3,277,700
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμέλγω''': [ᾰ]: μέλλ. -ξω, = ἀρμέγω, μετ’ αἰτ. τοῦ ἀμελγομένου ζῴου, μῆλα..., ὅσσ’ ἤμελγε Ὀδ. Ι. 238· ἤμελγεν ὄϊς καὶ μηκάδας αἶγας [[αὐτόθι]] 244: βόας Θεόκρ. 4. 3: - Μέσ. μετὰ μεταφ. σημασίας ἀμέλγεσθαι τοὺς ξένους, [[λαμβάνω]] ὅ,τι ἔχουν, τοὺς γυμνώνω, κοινῶς: «τοὺς ἀρμέγω», Ἀριστοφ. Ἱππ. 325· ἀμ. χροὸς [[αἷμα]] Νικ. Ἀλεξιφ. 506. ΙΙ μετ’ αἰτ. τοῦ ἀμελγομένου ἐκ τῶν ζῴων γάλακτος, ἀμ. [[γάλα]] Ἡρόδ. 4. 2· καὶ κατὰ παθ., ὄϊες... ἀμελγόμεναι [[γάλα]] λευκὸν Ἰλ. Δ. 434· [[γάλα]] πολὺ ἀμ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 21, 6, πρβλ. 20, 10· [[νέκταρ]] ἀμέλγονται Ἴων 1 Bgk.: - Μέσ. [[ἐπιτρέπω]] νὰ θηλάσῃ Ὀππ. Κ. 1. 437. 2) μεταφ. [[ἐκθλίβω]] τι ὡς [[γάλα]], [[ἐξάγω]]· ἐκ βοτρύων ξανθὸν ἔμελξε [[γάνος]] Ἀνθολ. Π. 9. 645· δάκρυ ἠλέκτροιο Διον. Π. 293. ΙΙΙ. [[πίνω]] «βυζαχτά», αὐτὸ λαβὼν [[ποτὶ]] [[χεῖλος]] ἀμέλξω Θεόκρ. 23. 25: -πρβλ. Βίωνα 1. 48, καὶ | |lstext='''ἀμέλγω''': [ᾰ]: μέλλ. -ξω, = ἀρμέγω, μετ’ αἰτ. τοῦ ἀμελγομένου ζῴου, μῆλα..., ὅσσ’ ἤμελγε Ὀδ. Ι. 238· ἤμελγεν ὄϊς καὶ μηκάδας αἶγας [[αὐτόθι]] 244: βόας Θεόκρ. 4. 3: - Μέσ. μετὰ μεταφ. σημασίας ἀμέλγεσθαι τοὺς ξένους, [[λαμβάνω]] ὅ,τι ἔχουν, τοὺς γυμνώνω, κοινῶς: «τοὺς ἀρμέγω», Ἀριστοφ. Ἱππ. 325· ἀμ. χροὸς [[αἷμα]] Νικ. Ἀλεξιφ. 506. ΙΙ μετ’ αἰτ. τοῦ ἀμελγομένου ἐκ τῶν ζῴων γάλακτος, ἀμ. [[γάλα]] Ἡρόδ. 4. 2· καὶ κατὰ παθ., ὄϊες... ἀμελγόμεναι [[γάλα]] λευκὸν Ἰλ. Δ. 434· [[γάλα]] πολὺ ἀμ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 21, 6, πρβλ. 20, 10· [[νέκταρ]] ἀμέλγονται Ἴων 1 Bgk.: - Μέσ. [[ἐπιτρέπω]] νὰ θηλάσῃ Ὀππ. Κ. 1. 437. 2) μεταφ. [[ἐκθλίβω]] τι ὡς [[γάλα]], [[ἐξάγω]]· ἐκ βοτρύων ξανθὸν ἔμελξε [[γάνος]] Ἀνθολ. Π. 9. 645· δάκρυ ἠλέκτροιο Διον. Π. 293. ΙΙΙ. [[πίνω]] «βυζαχτά», αὐτὸ λαβὼν [[ποτὶ]] [[χεῖλος]] ἀμέλξω Θεόκρ. 23. 25: -πρβλ. Βίωνα 1. 48, καὶ συχν. παρὰ Νόνν. (Ἐκ √ΜΕΛΓ, μετὰ προθεματ. α παράγεται καὶ τὸ ἀμολγεύς, κτλ. πρβλ. Λατ. mulctra, κτλ.: Παλαιοσκανδιν. milk-ja, Παλ. Ὑψ. Γερμ. milch-u, Λιθ. mélz-u, (mulgeo). Ἡ√ΜΕΡΓ (ἴδε [[ἀμέργω]]) [[εἶναι]] [[συγγενής]]· ἀλλὰ ὁ ἔχων τὸ Λ [[τύπος]] περιορίζεται εἰς τὰ Εὐρωπαϊκὰ ἔθνη: πρβλ. τὸ τῆς λαλουμένης «ἀρμέγω». Τὸ Λατ. mulceo ὁ Κούρτιος τὸ ἀνάγει εἰς [[ἄλλην]] ῥίζαν. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |