Anonymous

ναίω: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ναίω''': (Α), ποιητ. [[ῥῆμα]] εὔχρηστον ἐν τῷ ἐνεργ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., τοῦ ἀορ. παραλαμβανομένου ἐκ τοῦ μέσ. καὶ παθ. τῆς σημασ. ΙΙ. 1) ἐπὶ προσώπων, κατοικῶ, [[διαμένω]], τὸ πλεῖστον ἑπομένης προθέσεως δηλούσης τοπικὴν σχέσιν, ἐν Ὕλῃ, ἐν Ἤλιδι, κτλ. Ἰλ. Ε. 708, κτλ.· ῥοῇς ἔπι Σαγγαρίοιο Π. 719· ἐπ’ [[ἄκρων]] ὀρέων Σοφ. Ο. Τ. 1105· κατὰ πτόλιν Ἰλ. Β. 130· ἀν’ [[οὔρεα]] Ἡσ.· πὰρ ποταμὸν Ἰλ. Β. 522· ὑπὸ Πλάκῳ Ζ. 396· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. τόπου, αἰθέρι ναίων Β. 412, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 18, κτλ.· καί, ν. μετά τινος Σοφ. Φιλ. 1106· μεταφορ., τὴν σοὶ δ’ [[ὁμοῦ]] ναίουσαν [ὀργὴν] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 338· - μετ’ ἐπιρρ., ἵνα αἱ [[Φορκίδες]] ναίουσι Αἰσχύλ. Πρ. 794. β) μετ’ αἰτ. τόπου, κατοικῶ, ἐνοικῶ, οἶκον, [[δῶμα]], ἤπειρον, ἅλα, ὀρέων κάρηνα, κτλ., καὶ [[συχν]]. μετὰ κυρίων ὀνομ. τόπων, Ὅμ., Πίνδ., καὶ Τραγ.· μεταφορ., Πειθὼ ναίει καὶ Χάρις υἱὸν Ἀγησίλα Πινδ. Ἀποσπ. 88. 12· ἐπὶ τῶν ἀγαλμάτων τῶν θεῶν, πρόπυλα ναίουσιν τάδε Σοφ. Ἠλ. 1375· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Ἐπικ. μέλλ. νάσσομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 747. - Παθ., κατοικοῦμαι, ἄστεα δὲ προτέροισι [[πάλιν]] ναίοιτο πολίταις Θεόκρ. 16. 88· ὑπ’ ἀνδράσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 794. 2) ἐπὶ τόπων, εὑρίσκομαι, [[κεῖμαι]], μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλὸς Ἰλ. Β. 626· ὦ κλεινὰ Σαλαμίς, σύ μέν που ναίεις ἁλίπλα(γ)κτος Σοφ. Αἴ. 598· [[ὡσαύτως]], ὁδὸς [[ἐγγύθι]] ναίει Ἠσ. Ἔργα κ. Ἡμέρ. 268· πρβλ. [[ναιετάω]] ΙΙ, καὶ ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. ΙΙ. Μεταβ. ἐνεργείας, ἐν τῷ Ἐπικ. ἀορ. [[ἔνασσα]] ἢ [[νάσσα]], 1) μετ’ αἰτ. τόπου, δίδω εἴς τινα τόπον ἵνα κατοικήσῃ ἐν αὐτῷ, καί κέ οἱ Ἄργεϊ [[νάσσα]] πόλιν, [[ἤθελον]] δώσει εἰς αὐτὸν πόλιν ἐν τῷ Ἄργει [[ὅπως]] κατοικήσῃ («[[νάσσα]], ἀντὶ τοῦ κατῴκισα» Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 174· [[ὡσαύτως]], [[κάμνω]] τι κατοικήσιμον, οἰκοδομῶ πρὸς κατοίκησιν, νηὸν ἔνασσαν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 298· - [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τόπων, ὡς τὸ ἐνεργ. Ι. 2, [[κεῖμαι]], εὑρίσκομαι, ὡς ἐν τῷ Ὁμηρ. συνθέτῳ εὐναιόμενος· πρβλ. [[νέατος]]. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., ἐν Ἄργει ἔνασσεν ἐκγόνους Ἡρακλέος Πινδ. Π. 5. 94. - [[ἐντεῦθεν]] ὁ παθ. ἀόρ. κεῖται ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ ἐνερ. Ι. 1, πατὴρ ἐμὸς Ἄργεϊ [[νάσθη]], ὁ [[πατήρ]] μου κατῴκησεν ἐν Ἄργει, Ἰλ. Ξ. 119, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1180· (ἀλλὰ ἐνάσθη, ἐπὶ τόπου, Σοφ. Ἀποσπ. 795)· οὕτω μεθ’ Ὅμ. ὁ μέσ. ἀόρ. νάσσατο ἄγχ’ Ἑλικῶνος ὀϊζυρῇ ἐνὶ κώμῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 637· καὶ μεταγεν., [[αὐτόθι]] ναιήσαντο Διον. Π. 349: πρκμ. νένασται Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 8· ἀλλ’ ὁ μέσ. καὶ παθ. ἀόρ. [[εἶναι]] συνηθέστεροι ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθέσ. ἀπό, κατά. - Ἡ σημασ. Ι. [[εἶναι]] [[συνήθης]] παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς· ἀλλ’ ἡ μεταβ. [[σημασία]] φαίνεται [[ὅλως]] Ἐπικ.· παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὰ ῥήματα οἰκεῖν, οἰκίζειν. (Ὡς τὰ ναιετάω, ναέτης, ἐκ τῆς √ ΝΑΣ, πρβλ. ἐνάσθην, νένασμαι, Σανσκρ. nas, nay-é (facio ut una cum aliquo sim), [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι σχετίζει τὴν ῥίζαν ταύτην μετὰ τοῦ [[νέομαι]], [[νόστος]]· - καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[νάσσω]] φαίνεται συγγενές. - Ἴδε Κόντου Γλώσσ. Παρατηρ. σ. 198.
|lstext='''ναίω''': (Α), ποιητ. [[ῥῆμα]] εὔχρηστον ἐν τῷ ἐνεργ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., τοῦ ἀορ. παραλαμβανομένου ἐκ τοῦ μέσ. καὶ παθ. τῆς σημασ. ΙΙ. 1) ἐπὶ προσώπων, κατοικῶ, [[διαμένω]], τὸ πλεῖστον ἑπομένης προθέσεως δηλούσης τοπικὴν σχέσιν, ἐν Ὕλῃ, ἐν Ἤλιδι, κτλ. Ἰλ. Ε. 708, κτλ.· ῥοῇς ἔπι Σαγγαρίοιο Π. 719· ἐπ’ [[ἄκρων]] ὀρέων Σοφ. Ο. Τ. 1105· κατὰ πτόλιν Ἰλ. Β. 130· ἀν’ [[οὔρεα]] Ἡσ.· πὰρ ποταμὸν Ἰλ. Β. 522· ὑπὸ Πλάκῳ Ζ. 396· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. τόπου, αἰθέρι ναίων Β. 412, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 18, κτλ.· καί, ν. μετά τινος Σοφ. Φιλ. 1106· μεταφορ., τὴν σοὶ δ’ [[ὁμοῦ]] ναίουσαν [ὀργὴν] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 338· - μετ’ ἐπιρρ., ἵνα αἱ [[Φορκίδες]] ναίουσι Αἰσχύλ. Πρ. 794. β) μετ’ αἰτ. τόπου, κατοικῶ, ἐνοικῶ, οἶκον, [[δῶμα]], ἤπειρον, ἅλα, ὀρέων κάρηνα, κτλ., καὶ συχν. μετὰ κυρίων ὀνομ. τόπων, Ὅμ., Πίνδ., καὶ Τραγ.· μεταφορ., Πειθὼ ναίει καὶ Χάρις υἱὸν Ἀγησίλα Πινδ. Ἀποσπ. 88. 12· ἐπὶ τῶν ἀγαλμάτων τῶν θεῶν, πρόπυλα ναίουσιν τάδε Σοφ. Ἠλ. 1375· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Ἐπικ. μέλλ. νάσσομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 747. - Παθ., κατοικοῦμαι, ἄστεα δὲ προτέροισι [[πάλιν]] ναίοιτο πολίταις Θεόκρ. 16. 88· ὑπ’ ἀνδράσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 794. 2) ἐπὶ τόπων, εὑρίσκομαι, [[κεῖμαι]], μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλὸς Ἰλ. Β. 626· ὦ κλεινὰ Σαλαμίς, σύ μέν που ναίεις ἁλίπλα(γ)κτος Σοφ. Αἴ. 598· [[ὡσαύτως]], ὁδὸς [[ἐγγύθι]] ναίει Ἠσ. Ἔργα κ. Ἡμέρ. 268· πρβλ. [[ναιετάω]] ΙΙ, καὶ ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. ΙΙ. Μεταβ. ἐνεργείας, ἐν τῷ Ἐπικ. ἀορ. [[ἔνασσα]] ἢ [[νάσσα]], 1) μετ’ αἰτ. τόπου, δίδω εἴς τινα τόπον ἵνα κατοικήσῃ ἐν αὐτῷ, καί κέ οἱ Ἄργεϊ [[νάσσα]] πόλιν, [[ἤθελον]] δώσει εἰς αὐτὸν πόλιν ἐν τῷ Ἄργει [[ὅπως]] κατοικήσῃ («[[νάσσα]], ἀντὶ τοῦ κατῴκισα» Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 174· [[ὡσαύτως]], [[κάμνω]] τι κατοικήσιμον, οἰκοδομῶ πρὸς κατοίκησιν, νηὸν ἔνασσαν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 298· - [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τόπων, ὡς τὸ ἐνεργ. Ι. 2, [[κεῖμαι]], εὑρίσκομαι, ὡς ἐν τῷ Ὁμηρ. συνθέτῳ εὐναιόμενος· πρβλ. [[νέατος]]. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., ἐν Ἄργει ἔνασσεν ἐκγόνους Ἡρακλέος Πινδ. Π. 5. 94. - [[ἐντεῦθεν]] ὁ παθ. ἀόρ. κεῖται ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ ἐνερ. Ι. 1, πατὴρ ἐμὸς Ἄργεϊ [[νάσθη]], ὁ [[πατήρ]] μου κατῴκησεν ἐν Ἄργει, Ἰλ. Ξ. 119, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1180· (ἀλλὰ ἐνάσθη, ἐπὶ τόπου, Σοφ. Ἀποσπ. 795)· οὕτω μεθ’ Ὅμ. ὁ μέσ. ἀόρ. νάσσατο ἄγχ’ Ἑλικῶνος ὀϊζυρῇ ἐνὶ κώμῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 637· καὶ μεταγεν., [[αὐτόθι]] ναιήσαντο Διον. Π. 349: πρκμ. νένασται Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 8· ἀλλ’ ὁ μέσ. καὶ παθ. ἀόρ. [[εἶναι]] συνηθέστεροι ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθέσ. ἀπό, κατά. - Ἡ σημασ. Ι. [[εἶναι]] [[συνήθης]] παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς· ἀλλ’ ἡ μεταβ. [[σημασία]] φαίνεται [[ὅλως]] Ἐπικ.· παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὰ ῥήματα οἰκεῖν, οἰκίζειν. (Ὡς τὰ ναιετάω, ναέτης, ἐκ τῆς √ ΝΑΣ, πρβλ. ἐνάσθην, νένασμαι, Σανσκρ. nas, nay-é (facio ut una cum aliquo sim), [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι σχετίζει τὴν ῥίζαν ταύτην μετὰ τοῦ [[νέομαι]], [[νόστος]]· - καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[νάσσω]] φαίνεται συγγενές. - Ἴδε Κόντου Γλώσσ. Παρατηρ. σ. 198.
}}
}}
{{bailly
{{bailly