Anonymous

γυναικεῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γυναικεῖος''': -α, -ον, Αἰσχύλ. Χο. 630, 678, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Εὐρ. Ι.Α. 233· Ἰων. [[γυναικήιος]], -η, -ον, ([[γυνή]]):-ἀνήκων εἰς γυναῖκα, ἐξαρτώμενος, [[οἰκεῖος]], [[ὅμοιος]], [[ἁρμόδιος]] εἰς γυναῖκα, Λατ. muliebris, γυναικεῖαι βουλαί, γυναικεῖα σχέδια, Ὀδ. λ.437· λουτρ όν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751· [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· γυν. [[ἀγορά]], ἴδε λ. [[ἀνδρεῖος]]·- ἡ γ. [[θεός]], ἡ παρὰ Ρωμαίοις bona dea, Πλούτ. Καίσ. 9, Κικ. 19· γ. [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] πρὸς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 7.352. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[θηλυπρεπής]], ἐκτεθηλυμένος, [[πένθος]] Ἀρχίλ. 8.10· [[δρᾶμα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 151· πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1.127Α, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπίρρ.–ως ὁ αὐτ. Νόμ. 731D· - πρβλ. [[αὐλός]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ἡ γυναικηΐη =[[γυναικών]], τὸ [[μέρος]] τῆς οικίας τὸ ἀποκεχωρισμένον διὰ τὰς γυναῖκας, Ἡρόδ. 5.20· τὸ γυνακεῖον παρὰ τοῖς Ἑβδ. 2) τὰ γυναικεῖα, τὰ μόρια, τὰ ἀπόκρυφα, partes muliebres,Ἱππ. Ἐπιδ. 1.195. β) =τὰ καταμήνια, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1254, Ἀριστοτέλ. Ζ.Μ. 2.2,10, κ. ἀλλ.
|lstext='''γυναικεῖος''': -α, -ον, Αἰσχύλ. Χο. 630, 678, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Εὐρ. Ι.Α. 233· Ἰων. [[γυναικήιος]], -η, -ον, ([[γυνή]]):-ἀνήκων εἰς γυναῖκα, ἐξαρτώμενος, [[οἰκεῖος]], [[ὅμοιος]], [[ἁρμόδιος]] εἰς γυναῖκα, Λατ. muliebris, γυναικεῖαι βουλαί, γυναικεῖα σχέδια, Ὀδ. λ.437· λουτρ όν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· γυν. [[ἀγορά]], ἴδε λ. [[ἀνδρεῖος]]·- ἡ γ. [[θεός]], ἡ παρὰ Ρωμαίοις bona dea, Πλούτ. Καίσ. 9, Κικ. 19· γ. [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] πρὸς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 7.352. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[θηλυπρεπής]], ἐκτεθηλυμένος, [[πένθος]] Ἀρχίλ. 8.10· [[δρᾶμα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 151· πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1.127Α, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπίρρ.–ως ὁ αὐτ. Νόμ. 731D· - πρβλ. [[αὐλός]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ἡ γυναικηΐη =[[γυναικών]], τὸ [[μέρος]] τῆς οικίας τὸ ἀποκεχωρισμένον διὰ τὰς γυναῖκας, Ἡρόδ. 5.20· τὸ γυνακεῖον παρὰ τοῖς Ἑβδ. 2) τὰ γυναικεῖα, τὰ μόρια, τὰ ἀπόκρυφα, partes muliebres,Ἱππ. Ἐπιδ. 1.195. β) =τὰ καταμήνια, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1254, Ἀριστοτέλ. Ζ.Μ. 2.2,10, κ. ἀλλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly