπέδειξας Ἀριστοφ. Βάτρ. 1011, πρβλ. Πλάτ. Μένων 91Ε· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Πλ. 1003· ἐπὶ πράξεων, μ. τι πράσσειν Εὐρ. Ἀποσπ. 509, κτλ. - Πολλοὶ τῶν Γραμμ. γράφουσι μόχθηρος, πόνηρος, μὲ τὴν σημασίαν Ι, καὶ [[μοχθηρός]], [[πονηρός]], μὲ τὴν σημασ. ΙΙ, Ἀμμών. ἐν λέξ., Ἀρκάδ. 71· ἀλλ’ ὁ Ἡρῳδιαν. παρ’ Εὐστ. 341. 14 ἰσχυρίζεται ὅτι τὰ ἐπίθετα [[ταῦτα]] ὡς καὶ ἄλλα εἰς -ρος, ὡς [[καματηρός]], [[κρατερός]], κτλ., [[δέον]] νὰ γράφωνται ὀξυτόνως ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν σημασιῶν. Ἐν τῇ κλητικῇ [[ὅμως]] τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφ. ἔχουσι μόχθηρε, Ἀριστοφ. Ἀχ. 165, Βάτρ. 1175, Πλ. 391· οὕτω καὶ πόνηρε Νεφ. 687, Πλ. 127, 442, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ θηλ. ὦ πονήρα Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 26· πρβλ. [[ἀδελφός]], καὶ ἴδε M. Müller Chips, 4. σ. 230.
|lstext='''μοχθηρός''': -ά, -όν, ([[μοχθέω]]) καὶ μόχθηρος (ἴδε ἐν τέλει) ὁ ὑποφέρων κόπους, ὁ ἐν δυσχερείαις διατελῶν, [[κακοπαθής]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 257· ὦ μόχθηρε σύ! Ἀριστοφ. Ἀχ. 165, Βάτρ. 1175· ὦ μόχθηρε Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε· - [[οὕτως]] ἐπὶ καταστάσεως, μοχθηρῆς ἐούσης τῆς ζόης Ἡρόδ. 7. 46· ἣ ζῶ βίον μοχθηρὸν Σοφ. Ἠλ. 599· μοχθηρὰ τλῆναι, παθεῖν ταλαιπωρίας, Αἰσχύλ. Χο. 752. 2) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[βοῦς]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 316· [[ἱμάτιον]] Κρατῖν. ἐν «Σεριφίοις» 1· μοχθηρότερα ἀποδιδόναι τὰ [ἱμάτια] ἢ παρέλαβον Πλάτ. Μένων 91Ε· μοχθηρὰ τὰ πράγματα καταλαμβάνειν, εὑρίσκειν τὸ [[ἐμπόριον]] ἐν κακῇ καταστάσει, Δημ. 909· 21· μ. ἐλπίδας ἔχειν Δείναρχ. 103 ἐν τέλ.· μ. [[τραγῳδία]] Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 3, 8· ὕδατα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 8· [[χρόα]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 3· - ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ, τῆς ἐξωτερικῆς ὄψεως, μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν, [[δύσμορφος]], ἄσχημος, Ἀνδοκ. 13. 20. - Ἐπίρρ., σώματι μοχθηρῶς διακεῖσθαι, διακεῖσθαι ἐν κακῇ καταστάσει σωματικῶς, Πλάτ. Γοργ. 504Ε· ζῆν μ. [[αὐτόθι]] 505Α· - Συγκρ., μοχθηροτέρως ἔχεν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 343Ε· -ότερον, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 13. - Ὑπερθετ., -ότατα, Πλάτ. ἐν Ἐρυξ. ἐν τέλ. ΙΙ. συνηθέστατον ἐπὶ προσώπων ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, σχεδὸν συνώνυμ. τῷ [[πονηρός]], κακός, [[φαῦλος]], [[πανοῦργος]] τὴν διάθεσιν, Λατ. pravus, Θουκ. 8. 73, συχν. παρ’ Ἀριστοφ., Πλάτ., κτλ.· ἐκ χρηστῶν καὶ γενναίων μοχθηροτάτους ἀπέδειξας Ἀριστοφ. Βάτρ. 1011, πρβλ. Πλάτ. Μένων 91Ε· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Πλ. 1003· ἐπὶ πράξεων, μ. τι πράσσειν Εὐρ. Ἀποσπ. 509, κτλ. - Πολλοὶ τῶν Γραμμ. γράφουσι μόχθηρος, πόνηρος, μὲ τὴν σημασίαν Ι, καὶ [[μοχθηρός]], [[πονηρός]], μὲ τὴν σημασ. ΙΙ, Ἀμμών. ἐν λέξ., Ἀρκάδ. 71· ἀλλ’ ὁ Ἡρῳδιαν. παρ’ Εὐστ. 341. 14 ἰσχυρίζεται ὅτι τὰ ἐπίθετα [[ταῦτα]] ὡς καὶ ἄλλα εἰς -ρος, ὡς [[καματηρός]], [[κρατερός]], κτλ., [[δέον]] νὰ γράφωνται ὀξυτόνως ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν σημασιῶν. Ἐν τῇ κλητικῇ [[ὅμως]] τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφ. ἔχουσι μόχθηρε, Ἀριστοφ. Ἀχ. 165, Βάτρ. 1175, Πλ. 391· οὕτω καὶ πόνηρε Νεφ. 687, Πλ. 127, 442, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ θηλ. ὦ πονήρα Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 26· πρβλ. [[ἀδελφός]], καὶ ἴδε M. Müller Chips, 4. σ. 230.
}}
}}
{{bailly
{{bailly