σταθμόω
τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles
Middle Liddell
σταθμόω† [the aor1 mid. σταθμώσασθαι is = σταθμήσασθαι] [v. σταθμάω II]
to form an estimate, to judge or conclude by or from a thing, Hdt.
German (Pape)
[Seite 928] ins Standquartier od. in den Stall bringen, u. med. darin sein, einkehren. – Den aor. σταθμώσασθαι braucht Her. oft in der Bdtg von σταθμήσασθαι, vermuten, folgern, schließen aus Etwas, τινί, 3, 15. 4, 58. 7, 11. 214. 237.
Greek (Liddell-Scott)
σταθμόω: ὁ μέσ. ἀόρ. σταθμώσασθαι κεῖται συχν. παρ’ Ἡροδ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ σταθμήσασθαι (ἴδε σταθμάω ΙΙ), «ἐκτιμῶ», κρίνω ἢ συμπεραίνω ἔκ τινος πράγματος, τινι Ἡρόδ. 7. 11, 214· στ. τινι, ὡς ... ἢ ὅτι ... ., συμπεραίνω ἔκ τινος ὅτι ..., ὁ αὐτ. 3. 15, 38., 4. 58., 102· - ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι σταθμησάμενος ἐν 2. 2., 9. 37· οὕτω καὶ μετοχ. ἐνεστ. σταθμώμενος ἢ σταθμεόμενος φαίνεται ἐν 2. 150., 7. 237· ἀλλ’ ἐν 8. 130 σταθμεύμενος.
Greek Monotonic
σταθμόω: ο Μέσ. αόρ. αʹ σταθμώσασθαι = σταθμήσασθαι (βλ. σταθμάω II), διαμορφώνω εκτίμηση, κάνω υπολογισμό, σταθμίζω, κρίνω ή συμπεραίνω με βάση κάτι ή από κάτι, σε Ηρόδ.