3,277,114
edits
(1b) |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σταθμόω''': ὁ μέσ. ἀόρ. σταθμώσασθαι κεῖται | |lstext='''σταθμόω''': ὁ μέσ. ἀόρ. σταθμώσασθαι κεῖται συχν. παρ’ Ἡροδ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ σταθμήσασθαι (ἴδε [[σταθμάω]] ΙΙ), «ἐκτιμῶ», [[κρίνω]] ἢ [[συμπεραίνω]] ἔκ τινος πράγματος, τινι Ἡρόδ. 7. 11, 214· στ. τινι, ὡς ... ἢ ὅτι ... ., [[συμπεραίνω]] ἔκ τινος ὅτι ..., ὁ αὐτ. 3. 15, 38., 4. 58., 102· - ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι σταθμησάμενος ἐν 2. 2., 9. 37· οὕτω καὶ μετοχ. ἐνεστ. σταθμώμενος ἢ σταθμεόμενος φαίνεται ἐν 2. 150., 7. 237· ἀλλ’ ἐν 8. 130 σταθμεύμενος. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |