Anonymous

στυγέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "to be" to "to be")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στῡγέω''': Ἰλ. Ζ. 112, Ἡρόδ., Τραγικ.· ἀόρ. ἐστύγησα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 528, Εὐρ. Τρῳ. 705, (ἀπ-) Σοφ.· πρκμ. ἐστύγηκα Ἰώσηπ., (ἀπ-) Ἡρόδ. -Παθ., μέλλ. στυγήσομαι μὲ παθ. σημασίαν, Σοφ. Ο. Τ. 672· ἀόρ. ἐστυγήθην Αἰσχύλ., Εὐρ.· πρκμ. ἐστύγημαι Λυκόφρ. 421. -Τὸ ποιητικ. τοῦτο [[ῥῆμα]] προκύπτει κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τῆς √ΣΤΥΓ ([[ὅθεν]] καὶ τὰ [[Στύξ]], Στύγος, στυγερός, στυγνός), καὶ πιθανῶς ἀμέσως ἐκ ταύτης τῆς ῥίζης σχηματίζονται οἱ παρ’ Ὀμήρῳ ἐν χρήσει χρόνοι, δηλ. ἀόρ. α΄ ἔστυξα, εὐκτικ. στύξαιμι Ὀδ. Λ. 502· ἀόρ. β΄ ἔστῠγον Κ. 113, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 694. Μισῶ, [[βδελύσσομαι]], ἀποστρέφομαι, μετ’ αἰτ., [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγικ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 278, Πινδ. Ἀποσπ. 217. 2, Ἡρόδ. 7. 236, καὶ τρὶς παρ’ Ἀριστοφ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττικ.· [[εἶναι]] δὲ [[λέξις]] ἰσχυροτέρα τοῦ [[μισέω]], [[διότι]] σημαίνει καὶ δεικνύω [[μῖσος]] οὐχὶ μόνον [[αἰσθάνομαι]] αὐτό, τὸ [[πρᾶγμα]].., ἢν μὲν [[ἀξίως]] ἔχῃ, στυγεῖν δίκαιον Εὐρ. Ἠλ. 1016· - μέτ’ ἀπαρ., [[ὡσαύτως]], μισῶ, ἀποστρέφομαι ἢ φοβοῦμαι νὰ [[πράττω]] τι, Ἰλ. Α. 186, Θ. 515, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 87, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 628· -Παθητ., εἶμαι ἀντικείμενον ἀποστροφῆς, μισοῦμαι, τὸν μέγα στυγούμενον Αἰσχύλ. Πρ. 1004· Φοίβῳ στυγηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Θηβ. 791· τί δ’ ἐστὶ.. πρὸς γ’ ἐμοῦ στυγούμενον; Σοφ. Τρ. 738. ΙΙ. ἐν τῷ ἀορ. α΄, κατέστησά τινα μισητόν, τῷ κέ τεῳ στύξαιμι [[μένος]] καὶ χεῖρας, [[τότε]] [[ἤθελον]] καταστήσῃ τὸ θάρρος μου καὶ τὰς χεῖράς μου πράγματα μισητὰ καὶ φοβερὰ εἰς πολλούς, Ὀδ. Λ. 502· - ἀλλ’ ὁ ἀόρ. [[οὗτος]] εὕρηται μὲ τὴν συνήθη σημασίαν παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 512, Ἀνθ. Π. 430, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 531.
|lstext='''στῡγέω''': Ἰλ. Ζ. 112, Ἡρόδ., Τραγικ.· ἀόρ. ἐστύγησα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 528, Εὐρ. Τρῳ. 705, (ἀπ-) Σοφ.· πρκμ. ἐστύγηκα Ἰώσηπ., (ἀπ-) Ἡρόδ. -Παθ., μέλλ. στυγήσομαι μὲ παθ. σημασίαν, Σοφ. Ο. Τ. 672· ἀόρ. ἐστυγήθην Αἰσχύλ., Εὐρ.· πρκμ. ἐστύγημαι Λυκόφρ. 421. -Τὸ ποιητικ. τοῦτο [[ῥῆμα]] προκύπτει κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τῆς √ΣΤΥΓ ([[ὅθεν]] καὶ τὰ [[Στύξ]], Στύγος, στυγερός, στυγνός), καὶ πιθανῶς ἀμέσως ἐκ ταύτης τῆς ῥίζης σχηματίζονται οἱ παρ’ Ὀμήρῳ ἐν χρήσει χρόνοι, δηλ. ἀόρ. α΄ ἔστυξα, εὐκτικ. στύξαιμι Ὀδ. Λ. 502· ἀόρ. β΄ ἔστῠγον Κ. 113, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 694. Μισῶ, [[βδελύσσομαι]], ἀποστρέφομαι, μετ’ αἰτ., συχν. παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγικ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 278, Πινδ. Ἀποσπ. 217. 2, Ἡρόδ. 7. 236, καὶ τρὶς παρ’ Ἀριστοφ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττικ.· [[εἶναι]] δὲ [[λέξις]] ἰσχυροτέρα τοῦ [[μισέω]], [[διότι]] σημαίνει καὶ δεικνύω [[μῖσος]] οὐχὶ μόνον [[αἰσθάνομαι]] αὐτό, τὸ [[πρᾶγμα]].., ἢν μὲν [[ἀξίως]] ἔχῃ, στυγεῖν δίκαιον Εὐρ. Ἠλ. 1016· - μέτ’ ἀπαρ., [[ὡσαύτως]], μισῶ, ἀποστρέφομαι ἢ φοβοῦμαι νὰ [[πράττω]] τι, Ἰλ. Α. 186, Θ. 515, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 87, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 628· -Παθητ., εἶμαι ἀντικείμενον ἀποστροφῆς, μισοῦμαι, τὸν μέγα στυγούμενον Αἰσχύλ. Πρ. 1004· Φοίβῳ στυγηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Θηβ. 791· τί δ’ ἐστὶ.. πρὸς γ’ ἐμοῦ στυγούμενον; Σοφ. Τρ. 738. ΙΙ. ἐν τῷ ἀορ. α΄, κατέστησά τινα μισητόν, τῷ κέ τεῳ στύξαιμι [[μένος]] καὶ χεῖρας, [[τότε]] [[ἤθελον]] καταστήσῃ τὸ θάρρος μου καὶ τὰς χεῖράς μου πράγματα μισητὰ καὶ φοβερὰ εἰς πολλούς, Ὀδ. Λ. 502· - ἀλλ’ ὁ ἀόρ. [[οὗτος]] εὕρηται μὲ τὴν συνήθη σημασίαν παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 512, Ἀνθ. Π. 430, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 531.
}}
}}
{{bailly
{{bailly