Anonymous

σφαγή: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφᾰγή''': ἡ, ([[σφάζω]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ σφάζειν, κοινῶς «σφάξιμον»· τὸ ἑνικὸν [[συχν]]. παρ’ Εὐρ., [[οἷον]] Ἑκ. 571, 1037· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχ. Εὐμ. 187, 450, Σοφ. Ἠλ. 37, Εὐρ. Ἑκ. 522· κ. ἀλλ’· ἕστηκε... μῆλα πρὸς σφαγὰς πυρὸς, ἕτοιμα πρὸς τὸ τῆς θυσίας πῦρ ([[ἔνθα]] ὁ Musgr. προτείνει διόθρωσιν: [[πάρος]]), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1057· πολυθύτους τεύχειν σφ., προσφέρειν πολλὰς θυσίας, πολλὰ θύματα, Σοφ. Τρ. 756· - [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζολόγοις, ὑπὸ σφαγῆς Πλάτ. Πολ. 610Β· θανάτους τε καὶ σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 682D· σφαγὰς ποιεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 2· σφαγὰς ποιεῖν ὁ αὐτ. 2. 2, 6, Ἰσοκρ. 178E, Δημ. 424, 22· σφαγὰς ἐμποιεῖν Ἰσοκρ. 103D. 2) μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας τραύματος, αἱ ἐμαὶ σφ. Σοφ. Τρ. 573, πρβλ. 717· ἐκφυσιῶν... αἵματος σφαγήν, τὸ [[αἷμα]] τὸ ἐκρέον ἐκ τῆς πληγῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1389· καθάρμοσον σφαγάς, κλεῖσον τὸ χαῖνον [[τραῦμα]], Εὐρ. Ἠλ. 1228· ἐσφάγη... σφαγὴν βραχεῖαν Ἀθήν. 381Β. ΙΙ. ὁ λαιμός, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] τίθεται εἰς τὸ [[θῦμα]] ἡ [[μάχαιρα]] [[ὅταν]] μέλλωσι νὰ τὸ σφάξωσι (κοινὸν [[μέρος]] αὐχένος καὶ στήθους σφαγὴ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 2, πρβλ. Λατ. jugulum, jugulari), Ἀντιφῶν 137. 28· ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. fauces, ἐν σφαγαῖσι βάψασα [[ξίφος]] Αἰσχύλ. Πρ. 863· ἐς σφαγὰς ὧσαι [[ξίφος]] Εὐρ. Ὀρ. 291· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, οἰστούς... ἐς τὰς σφ. καθέντες Θουκ. 4. 48· εἰς τὴν κεφαλήν... διὰ τῶν ασφγῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 6.
|lstext='''σφᾰγή''': ἡ, ([[σφάζω]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ σφάζειν, κοινῶς «σφάξιμον»· τὸ ἑνικὸν συχν. παρ’ Εὐρ., [[οἷον]] Ἑκ. 571, 1037· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχ. Εὐμ. 187, 450, Σοφ. Ἠλ. 37, Εὐρ. Ἑκ. 522· κ. ἀλλ’· ἕστηκε... μῆλα πρὸς σφαγὰς πυρὸς, ἕτοιμα πρὸς τὸ τῆς θυσίας πῦρ ([[ἔνθα]] ὁ Musgr. προτείνει διόθρωσιν: [[πάρος]]), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1057· πολυθύτους τεύχειν σφ., προσφέρειν πολλὰς θυσίας, πολλὰ θύματα, Σοφ. Τρ. 756· - [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζολόγοις, ὑπὸ σφαγῆς Πλάτ. Πολ. 610Β· θανάτους τε καὶ σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 682D· σφαγὰς ποιεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 2· σφαγὰς ποιεῖν ὁ αὐτ. 2. 2, 6, Ἰσοκρ. 178E, Δημ. 424, 22· σφαγὰς ἐμποιεῖν Ἰσοκρ. 103D. 2) μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας τραύματος, αἱ ἐμαὶ σφ. Σοφ. Τρ. 573, πρβλ. 717· ἐκφυσιῶν... αἵματος σφαγήν, τὸ [[αἷμα]] τὸ ἐκρέον ἐκ τῆς πληγῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1389· καθάρμοσον σφαγάς, κλεῖσον τὸ χαῖνον [[τραῦμα]], Εὐρ. Ἠλ. 1228· ἐσφάγη... σφαγὴν βραχεῖαν Ἀθήν. 381Β. ΙΙ. ὁ λαιμός, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] τίθεται εἰς τὸ [[θῦμα]] ἡ [[μάχαιρα]] [[ὅταν]] μέλλωσι νὰ τὸ σφάξωσι (κοινὸν [[μέρος]] αὐχένος καὶ στήθους σφαγὴ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 2, πρβλ. Λατ. jugulum, jugulari), Ἀντιφῶν 137. 28· ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. fauces, ἐν σφαγαῖσι βάψασα [[ξίφος]] Αἰσχύλ. Πρ. 863· ἐς σφαγὰς ὧσαι [[ξίφος]] Εὐρ. Ὀρ. 291· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, οἰστούς... ἐς τὰς σφ. καθέντες Θουκ. 4. 48· εἰς τὴν κεφαλήν... διὰ τῶν ασφγῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly