Anonymous

σαφής: Difference between revisions

From LSJ
8 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰφής''': -ές, γεν. έος, συνῃρ. οῦς, [[σαφής]], διακεκριμένος, [[καθαρός]], [[πρόδηλος]], ἐπὶ πραγμάτων ἀκουομένων, νοουμένων ἢ γινωσκομένων, σαφὲς δ’ οὐκ [[οἶδα]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 208, (ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. [[σάφα]], ὃ ἴδε)· [[μῦθος]] Αἰσχύλ. Πρ. 641· [[λόγος]] Ἀγ. 1047· χρησμὸς Ἀριστοφ. Λυσ. 777· [[κτύπος]] Σοφ. Ο. Κ. 1501· φθέγματ’ ὀρνίθων Ἠλ. 18· - ἀκολούθως, [[καθόλου]] ἐπὶ πραγμάτων, σ. ἀρετὰ Πινδ. Ι. 1. 30· [[τέκμαρ]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 978· [[τεκμήριον]] Εὐρ. Ἱππ. 926· [[πίστις]] Θουκ. 1. 35· [[βάσανος]] Πλάτ. Νόμ. 957D· σαφὲς τοῦτο παντὶ ὅτι.., [[εἶναι]] φανερὸν ὅτι…, ὁ αυτ. ἐν Φαίδρ. 239Ε· σ. τι ... λέξον Αἰσχύλ. Προμ. 705· σαφῆ δ’ ἀκούεις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκετ. 948· σαφῆ ἐκ στρατοῦ φέρων ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 40· σαφὲς καταστῆσαί τι, [[κάμνω]] τι σαφές, κατάδηλον, Θουκ. 1. 140, πρβλ. 3. 40· τὸ σαφές, ἡ φανερὰ [[ἀλήθεια]], ὁ αὐτ. 1. 22· σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σ. Εὐρ. Ὀρ. 397. 2) παρὰ Τραγικ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, σ. [[ἄγγελος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 82· φίλος Εὐρ. Ὀρ. 1155· μηνυταὶ Πλάτ. Νόμ. 917Ε· [[μάλιστα]] δὲ ἐπὶ μάντεων, προφητῶν, μαντείων, ὡς παρὰ τῷ Οὐεργιλίῳ certus Apollo, [[βέβαιος]], μὴ πλανώμενος, Σοφ. Ο. Τ. 390, 1011, Ο. Κ. 629· [[ἀκριβής]], γραμματεὺς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 370. ΙΙ. Ἐπίρρ. σᾰφῶς, Ἰων. -έως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 149, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ., [[μάλιστα]] (ὡς τὸ [[σάφα]]) μετὰ ῥημάτων λεκτικῶν, γνωστικῶν καὶ τῶν σημαινόντων τὸ ἀκούειν, καθαρῶς [[καλῶς]], [[διακεκριμένως]], [[σαφέως]] φράσαι, δηλοῦν, δεικνύναι, εἰδέναι, ἐπίστασθαι, Ἡροδ., Ἀττ.· μαθεῖν Πινδ. Π. 2. 27· ἀκούειν σ. Σοφ. Φιλ. 595· σ. ἤρετο Θουκ. 1. 118, κτλ.· - ἐπιτεταμ., εὖ γὰρ οἶδ’ ἐγὼ σ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1302. 2) φανερῶς, καθαρῶς, βεβαίως, προδήλως, ἀναμφιβόλως, σ. μ’ ἐς οἶκον σὸς [[λόγος]] στέλλει [[πάλιν]] Αἰσχύλ. Πρ. 387· ἦν σ., ἦτο κατάδηλον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1636· κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σ., Σοφ. Φιλ. 40· σ. φρόνει, ἔσο [[βέβαιος]] περὶ [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 810· σ. ἀπολωλέναι, εἶμαι ἀναμφιβόλως [[νεκρός]], Ξεν. Κύρ. 3. 2, 15· πήγνυμαι σ. Ἀντιφάνης ἐν «Νεαν.» 1. 7· σ. Σιδηρώ, [[ὄντως]] οὕτω κεκλημένη, Σοφ. Ἀποσπ. 573· τῶν σ. ἀποχειροβιώτων Ξεν. Κύρ. 8. 3, 37, πρβλ. Συμπ. 4, 32. 3) ἐν καταφατικαῖς ἀποκρίσεσι, βεβαίως, [[μάλιστα]], ναί, [[αὐτόθι]] 4, 60. - Συγκεκρ. -έστερον, Αἰσχύλ. Χο. 735, 767, [[συχν]]. παρὰ Πλάτωνι· σαφεστέρως Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 13· ὑπερθ. σαφέστατα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 38, Σοφ. Ο. Τ. 286, Ἀριστοφ. Πλ. 46, καὶ Πλάτ. (σαφὴς ἦν κατ’ ἀρχὰς ταὐτὸν τῷ [[σοφός]], ὡς γίνεται δῆλον ἐκ τοῦ Εὐρ. Ὀρ. 397 (ἴδε κατωτ.), ἂν καὶ ἐν παιδιᾷ τίθεται ὡς τὸ ἀντίθετον [[αὐτοῦ]] παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1434, ὁ μὲν σοφῶς γὰρ εἶπεν ὁ δ’ [[ἕτερος]] σαφῶς, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 397· - πιθανῶς ἡ [[ῥίζα]] [[δέον]] νὰ ἀναζητηθῇ ἐν τοῖς Λατιν. [[sapio]], [[sapor]], [[sapiens]], [[ὥστε]] ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τῆς λέξεως θὰ ἦτο [[σαφής]], ὡρισμένη [[γεῦσις]]· πρβλ. [[ὀπός]]).
|lstext='''σᾰφής''': -ές, γεν. έος, συνῃρ. οῦς, [[σαφής]], διακεκριμένος, [[καθαρός]], [[πρόδηλος]], ἐπὶ πραγμάτων ἀκουομένων, νοουμένων ἢ γινωσκομένων, σαφὲς δ’ οὐκ [[οἶδα]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 208, (ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. [[σάφα]], ὃ ἴδε)· [[μῦθος]] Αἰσχύλ. Πρ. 641· [[λόγος]] Ἀγ. 1047· χρησμὸς Ἀριστοφ. Λυσ. 777· [[κτύπος]] Σοφ. Ο. Κ. 1501· φθέγματ’ ὀρνίθων Ἠλ. 18· - ἀκολούθως, [[καθόλου]] ἐπὶ πραγμάτων, σ. ἀρετὰ Πινδ. Ι. 1. 30· [[τέκμαρ]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 978· [[τεκμήριον]] Εὐρ. Ἱππ. 926· [[πίστις]] Θουκ. 1. 35· [[βάσανος]] Πλάτ. Νόμ. 957D· σαφὲς τοῦτο παντὶ ὅτι.., [[εἶναι]] φανερὸν ὅτι…, ὁ αυτ. ἐν Φαίδρ. 239Ε· σ. τι ... λέξον Αἰσχύλ. Προμ. 705· σαφῆ δ’ ἀκούεις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκετ. 948· σαφῆ ἐκ στρατοῦ φέρων ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 40· σαφὲς καταστῆσαί τι, [[κάμνω]] τι σαφές, κατάδηλον, Θουκ. 1. 140, πρβλ. 3. 40· τὸ σαφές, ἡ φανερὰ [[ἀλήθεια]], ὁ αὐτ. 1. 22· σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σ. Εὐρ. Ὀρ. 397. 2) παρὰ Τραγικ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, σ. [[ἄγγελος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 82· φίλος Εὐρ. Ὀρ. 1155· μηνυταὶ Πλάτ. Νόμ. 917Ε· [[μάλιστα]] δὲ ἐπὶ μάντεων, προφητῶν, μαντείων, ὡς παρὰ τῷ Οὐεργιλίῳ certus Apollo, [[βέβαιος]], μὴ πλανώμενος, Σοφ. Ο. Τ. 390, 1011, Ο. Κ. 629· [[ἀκριβής]], γραμματεὺς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 370. ΙΙ. Ἐπίρρ. σᾰφῶς, Ἰων. -έως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 149, καὶ συχν. παρ’ Ἡροδ., [[μάλιστα]] (ὡς τὸ [[σάφα]]) μετὰ ῥημάτων λεκτικῶν, γνωστικῶν καὶ τῶν σημαινόντων τὸ ἀκούειν, καθαρῶς [[καλῶς]], [[διακεκριμένως]], [[σαφέως]] φράσαι, δηλοῦν, δεικνύναι, εἰδέναι, ἐπίστασθαι, Ἡροδ., Ἀττ.· μαθεῖν Πινδ. Π. 2. 27· ἀκούειν σ. Σοφ. Φιλ. 595· σ. ἤρετο Θουκ. 1. 118, κτλ.· - ἐπιτεταμ., εὖ γὰρ οἶδ’ ἐγὼ σ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1302. 2) φανερῶς, καθαρῶς, βεβαίως, προδήλως, ἀναμφιβόλως, σ. μ’ ἐς οἶκον σὸς [[λόγος]] στέλλει [[πάλιν]] Αἰσχύλ. Πρ. 387· ἦν σ., ἦτο κατάδηλον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1636· κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σ., Σοφ. Φιλ. 40· σ. φρόνει, ἔσο [[βέβαιος]] περὶ [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 810· σ. ἀπολωλέναι, εἶμαι ἀναμφιβόλως [[νεκρός]], Ξεν. Κύρ. 3. 2, 15· πήγνυμαι σ. Ἀντιφάνης ἐν «Νεαν.» 1. 7· σ. Σιδηρώ, [[ὄντως]] οὕτω κεκλημένη, Σοφ. Ἀποσπ. 573· τῶν σ. ἀποχειροβιώτων Ξεν. Κύρ. 8. 3, 37, πρβλ. Συμπ. 4, 32. 3) ἐν καταφατικαῖς ἀποκρίσεσι, βεβαίως, [[μάλιστα]], ναί, [[αὐτόθι]] 4, 60. - Συγκεκρ. -έστερον, Αἰσχύλ. Χο. 735, 767, συχν. παρὰ Πλάτωνι· σαφεστέρως Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 13· ὑπερθ. σαφέστατα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 38, Σοφ. Ο. Τ. 286, Ἀριστοφ. Πλ. 46, καὶ Πλάτ. (σαφὴς ἦν κατ’ ἀρχὰς ταὐτὸν τῷ [[σοφός]], ὡς γίνεται δῆλον ἐκ τοῦ Εὐρ. Ὀρ. 397 (ἴδε κατωτ.), ἂν καὶ ἐν παιδιᾷ τίθεται ὡς τὸ ἀντίθετον [[αὐτοῦ]] παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1434, ὁ μὲν σοφῶς γὰρ εἶπεν ὁ δ’ [[ἕτερος]] σαφῶς, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 397· - πιθανῶς ἡ [[ῥίζα]] [[δέον]] νὰ ἀναζητηθῇ ἐν τοῖς Λατιν. [[sapio]], [[sapor]], [[sapiens]], [[ὥστε]] ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τῆς λέξεως θὰ ἦτο [[σαφής]], ὡρισμένη [[γεῦσις]]· πρβλ. [[ὀπός]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly