3,274,917
edits
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱερός''': ἴδε ἐν τέλ., ά, όν, καὶ ός, όν, ἐν τῇ φράσει, ἱερὸς ἀκτή, ὁ [[σῖτος]], ἢ καθ’ Ἡσύχ. «ἄλφιτα», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 595, 805, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· Ἰων. καὶ ποιητ. [[ἱρός]], ή, όν, (ἵδε ἐν τέλει)· Δωρ. ἱᾰρὸς Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 20, κτλ.: (πρβλ. [[ἱέρεια]], [[ἱέραξ]])· ― Ὑπερθ. ἱερώτατος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 582, Πλάτ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλων τὴν λέξιν πρὸς τὸ Σανσκρ. ishiras (ἀκμάζων, σφριγῶν, [[ζωηρός]]), νομίζει ὅτι ἡ πρώτη [[σημασία]] [[εἶναι]] ἡ τοῦ [[ἀκμαῖος]], [[ἰσχυρός]], καὶ ἐκ τῆς ὑλικῆς ταύτης σημασίας προέκυψεν ἡ παρ’ Ὁμήρῳ [[σημασία]] τοῦ [[θαυμάσιος]], ὑπερφυσικός, [[θεῖος]]· ἱερὸν γὰρ τὸ μέγα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4). Ι. [[ἀκμαῖος]], [[ἰσχυρός]], [[θεῖος]], [[ἱερός]], ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο Ὀδ. Β. 409, κ. ἀλλ.· ἱερὸν [[μένος]] Ἀλκινόοιο Θ. 419, κτλ.· ἱερὸς [[ἰχθὺς]] (ἴδε κατωτέρω IV. 2) Ἰλ. ΙΙ. 407· ἱερὴ ἐλαίη Ὀδ. Ν. 372· [[ἄλφιτον]] Ἰλ. Ν. 631, πρβλ. Ε. 499· οὕτω, Δημήτερος ἱερὸς ἀκτή (ἴδε ἐν ἀρχῇ)· ― [[ὡσαύτως]], ἐπὶ παντὸς φυσικοῦ πράγματος, ἱερῶν ποταμῶν Ὀδ. Κ. 351, Ἰλ. Λ. 726, Σοφ. Φ. 1215, Εὐρ. Μήδ. 410· ἱεραὶ βῆσσαι Ὀδ. Κ. 275· ἱερὸν [[κνέφας]] Ἰλ. Ρ. 455, Λ. 194· [[φάος]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 337· ἀκολούθως, ὡς τὸ [[θέσκελος]], [[θεσπέσιος]], πρὸς ἔκφρασιν ἐκπλήξεως ἢ θαυμασμοῦ, ἱερὸν [[τέλος]], ἱερὸς [[στρατός]], λαμπρὸς στρ., Ἰλ. Κ. 56, Ὀδ. Ω. 81· ἱερὸς [[δίφρος]], λαμπρὸς δίφρ., Ἰλ. Ρ. 464: ― μεθ’ Ὅμ., ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἱερὸν [[χεῦμα]] θαλάσσης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 178· ἱρὸν [[κῦμα]] Εὐρ. Ἱππ. 1206· κύματα ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 265· ἐπὶ τῆς βροχῆς, [[ὄμβρος]] Σοφ. Ο. Τ. 1428· δρόσοι Εὐρ. Ἴων 117: ― ἐν Θεοκρ. 5. 22, οὐδὲν [[ἱερόν]], «οὐδενὸς ἄξιον» (Σχόλ.), ἀνάξιον λόγου, «δὲν [[εἶναι]] [[μεγάλη]] δουλειά»· ἱερὸς [[ὕπνος]] Καλλ. Ἐπιγράμμ. 10· ― Ὑπερθ., [[χωρίον]] ἱερώτατον Πλάτ. Νόμ. 755Ε, πρβλ. Τίμ. 45Α. ΙΙ. ἐπὶ θείων πραγμάτων, [[ἱερός]], ὡς καὶ νῦν, Λατ. sacer, Ὅμ., κλ.· ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης Ὀδ. Κ. 426· ἱερὸν γένος ἀθανάτων Ἡσ. Θ. 21· ἱερὸν [[λέχος]], τὸ τοῦ [[Διός]], 57· ἱερὴ [[δόσις]], [[δῶρον]] θεοῦ, 93· ἱερὸς [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] [[ἐναντίον]] ἱεροσύλων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 556, κτλ. 2) ἐπὶ γηΐνων πραγμάτων, καθιερωμένος εἰς θεὸν ἢ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν θεοῦ τινος, [[ἅγιος]], ἡγιασμένος, βωμὸς Ἰλ. Β. 305· ἱ. [[δόμος]], ἐπὶ τοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς, Ζ. 89· καὶ | |lstext='''ἱερός''': ἴδε ἐν τέλ., ά, όν, καὶ ός, όν, ἐν τῇ φράσει, ἱερὸς ἀκτή, ὁ [[σῖτος]], ἢ καθ’ Ἡσύχ. «ἄλφιτα», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 595, 805, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· Ἰων. καὶ ποιητ. [[ἱρός]], ή, όν, (ἵδε ἐν τέλει)· Δωρ. ἱᾰρὸς Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 20, κτλ.: (πρβλ. [[ἱέρεια]], [[ἱέραξ]])· ― Ὑπερθ. ἱερώτατος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 582, Πλάτ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλων τὴν λέξιν πρὸς τὸ Σανσκρ. ishiras (ἀκμάζων, σφριγῶν, [[ζωηρός]]), νομίζει ὅτι ἡ πρώτη [[σημασία]] [[εἶναι]] ἡ τοῦ [[ἀκμαῖος]], [[ἰσχυρός]], καὶ ἐκ τῆς ὑλικῆς ταύτης σημασίας προέκυψεν ἡ παρ’ Ὁμήρῳ [[σημασία]] τοῦ [[θαυμάσιος]], ὑπερφυσικός, [[θεῖος]]· ἱερὸν γὰρ τὸ μέγα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4). Ι. [[ἀκμαῖος]], [[ἰσχυρός]], [[θεῖος]], [[ἱερός]], ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο Ὀδ. Β. 409, κ. ἀλλ.· ἱερὸν [[μένος]] Ἀλκινόοιο Θ. 419, κτλ.· ἱερὸς [[ἰχθὺς]] (ἴδε κατωτέρω IV. 2) Ἰλ. ΙΙ. 407· ἱερὴ ἐλαίη Ὀδ. Ν. 372· [[ἄλφιτον]] Ἰλ. Ν. 631, πρβλ. Ε. 499· οὕτω, Δημήτερος ἱερὸς ἀκτή (ἴδε ἐν ἀρχῇ)· ― [[ὡσαύτως]], ἐπὶ παντὸς φυσικοῦ πράγματος, ἱερῶν ποταμῶν Ὀδ. Κ. 351, Ἰλ. Λ. 726, Σοφ. Φ. 1215, Εὐρ. Μήδ. 410· ἱεραὶ βῆσσαι Ὀδ. Κ. 275· ἱερὸν [[κνέφας]] Ἰλ. Ρ. 455, Λ. 194· [[φάος]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 337· ἀκολούθως, ὡς τὸ [[θέσκελος]], [[θεσπέσιος]], πρὸς ἔκφρασιν ἐκπλήξεως ἢ θαυμασμοῦ, ἱερὸν [[τέλος]], ἱερὸς [[στρατός]], λαμπρὸς στρ., Ἰλ. Κ. 56, Ὀδ. Ω. 81· ἱερὸς [[δίφρος]], λαμπρὸς δίφρ., Ἰλ. Ρ. 464: ― μεθ’ Ὅμ., ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἱερὸν [[χεῦμα]] θαλάσσης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 178· ἱρὸν [[κῦμα]] Εὐρ. Ἱππ. 1206· κύματα ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 265· ἐπὶ τῆς βροχῆς, [[ὄμβρος]] Σοφ. Ο. Τ. 1428· δρόσοι Εὐρ. Ἴων 117: ― ἐν Θεοκρ. 5. 22, οὐδὲν [[ἱερόν]], «οὐδενὸς ἄξιον» (Σχόλ.), ἀνάξιον λόγου, «δὲν [[εἶναι]] [[μεγάλη]] δουλειά»· ἱερὸς [[ὕπνος]] Καλλ. Ἐπιγράμμ. 10· ― Ὑπερθ., [[χωρίον]] ἱερώτατον Πλάτ. Νόμ. 755Ε, πρβλ. Τίμ. 45Α. ΙΙ. ἐπὶ θείων πραγμάτων, [[ἱερός]], ὡς καὶ νῦν, Λατ. sacer, Ὅμ., κλ.· ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης Ὀδ. Κ. 426· ἱερὸν γένος ἀθανάτων Ἡσ. Θ. 21· ἱερὸν [[λέχος]], τὸ τοῦ [[Διός]], 57· ἱερὴ [[δόσις]], [[δῶρον]] θεοῦ, 93· ἱερὸς [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] [[ἐναντίον]] ἱεροσύλων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 556, κτλ. 2) ἐπὶ γηΐνων πραγμάτων, καθιερωμένος εἰς θεὸν ἢ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν θεοῦ τινος, [[ἅγιος]], ἡγιασμένος, βωμὸς Ἰλ. Β. 305· ἱ. [[δόμος]], ἐπὶ τοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς, Ζ. 89· καὶ συχν., ἱερὴ [[ἑκατόμβη]] Α. 99, 431, κτλ.· [[χόες]] Σοφ. Ο.Κ. 469, κτλ.· ― ἱρὰ γράμματα, = ἱερογλυφικά (ὃ ἴδε), Ἡρόδ. 2. 36· ἱρὸς [[λόχος]] ὁ αὐτ. 2. 81, κτλ.· ― συχνὸν παρ’ Ἀττ., ι. [[ἄγαλμα]], [[τρίπους]], [[θᾶκος]], Σοφ. Ο.Τ. 1379, Εὐρ. Ἴων 512, κτλ.· χρήματα, ποιήματα, Πλάτ. Πολ. 568D, κτλ.: ἱερὸν τὸ [[σῶμα]] τῷ θεῷ διδόναι, ἐπί τινος ἀφιεροῦντος ἑαυτὸν εἰς θεόν τινα, Εὐρ. Ἴων 1284· ι. σώματα, περὶ ἱεροδούλων, Στράβ. 272· ― ἐπὶ τῶν Ρωμαίων δημάρχων= sacrosanctus, ἀπαραβίαστος, ἱερὸς καὶ ἄσυλος Πλουτ. Τ. Γράκχ. 14, 15, κτλ.· ― ἱερὸς [[νόμος]], ὁ περὶ θυσιῶν [[νόμος]], κτλ., Δημ. 525. 18· ― [[ἐνίοτε]] ἀντιτίθεται τῷ [[βέβηλος]], ἀλλὰ τοῦτο παρ’ Ἀττ. συνηθέστερον ἐκφέρεται διὰ τοῦ ἱερὸς καὶ [[ὅσιος]] (ἴδε ἐν. λ. [[ὅσιος]] Ι. 2), ἢ τοῦ ἱερὸς καὶ [[ἴδιος]] (ἴδε [[ἴδιος]] Ι. 2). 3) ἐπὶ παντὸς τόπου διατελοῦντος ὑπὸ τὴν προστασίαν θεοῦ τινος, [[Ἴλιος]], Πύλος, [[Θήβη]] Ὅμ.· Τροίης ἱερὸν [[πτολίεθρον]], Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα Ὀδ. Α. 2, Ἰλ. Π. 100· περὶ τῶν Ἀθηνῶν, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., Ὀδ. Λ. 323· ἀλλὰ [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον, ὡς ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 45, ἐν Σοφ. Αἴ. 1221, ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1037· [[ὡσαύτως]], [[Σούνιον]] [[ἱρόν]], πιθαν. ἐκ τῆς [[ἐκεῖ]] λατρείας τῆς Ἀθηνᾶς (ἴδε κατωτ. IV. 8), Ὀδ. Γ. 278: ― [[οὕτως]], ἱερὸς [[κύκλος]], κυκλικὸς [[τόπος]] ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ [[Διός]], οἱ δὲ γέροντες εἵατ’ ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοις ἱερῷ ἐνὶ κύκλῳ Ἰλ. Σ. 504· ― ὁ Ὅμ. συνάπτει τὸ ἱερὸς μετὰ γεν. τῆς θεότητος, [[ἄλσος]] ἱερὸν Ἀθηναίης, [[ἄντρον]] ἱερὸν Νυμφάων Ὀδ. Ζ. 322. Ν. 104, 348· καὶ αὕτη [[εἶναι]] μετὰ [[ταῦτα]] [[συνήθης]] [[σύνταξις]], Ἡρόδ. 1. 80., 2. 41, Εὐρ. Ἄλκ. 75, Ἀριστοφ. Πλ. 937, Πλάτ. Φαίδ. 85Β, Ξεν. Ἀν. 5. 3.13, κτλ.· σπανιώτερον μετὰ δοτ., κριοὶ [[εἰσί]] σφι ἱροὶ Ἡρόδ. 2. 42, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 955Ε. 4) ἐπὶ βασιλέων, ἡρώων, κλ., ἐκ τῆς ἰδέας ὅτι [[θεότης]] προστατεύει αὐτούς, ἱεροὶ βασιλεῖς Πινδ. Π. 5 131· ἱ καὶ [[εὐσεβής]], ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος, Σοφ. Ο. Κ. 287· ἀλλ’ [[ἄνθρωπος]] ἱερὸς ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 652 [[εἶναι]] ὁ μεμυημένος τὰ μυστήρια. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) ἱερὰ, Ἰων. ἱρά, τά, προσφοραί, θυσίαι, θύματα, συχν. παρ’ Ὁμήρ.· ἱερὰ ῥέζειν, Λατ. sacra facere, operari, Ἰλ. Α. 147, κτλ.· ἔρδειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334· διδόναι Ὀδ. Π. 184· ἀλλ’ ὅ γε [[δέκτο]] μὲν ἱρὰ Ἰλ. Β. 420, πρβλ. Ψ. 207· σπάνιον ἐν τῷ ἐνικῷ, ὄφρ’ ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ’ Ἀθήνῃ Κ. 571: ― οὕτω καὶ μεθ’ Ὅμ., [[θῦσαι]] ἱρὰ Ἡρόδ. 1. 59., 8. 54, κτλ.· ποιεῖν 2. 63· αἴθειν Σοφ. Φιλ. 1033· ἱ. πατρῷα Αἰσχύλ. Θήβ. 1010· πρβλ. ἄπυρος· τὰ [[διαβατήρια]] ἱ. Θουκ. 5. 116. β) μεθ’ Ὅμ., τὰ [[ἐντόσθια]] τοῦ θύματος ἃ ἐξετάζοντες ἐμαντεύοντο, τὰ ἱρὰ οὐ προεχώρεε χρηστὰ Ἡρόδ. 5. 44· τὰ ἱερὰ καλὰ ἦν Ξεν. Ἀν. 1. 8, 15· ἢ [[ἁπλῶς]], τὰ ἱερὰ γίγνεται [[αὐτόθι]] 2. 2, 3· πρβλ. [[ἄλοβος]], [[καλλιερέω]]. γ) [[καθόλου]], ἱερὰ πράγματα, ἱεραὶ τελεταί, Λατ. sacra, Ἡρόδ. 1. 172., 4. 33· τῶν ἱερῶν καὶ κοινῶν μετέχειν Δημ. 1300. 6. 2) μεθ’ Ὅμ., [[ἱερόν]], Ἰων. [[ἱρόν]], τό, [[ναός]], ἱερὸς [[τόπος]], Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· [[ἐνίοτε]] ἐπὶ τοῦ οἰκοδομήματος τοῦ ναοῦ κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ [[τέμενος]], ἔστι δὲ ἐν τῷ τεμένει… ἱρὸν κτλ. Ἡρόδ. 2. 112, πρβλ. 9. 65· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] [[ἄνευ]] ἀντιδιαστολῆς τινος πρὸς τὸ [[ἄλσος]] καὶ [[τέμενος]], ἐς Διὸς στρατίου [[ἱρόν]], μέγα τε καὶ ἅγιον [[ἄλσος]] πλατανίστων Ἡρόδ. 5. 119., 7. 197· [[ἐνίοτε]] τίθεται ἐπὶ τοῦ συνόλου τῶν ἱερῶν οἰκοδομῶν κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ναὸς ἢ [[νεώς]], ὁ αὐτ. 2. 170, Θουκ. 4. 90., 5. 18: πρβλ. [[σηκός]], [[χρηστήριον]]. 3) ἱρὸν τῆς δίκης, ἡ ἱερὰ ἀρχὴ τοῦ δικαίου, Εὐρ. Ἑλ. 1002. IV. ἰδιαίτεραι φράσεις μεθ’ Ὅμ., 1) παροιμ., ἱερὰ ἄγκυρα, δηλ. ἡ ἐσχάτη [[ἐλπίς]] τινος, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 51, ἐν Δραπέτ. 13, Πολυδ. Α΄, 93, Παροιμιογρ. σ. 60, κτλ.: ― λέγεται συμβουλὴ ἱερὸν [[χρῆμα]] [[εἶναι]], ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ καθήκοντος τῶν συμβούλων, Πλάτ. Θεάγ. 122, Α, πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 321C, Ξεν. 5. 6, 4, Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 1, Παροιμιογρ. σ. 318· ― τὸν ἀφ’ ἱερᾶς κινεῖν, ἴδε γραμμὴ ΙΙΙ. 2) ἱερὸς ἰχθύς, ὁ [[αὐλωπίας]] ὃν καλοῦσι καὶ ἀνθίαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 6, πρβλ. Ἀθήν. 282Ε, Πλούτ. 2. 981D. 3) ἱ. [[λόχος]], ἴδε ἐν λ. [[λόχος]]. 4) ἱερὰ [[νόσος]], ἡ [[ἐπιληψία]], Ἡρόδ. 3. 33, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291, ἴδε ἐν λέξ. [[δαιμονίζομαι]]· [[ὡσαύτως]] καλουμένη [[μεγάλη]], Ἡρακλεία, Foës Οἰκ. Ἱππ. ἐν λέξ. [[ἱερή]]· ― ἱ. [[νόσος]] ἦτο [[ὡσαύτως]] ἡ [[λέπρα]], Vales. Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 19. 5) ἡ ἱ. ὁδός, ἡ εἰς Δελφοὺς ἄγουσα, Ἡρόδ. 6. 54, [[ἔνθα]] ἴδε Wess.· [[ὡσαύτως]] ἡ ἀπ’ Ἀθηνῶν εἰς Ἐλευσῖνα, ἣν ἐπορεύοντο οἱ μύσται, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 15, ἴδε Παυσ. 1. 36, 3, Ἁρποκρ. ἐν λέξ.· καὶ ἡ ἑξ Ἤλιδος εἰς Ὀλυμπίαν, Παυσ. 5. 25, 7. 6) ἱ. [[ὀστέον]], os sacrum, τὸ ἔσχατον τῆς σπονδυλικῆς στήλης [[ὀστοῦν]], τὸ ἱερὸν [[ὀστοῦν]], Πλούτ. 2. 981D, Γαλην., κτλ. 7) ἡ ἱερὰ (δηλ. [[τριήρης]]), ἣν οἱ Ἀθηναῖοι ἔπεμπον εἰς Δῆλον, ἢ ἡ Σαλαμινία ἢ ἡ Πάραλος, Δημ. 50. 1. 8) [[συχνάκις]] ἐν τῇ γεωγραφίᾳ, ἱερὰ [[ἄκρα]], ἐν τῇ Λυκίᾳ, Στράβ. 666· ἱ. [[ἀκρωτήριον]], ἐν τῇ Ἱσπανίᾳ, τὸ τοῦ ἁγίου Βικεντίου, [[αὐτόθι]] 106· Ἱερὰ [[νῆσος]], μία τῶν Λιπαραίων νήσων, Θουκ. 3. 88, κτλ.· ἱ. [[ὄρος]], ἐν τῇ Θρακικῇ Χερσονήσῳ, κτλ. V. Ἐπίρρ. [[ἱερῶς]], [[ἁγίως]], Πλουτ. Λυκοῦργ. 27. Τὸ ι φύσει βραχὺ καὶ ἀείποτε οὕτω παρ’ Ἀττ. πλὴν τοῦ καθῑερωμένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 304· ― ἀλλ’ ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. μηκύνουσιν αὐτὸ ἐν ἄρσει [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ὡς ἐν τῷ τέλει τῶν ἑξαμέτρων, ἱερὸν [[ἦμαρ]], ἱερὰ ῥέζειν, ἀλφίτου ἱεροῦ ἀκτή· οὕτω καὶ ἔν τινι λυρικῷ χωρίῳ, Εὐρ. Βάκχ. 160, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις, [[ἱεραγωγός]], [[ἱεροθαλλής]], [[ἱερόφωνος]]. Ἀείποτε ῑ ἐν τῷ συνῃρ. τύπῳ [[ἱρός]]: ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] καλούμενος [[καθόλου]] Ἰων., [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ἐπικ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου: εὕρηται ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις τῶν Ἀττ. ποιητῶν καὶ καθ’ ἃ φρονεῖ ὁ Δινδ. ἦν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. (πλὴν τοῦ πρώτου ποδὸς τοῦ τριμέτρου), πρὸς ἀποφυγὴν ἀναλελυμένων ποδῶν, ἴδε εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 268, Λεξικ. Αἰσχύλ. ἐν λ.· [[ὡσαύτως]] ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῆς κωμῳδ., ἴδε εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 301, [[ἔνθα]] τό: τῶν θεῶν ἱερὰς ἔχοντα… [[δάκτυλος]] ἀντὶ τροχαίου, [[εἶναι]] ἀπαράδεκτον, Σφ. 308. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |