Anonymous

πρῷρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρῷρα''': ἡ, (οὐχὶ πρώρα, [[διότι]] [[εἶναι]] συνῃρ. ἐκ τοῦ πρώειρα, καὶ [[Δωρικός]] τις [[τύπος]] [[πρώιρα]] ἀπαντᾷ παρὰ Σιμωνίδ. 32, πρβλ. Δινδ. εἰς Σοφ. Φοιν. 482), ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. η΄)· - τοὺς τύπους πρῴρη, πρῴρην ἀποδοκιμάζει παρ’ Ἡροδ. ὁ Δινδ. de Dial. Hdt. xi· ἐξ ἴσου δὲ [[ἡμαρτημένως]] ἔχουσιν οἱ τύποι πρῴρᾱ, πρῴρᾱν, [[συχνάκις]] ἀπαντῶντες ἐν ἐκδόσεσι τῶν πεζῶν συγγραφέων, [[καθότι]] ὁ [[τύπος]] πρῷρᾰ ἔχει βεβαιωθῇ ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν: (πρό). Ὡς καὶ νῦν, τὸ πρόσθιον [[μέρος]] πλοίου, κοινῶς «πλῴρη», Λατιν. prora, εἰς [[ἴκρια]] νηὸς ἔβαινον πρῴρης Ὀδ. Μ. 230· [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττικ.· [[πνεῦμα]] [[τοὐκ]] πρῴρας, [[ἐναντίος]] [[ἄνεμος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ πρύμναν, Σοφ. Φιλ. 639. 2) μεταφορ., [[πρῷρα]] βιότου, ἡ [[πρῷρα]] τοῦ πλοίου τοῦ βίου, δηλ. ἡ πρώτη [[νεότης]], Εὐρ. Τρῳ. 103· ὦ [[πρῷρα]] λοιβῆς Ἑστία, ἡ πρώτη ἔχουσα δικαιώματα σπονδῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 650b· πάροιθεν πρῴρας… καρδίας, [[ἔμπροσθεν]] τῆς καρδίας μου, Αἰσχύλ. Χο. 390· ([[ἐντεῦθεν]] τὰ σύνθετα καλλίπρῷρος, [[βούπρῳρος]], κτλ·).
|lstext='''πρῷρα''': ἡ, (οὐχὶ πρώρα, [[διότι]] [[εἶναι]] συνῃρ. ἐκ τοῦ πρώειρα, καὶ [[Δωρικός]] τις [[τύπος]] [[πρώιρα]] ἀπαντᾷ παρὰ Σιμωνίδ. 32, πρβλ. Δινδ. εἰς Σοφ. Φοιν. 482), ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. η΄)· - τοὺς τύπους πρῴρη, πρῴρην ἀποδοκιμάζει παρ’ Ἡροδ. ὁ Δινδ. de Dial. Hdt. xi· ἐξ ἴσου δὲ [[ἡμαρτημένως]] ἔχουσιν οἱ τύποι πρῴρᾱ, πρῴρᾱν, [[συχνάκις]] ἀπαντῶντες ἐν ἐκδόσεσι τῶν πεζῶν συγγραφέων, [[καθότι]] ὁ [[τύπος]] πρῷρᾰ ἔχει βεβαιωθῇ ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν: (πρό). Ὡς καὶ νῦν, τὸ πρόσθιον [[μέρος]] πλοίου, κοινῶς «πλῴρη», Λατιν. prora, εἰς [[ἴκρια]] νηὸς ἔβαινον πρῴρης Ὀδ. Μ. 230· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττικ.· [[πνεῦμα]] [[τοὐκ]] πρῴρας, [[ἐναντίος]] [[ἄνεμος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ πρύμναν, Σοφ. Φιλ. 639. 2) μεταφορ., [[πρῷρα]] βιότου, ἡ [[πρῷρα]] τοῦ πλοίου τοῦ βίου, δηλ. ἡ πρώτη [[νεότης]], Εὐρ. Τρῳ. 103· ὦ [[πρῷρα]] λοιβῆς Ἑστία, ἡ πρώτη ἔχουσα δικαιώματα σπονδῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 650b· πάροιθεν πρῴρας… καρδίας, [[ἔμπροσθεν]] τῆς καρδίας μου, Αἰσχύλ. Χο. 390· ([[ἐντεῦθεν]] τὰ σύνθετα καλλίπρῷρος, [[βούπρῳρος]], κτλ·).
}}
}}
{{bailly
{{bailly