Anonymous

μόλις: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μόλῐς''': Ἐπίρρ., [[τύπος]] μεθομηρικὸς ἀντὶ τοῦ [[μόγις]], ἐπικρατῶν παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τῷ Θουκ., ἐνῷ ἀπὸ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ Πλάτ. καὶ [[ἐφεξῆς]] προὐτιμᾶτο τὸ [[μόγις]] (παρ᾿ Αἰσχύλῳ τὸ Μεδ. Ἀντίγραφ. ἔχει ἑκάτερον τὸν τύπον τούτων δίς, τὸ δὲ Λαυρ. τοῦ Σοφ. ἀείποτε [[μόλις]])· μ. μέν, ἀλλ᾿ ἠνεσχόμην Ἀριστοφ. Νεφ. 1363· ζῶντι καὶ [[μάλα]] μ. Πλάτ. Θεαίτ. 142Β· μ. καὶ ἤρεμα πάσχειν, σχεδὸν [[οὐδόλως]]..., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 12, 4· ἢ [[ὅλως]] οὐκ ἔστιν ἢ μ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 10, 1· [[μόλις]] [[πάνυ]] Εὔβουλ. ἐν «Δόλ.» 1· [[πάνυ]] μ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4. 8· ‒ [[συχν]]. μετ᾿ ἀρνητικοῦ, οὐ [[μόλις]], ἐξ ὁλοκλήρου, οὐ μ. ἀπολλύναι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1082· [[θυραῖος]] ἔστω [[πόλεμος]], οὐ μ. παρὼν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 864 ([[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ οὐ [[μόλις]] διὰ τοῦ οὐ [[μακράν]], ἀλλ᾿ ἡ [[ἔννοια]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]] καὶ σκοτεινή· ὁ Herm «non parum»)· θέλουσαν οὐ [[μόλις]] καλεῖς Εὐρ. Ἑλ. 334. ‒- Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 163-165.
|lstext='''μόλῐς''': Ἐπίρρ., [[τύπος]] μεθομηρικὸς ἀντὶ τοῦ [[μόγις]], ἐπικρατῶν παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τῷ Θουκ., ἐνῷ ἀπὸ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ Πλάτ. καὶ [[ἐφεξῆς]] προὐτιμᾶτο τὸ [[μόγις]] (παρ᾿ Αἰσχύλῳ τὸ Μεδ. Ἀντίγραφ. ἔχει ἑκάτερον τὸν τύπον τούτων δίς, τὸ δὲ Λαυρ. τοῦ Σοφ. ἀείποτε [[μόλις]])· μ. μέν, ἀλλ᾿ ἠνεσχόμην Ἀριστοφ. Νεφ. 1363· ζῶντι καὶ [[μάλα]] μ. Πλάτ. Θεαίτ. 142Β· μ. καὶ ἤρεμα πάσχειν, σχεδὸν [[οὐδόλως]]..., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 12, 4· ἢ [[ὅλως]] οὐκ ἔστιν ἢ μ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 10, 1· [[μόλις]] [[πάνυ]] Εὔβουλ. ἐν «Δόλ.» 1· [[πάνυ]] μ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4. 8· ‒ συχν. μετ᾿ ἀρνητικοῦ, οὐ [[μόλις]], ἐξ ὁλοκλήρου, οὐ μ. ἀπολλύναι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1082· [[θυραῖος]] ἔστω [[πόλεμος]], οὐ μ. παρὼν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 864 ([[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ οὐ [[μόλις]] διὰ τοῦ οὐ [[μακράν]], ἀλλ᾿ ἡ [[ἔννοια]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]] καὶ σκοτεινή· ὁ Herm «non parum»)· θέλουσαν οὐ [[μόλις]] καλεῖς Εὐρ. Ἑλ. 334. ‒- Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 163-165.
}}
}}
{{bailly
{{bailly