3,277,172
edits
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰνός''': -ή, -όν, Ἐπ. καὶ Ἰων. [[λέξις]] = [[δεινός]], ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδάρῳ Π. 11. 85. Σοφ. Αἴ. 706 (λυρ.). Φοβερός, [[σκληρός]], [[χαλεπός]], [[τρομερός]], | |lstext='''αἰνός''': -ή, -όν, Ἐπ. καὶ Ἰων. [[λέξις]] = [[δεινός]], ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδάρῳ Π. 11. 85. Σοφ. Αἴ. 706 (λυρ.). Φοβερός, [[σκληρός]], [[χαλεπός]], [[τρομερός]], συχν. παρ᾿ Ὁμ. ἐπὶ αἰσθημάτων, [[ἄχος]], [[χόλος]], [[τρόμος]], [[κάματος]], [[ὀϊζύς]]· ἐπὶ καταστάσεως καὶ πράξεων, ὡς [[δηϊοτής]], [[πόλεμος]], [[μόρος]], κτλ.· ἐπὶ προσώπων, [[τρομερός]], [[φοβερός]], ἰδίως περὶ τοῦ [[Διός]]: αἰνότατε Κρονίδη, Ἰλ. Δ. 25, κτλ.· περὶ τῆς Παλλάδος Θ. 423. ΙΙ. ἐπίρρ. -νῶς, φοβερά, ὅ ἐ. παραδόξως, καθ᾿ ὑπερβολήν, Ἰλ. Κ. 38: ‒ ἔοικέ τινι, Γ. 158, Ὀδ. Α. 208· φιλέεσκε, Α. 264· ἐπὶ γόνυ κέκλιται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 930 (λυρ.)· φεύγειν τι, Ἡρόδ. 4. 76· [[ὡσαύτως]] κ. μετ᾿ ἐπιθέτου, αἰνῶς κακός, = φοβερὰ κακός, Ὀδ. Ρ. 24· αἰνῶς [[πικρός]], Ἡρόδ. 4. 52· τῆς Σκυθικῆς αἰνῶς ἀξύλου ἐούσης, [[αὐτόθι]] 61: ‒ [[ὡσαύτως]] αἰνὰ ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Α. 414: ‒ ὑπερθ. -ότατον, Ν. 52. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |