3,277,286
edits
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάρξ''': ἡ, γεν. σαρκός, Αἰολικ. σὺρξ Ἐτυμολ. Μέγ. 708. 31· (ἐτυμολ. ἀμφίβολ.)· ― Λατιν. caro, Ὅμ., κλ.· παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐν χρήσει τὸ πληθ., πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 450, [[ἔνθα]] (ὡς παρ’ Ἡσιόδ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 364, 461) σημαίνει τὸν πρόσθιον μῦν τοῦ μηροῦ· [[διότι]] διὰ τοῦ πληθ. σημαίνονται πάντες οἱ μυῶνες τοῦ σώματος, κορέει κύνας... δημῷ καὶ σάρκεσσι Ἰλ. Θ. 380, Ν. 832· ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα Ὀδ. Ι. 293, πρβλ. Λ. 219· σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν Σ. 76· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἐν Θεογ. 538, Πινδ. Ἀποσπ. 150, καὶ τοῖς Ἀττ.· τούτου σάρκας λύκοι πάσονται Αἰσχύλ. Θήβ. 1035· ὀπτὰς σάρκας ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1097· σάρκες δ’ ἀπ’ ὀστέων... ἀπέρρεον Εὐρ. Μήδ. 1200· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] σημαίνει τὸ ὅλον [[σῶμα]], [[μήτε]] γῆ δέξαιτό μου σάρκας θανόντος ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1031, πρβλ. 1239, 1343, κτλ.· ― τὸ ἑνικ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, τοῦ αἵματος... πηγνυμένου σὰρξ γίνεται Ἱππ. 237. 13, κτλ.· κορέσαι [[στόμα]] πρὸς [[χάριν]] ἐμᾶς σαρκὸς αἰόλας Σοφ. Φιλ. 1157· ἔδαπτον σάρκα Εὐρ. Μήδ. 1189, πρβλ. Βάκχ. 1136, Κύκλ. 344, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, ἐπὶ τοῦ σώματος, γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ’ ἡβῶσαν φέρει Αἰσχύλ. Θήβ. 622· σαρκὶ παλαιᾷ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 72· σαρκὸς περιβόλαια, ἐνδυτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1269, Βάκχ. 746· ― ὁ [[Πλάτων]] χρῆται τῷ ἑνικ. καὶ πληθ. σχεδὸν ὁμοίως, ταῖς σαρξὶ σάρκες προσγίγνονται Φαίδων 96D, πρβλ. Συμπ. 211Ε, Πολ. 556D, κτλ.· τῆς σαρκὸς διαλυτικὸν Τίμ. 60Β, πρβλ. 61C, 62B, κτλ. 2) ἡ σὰρξ τοῦ σκύτεος, τὸ ἐσωτερικὸν ἢ τὸ πρὸς τὴν σάρκα [[μέρος]] τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. 3) τὸ σαρκῶδες, [[μαλακὸν]] [[μέρος]] τῶν καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 5, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 6., 4. 15, 1, κτλ. ΙΙ. ἡ σὰρξ ὡς [[ἕδρα]] τῶν αἰσθημάτων, παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, ἡ σαρκικὴ [[φύσις]], σαρκὶ δουλεύειν καὶ τοῖς πάθεσι Πλούτ. 2. 107F, πρβλ. 101Β· | |lstext='''σάρξ''': ἡ, γεν. σαρκός, Αἰολικ. σὺρξ Ἐτυμολ. Μέγ. 708. 31· (ἐτυμολ. ἀμφίβολ.)· ― Λατιν. caro, Ὅμ., κλ.· παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐν χρήσει τὸ πληθ., πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 450, [[ἔνθα]] (ὡς παρ’ Ἡσιόδ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 364, 461) σημαίνει τὸν πρόσθιον μῦν τοῦ μηροῦ· [[διότι]] διὰ τοῦ πληθ. σημαίνονται πάντες οἱ μυῶνες τοῦ σώματος, κορέει κύνας... δημῷ καὶ σάρκεσσι Ἰλ. Θ. 380, Ν. 832· ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα Ὀδ. Ι. 293, πρβλ. Λ. 219· σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν Σ. 76· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἐν Θεογ. 538, Πινδ. Ἀποσπ. 150, καὶ τοῖς Ἀττ.· τούτου σάρκας λύκοι πάσονται Αἰσχύλ. Θήβ. 1035· ὀπτὰς σάρκας ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1097· σάρκες δ’ ἀπ’ ὀστέων... ἀπέρρεον Εὐρ. Μήδ. 1200· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] σημαίνει τὸ ὅλον [[σῶμα]], [[μήτε]] γῆ δέξαιτό μου σάρκας θανόντος ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1031, πρβλ. 1239, 1343, κτλ.· ― τὸ ἑνικ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, τοῦ αἵματος... πηγνυμένου σὰρξ γίνεται Ἱππ. 237. 13, κτλ.· κορέσαι [[στόμα]] πρὸς [[χάριν]] ἐμᾶς σαρκὸς αἰόλας Σοφ. Φιλ. 1157· ἔδαπτον σάρκα Εὐρ. Μήδ. 1189, πρβλ. Βάκχ. 1136, Κύκλ. 344, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, ἐπὶ τοῦ σώματος, γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ’ ἡβῶσαν φέρει Αἰσχύλ. Θήβ. 622· σαρκὶ παλαιᾷ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 72· σαρκὸς περιβόλαια, ἐνδυτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1269, Βάκχ. 746· ― ὁ [[Πλάτων]] χρῆται τῷ ἑνικ. καὶ πληθ. σχεδὸν ὁμοίως, ταῖς σαρξὶ σάρκες προσγίγνονται Φαίδων 96D, πρβλ. Συμπ. 211Ε, Πολ. 556D, κτλ.· τῆς σαρκὸς διαλυτικὸν Τίμ. 60Β, πρβλ. 61C, 62B, κτλ. 2) ἡ σὰρξ τοῦ σκύτεος, τὸ ἐσωτερικὸν ἢ τὸ πρὸς τὴν σάρκα [[μέρος]] τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. 3) τὸ σαρκῶδες, [[μαλακὸν]] [[μέρος]] τῶν καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 5, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 6., 4. 15, 1, κτλ. ΙΙ. ἡ σὰρξ ὡς [[ἕδρα]] τῶν αἰσθημάτων, παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, ἡ σαρκικὴ [[φύσις]], σαρκὶ δουλεύειν καὶ τοῖς πάθεσι Πλούτ. 2. 107F, πρβλ. 101Β· συχν. ἐν τῇ καινῇ Διαθ. 2) ἐν τῇ καιν. Διαθ. [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως [[καθόλου]], ὁ [[ἄνθρωπος]], πᾶσα [[σάρξ]], πᾶν τὸ ἀνθρώπινον γένος ἢ [[εἶδος]], Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 24. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |