3,277,220
edits
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυνθάνομαι''': Ὅμ., Ἀττ.· παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[πεύθομαι]] (ὃ ἴδε)· Ἐπικ. παρατ. πυνθανόμην Ὀδ. Ν. 256· - μέλλ. [[πεύσομαι]] Ὅμ., Ἀττ.· Δωρ. πευσοῦμαι Θεόκρ. 3. 51 (παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 988, πεσεῖσθαι [[εἶναι]] πιθανῶς [[ἁμάρτημα]], ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 797)· - ἀόρ. ἐπῠθόμην· προστ. πυθοῦ, Ἰων. (μεταβαλλομένου καὶ τοῦ τονισμοῦ) πύθευ Ἡρόδ. 3. 68· Ἐπικ. εὐκτ. πεπύθοιτο Ἰλ. Ζ. 50, κτλ., (ὑποτ. πεπυθώνται [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ γε πύθωνται, σιγῇ ἐφ’ ὑμείων, ἵνα μὴ Τρῶές γε πύθωνται Η. 195)· γ΄πληθ. πυθοίατο Σοφ. Ο. Κ. 921· - πρκμ. [[πέπυσμαι]] Ὅμ., Ἀττ.· β΄ ἑνικ. πέπῠσαι Πλάτ. Πρωτ. 310Β, Ἐπικ. πέπυσσαι Ὀδ. Λ. 494· ἀπαρ. πεπύσθαι Θουκ. 7. 67, κτλ.· μετοχ. πεπυσμένος Ἀττ.· - ὑπερσ. ἐπεπύσμην Ἀριστοφ. Εἰρ. 615, Ὄρν. 470· γ΄ ἑνικ. ἐπέπυστο Ἰλ. Ν. 674· Ἐπικ. πέπυστο [[αὐτόθι]] 521· γ΄δυϊκ. πεπύσθην Ρ. 377. - Ἐκ τῆς √ΠΥΘ· πρβλ. πεύθομαι, πεῦσις, πευθήν, πύστις, πύσμα· Σανσκρ. buth, böth-âmi, budh-yê (animad-vertere, expergisci)· buddh-is (mens, consilium)· Ζενδ. bud· Σλαυ. bud-eti· Λιθ. bund-u, ἀπαρ. bud-eti (vigilare). Μανθάνω [[εἴτε]] ἐξ ἀκοῆς [[εἴτε]] ἐρωτῶν, ἐξιστόρησαν τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι. Ἡρόδ. 7. 105, πρβλ. Veitch Gr. Verbs ἐν λ.). - Συντάσσεται [[περίπου]] ὡς τὸ [[ἀκούω]]: 1) [[κυρίως]], πυνθ. τί τινος, μανθάνειν τι [[παρά]] τινος, Ἰλ. Ρ. 408, Ὀδ. Κ. 537, Αἰσχύλ. Ἀγ. 599, κτλ., καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], π. τι ἀπό τινος Αἰσχύλ. Χο. 737· ἔκ τινος Σοφ. Ο. Κ. 1266 καὶ | |lstext='''πυνθάνομαι''': Ὅμ., Ἀττ.· παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[πεύθομαι]] (ὃ ἴδε)· Ἐπικ. παρατ. πυνθανόμην Ὀδ. Ν. 256· - μέλλ. [[πεύσομαι]] Ὅμ., Ἀττ.· Δωρ. πευσοῦμαι Θεόκρ. 3. 51 (παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 988, πεσεῖσθαι [[εἶναι]] πιθανῶς [[ἁμάρτημα]], ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 797)· - ἀόρ. ἐπῠθόμην· προστ. πυθοῦ, Ἰων. (μεταβαλλομένου καὶ τοῦ τονισμοῦ) πύθευ Ἡρόδ. 3. 68· Ἐπικ. εὐκτ. πεπύθοιτο Ἰλ. Ζ. 50, κτλ., (ὑποτ. πεπυθώνται [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ γε πύθωνται, σιγῇ ἐφ’ ὑμείων, ἵνα μὴ Τρῶές γε πύθωνται Η. 195)· γ΄πληθ. πυθοίατο Σοφ. Ο. Κ. 921· - πρκμ. [[πέπυσμαι]] Ὅμ., Ἀττ.· β΄ ἑνικ. πέπῠσαι Πλάτ. Πρωτ. 310Β, Ἐπικ. πέπυσσαι Ὀδ. Λ. 494· ἀπαρ. πεπύσθαι Θουκ. 7. 67, κτλ.· μετοχ. πεπυσμένος Ἀττ.· - ὑπερσ. ἐπεπύσμην Ἀριστοφ. Εἰρ. 615, Ὄρν. 470· γ΄ ἑνικ. ἐπέπυστο Ἰλ. Ν. 674· Ἐπικ. πέπυστο [[αὐτόθι]] 521· γ΄δυϊκ. πεπύσθην Ρ. 377. - Ἐκ τῆς √ΠΥΘ· πρβλ. πεύθομαι, πεῦσις, πευθήν, πύστις, πύσμα· Σανσκρ. buth, böth-âmi, budh-yê (animad-vertere, expergisci)· buddh-is (mens, consilium)· Ζενδ. bud· Σλαυ. bud-eti· Λιθ. bund-u, ἀπαρ. bud-eti (vigilare). Μανθάνω [[εἴτε]] ἐξ ἀκοῆς [[εἴτε]] ἐρωτῶν, ἐξιστόρησαν τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι. Ἡρόδ. 7. 105, πρβλ. Veitch Gr. Verbs ἐν λ.). - Συντάσσεται [[περίπου]] ὡς τὸ [[ἀκούω]]: 1) [[κυρίως]], πυνθ. τί τινος, μανθάνειν τι [[παρά]] τινος, Ἰλ. Ρ. 408, Ὀδ. Κ. 537, Αἰσχύλ. Ἀγ. 599, κτλ., καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], π. τι ἀπό τινος Αἰσχύλ. Χο. 737· ἔκ τινος Σοφ. Ο. Κ. 1266 καὶ συχν., [[παρά]] τινος Ἡρόδ. 2. 91, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3, κτλ. 2) μόνον μετ’ αἰτ. πράγματος, [[ἀκούω]] ἢ [[μανθάνω]] τι, Ὀδ. Γ. 187, Αἰσχύλ. Χο. 765, Ἀντιφῶν 132, 22, κτλ.· καὶ ἀπολ., αἰσχρὸν τόδε γ’ ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι Ἱλ. Β. 119, πρβλ. Πινδ. Π. 7. 8, κτλ., ὡς ἐγὼ [[πυνθάνομαι]] Ἡρόδ. 1. 22, κτλ. 3) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, [[ἀκούω]] [[περί]] τινος, [[ἀκούω]] νὰ γίνηται [[λόγος]] [[περί]] τινος, [[ἀκούω]] νεωτέραν τινὰ ἀγγελίαν, [[μανθάνω]], πυθέσθαι πατρός, [[ἀγγελίης]], μάχης Ὀδ. Α. 281., Β. 256, κ. ἀλλ., πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 35, Πλάτ. Νόμ. 635Β. 4) π. τινά τινος, ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος, ζητῶ νὰ μάθω [[παρά]] τινος [[περί]] τινος, Ἀριστο. Ἀχ. 204, πρβλ. Νεφ. 482· οὕτω, π. [[περί]] τινος Ἡρόδ. 2. 75· πᾶσαν πυθέσθαι τῶνδ’ ἀλήθειαν πέρι Σοφ. Τρ. 91, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 5, 25, κτλ.· - μόνον μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ νὰ μάθω [[περί]] τινος προσώπου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 619. 5) μετὰ μετοχ., εἰ γὰρ ἐγὼ πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα, [[διότι]] ἂν ἤκουον ἢ ἐμάνθανον ἐγὼ ὅτι διενοεῖτο νὰ κάμῃ τοῦτο τὸ ταξίδιον, Ὀδ. Δ. 732, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 58, Σοφ. Αἴ. 692· π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκὸς Θουκ. 7. 31, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 7, 16, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[οὔπω]]… πυθέσθαι Πατρόκλοιο θανόντος, δὲν εἶχον ἔτι μάθει ὅτι ἀπέθανε, Ἰλ. Ρ. 377, πρβλ. 427., Τ. 322, Αἰσχύλ. Χο. 763· ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης Θουκ. 4. 6· οὕτω καὶ μετ’ αἰτ. πράγμ., εἰ σφῶιν τάδε πάντα πυθοίατο μαρναμένοιιν Ἰλ. Α. 257. 6) μετ’ ἀπαρ., [[ἀκούω]] ἢ [[μανθάνω]] ὅτι..., Σοφ. Τρ. 103, Θουκ. 7. 25, κτλ. 7) ἐπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ὡς πυθώμεθα [[ὅπου]] ποτ’ ἐσμὲν Σοφ. Ο. Κ. 11· π., τί ποτε νοεῖ, ἐρωτῶ ἢ [[μανθάνω]] τί…, Πλάτ. Λάχ. 196C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 6. 1, 25· π., ὅτεῳ…, συνοικέει Ἡρόδ. 3. 68· π. εἰ…, ἐρωτῶ διὰ νὰ μάθω ἄν…, Αἰσχύλ. Ἀγ. 617, Σοφ. Ο.Κ. 993· τοῦ ξένου [[ἡδέως]] ἂν π., τί ταῦθ’ ἡγοῦντο Πλάτ. Σοφιστ. 216D· π. τινος, ὅτι... Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17· π., [[ὅπως]] ἂν κάλλιστα πορευθείη [[αὐτόθι]] 3. 1, 7, πρβλ. Κύρ. 1. 4, 7. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |